— Η στήλη συμπληρώνει κιόλας δέκα εβδομάδες. Δέκα εβδομάδες κρασιού, αγάπης, και λουλουδιών. Επιστρέφω λοιπόν ξανά στην αρχή, από εκεί που άρχισα, για να επισημάνω ότι τίποτα διαφορετικό δεν συμβαίνει στα σαλόνια των μεγάλων εφημερίδων. Μέσα στο διήμερο διάβασα δεκαεπτά “κριτικά” κείμενα, από τα τέσσερα ένθετα, στα οποία δεν υπάρχει σχεδόν η παραμικρή νύξη για κάτι που να ξεφεύγει από τη συνθήκη του «εξαιρετικού» ή του «αριστουργήματος». Λέω «σχεδόν» γιατί υπάρχουν δύο αναφορές: ο Κώστας Καρακώτιας κάνει μια νύξη «Μια από τις παραφωνίες της προβληματικής του συγγραφέα είναι η απλοϊκή σύνδεση του Βυζαντίου με την Ανατολική Ευρώπη και την απολυταρχική παράδοσή της» στο «Αναζητώντας τη χαμένη Ευρώπη» ΕφΣυν (6-7/8/22) για το Ο ακρωτηριασμός της Δύσης του Μίλαν Κούντερα (μτφρ. Γ. Χάρης, Εστία 2022). Όπως και η Λίνα Πανταλέων που γράφει μια πρόταση, «Όμως από ένα σημείο και πέρα, το αφηγηματικό μοτίβο καταντάει κουραστικό και στάσιμο», στο «Θυμωμένα θύματα» (Καθημερινή 7/8/22) για τη συλλογή διηγημάτων της Ευγενίας Μπογιάνου (Αυτές, Πόλις 2022). Η κ. Πανταλέων φροντίζει βέβαια, στην αμέσως επόμενη πρόταση από αυτή που παρέθεσα να εξουδετερώσει την όποια αρνητική χροιά μπορεί να νόμιζε ο αναγνώστης ότι διάβασε με την εξής πρόταση: «Μόνο χάρη στη φαντασιωτική δριμύτητα των καταληκτικών φράσεων, η Μπογιάνου κατορθώνει να εγκαταστήσει το απροσδόκητο και το ανεπανόρθωτο μέσα σε έναν χρόνο ακυρωμένο από τη μονοτονία». Επιμένω λίγο στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί είναι νομίζω ενδεικτική του τι πιστεύει ο συντάκτης, ο συγγραφέας, ο εκδότης (ίσως όχι ο συγκεκριμένος εκδότης), αλλά και ο αναγνώστης ότι συνιστά «αρνητική αλλά εποικοδομητική κριτική». Επαναλαμβάνω λοιπόν, μετά από δέκα εβδομάδες, ότι καμιά κριτική που γράφεται σε μεγάλο μέσο δεν με πείθει ότι είναι κριτική και όχι δελτίο τύπου. Επαναλαμβάνω επίσης, ότι ανάμεσα σε αυτά τα κείμενα, προφανώς, υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ποιότητα, οι οποίες όμως ακόμη και στις καλύτερες των περιπτώσεων πέφτουν βορά στη μονοδιάστατη εμμονή των συντακτών τους να απονέμουν τα εύσημα, να μιλήσουν μόνο για αρετές. Κανένα βιβλίο δεν βρίσκεται όμως στο απυρόβλητο· κανένα βιβλίο δεν είναι τέλειο ώστε να μην επιδέχεται κριτικό σχολιασμό που να γέρνει προς το αρνητικό. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι, εγώ, που δεν φημίζομαι για τα «έξω καρδιά» κείμενα που γράφω, βάζω περισσότερο σε πειρασμό κάποιους να αγοράσουν τα βιβλία που διαβάζω από τα αενάως θετικά που δεν δύνανται να αποτινάξουν το στίγμα του «δελτίου τύπου». Φαντάζει αλήθεια κωμικό να βλέπει κανείς τις σελίδες εκδοτικών οίκων στο Facebook να παίρνουν ατόφια, κάθε εβδομάδα, και να αναρτούν, εν είδει διαφημιστικής προώθησης, τα κείμενα του τάδε και του δείνα συντάκτη που έγραψαν μια “κριτική” που τυγχάνει να συμπίπτει με τα γούστα και τα συμφέροντά τους.
— Σε κάτι πιο ανάλαφρο, από τη γνωστή υποενότητα, «η αβάσταχτη ελαφρότητα των συνεντεύξεων»: διάβασα μια συνέντευξη του ηθοποιού και συγγραφέα Θέμη Πάνου με αφορμή την «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου που θα ανέβει στις 12 και 13 Αυγούστου στην Επίδαυρο. Νιώθω πάντα άβολα όταν κάποιος βγαίνει και κάνει δηλώσεις που φανερώνουν μια ασυμφωνία σε σχέση με την υποτιθέμενη καλλιτεχνική του αξία. Έτσι, παρατηρούμε τον ηθοποιό (και συγγραφέα) να δηλώνει, και την εφημερίδα να το τονίζει με τη μορφή υποτίτλου: «θέλω μόνο να βιοπορίζομαι και να αγοράζω βιβλία». Ο κ. Πάνου νιώθει λοιπόν την ανάγκη να μας πει ότι «Δεν λαχτάρησα σπίτια ούτε πλούτο. Απλά να βιοπορίζομαι και να μπορώ να αγοράζω βιβλία». Μέσα στην υποτιθέμενη ταπεινότητα και στοχοπροσήλωση που μπορεί κάποιος να διαβάζει σε μια τέτοια δήλωση δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι εγώ διακρίνω την εμμονή κάποιου να καταφεύγει σε υπερβολές που συνάδουν περισσότερο με ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης παρά σε συνέντευξη εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας. Αυτό όμως είναι κάτι προσωπικό, καθότι ανάμεσα στα «σπίτια» και τον «πλούτο» που ποτέ δεν λαχτάρησε ο ηθοποιός υπάρχουν αναρίθμητα αγαθά (όχι μόνο υλικά) πριν την πεζότητα της ανάγνωσης και των βιβλίων. Αλλά επειδή όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, διαβάζουμε επίσης τον «συγγραφέα τεσσάρων βιβλίων» να μας λέει ότι «Η παρατήρηση με βοηθάει και στο θέατρο και στο γράψιμο» αμέσως πριν την πρόταση όπου αναφέρει ότι «γράφει το πέμπτο βιβλίο του». Oh well…
— Μικρή αναφορά στο κείμενο της Μαργαρίτας Σφέτσα που ως Σίβυλλα, στη γνωστή στήλη του Βήματος, όπου η κ. Σφέτσα κατασκευάζει ένα ακόμη από αυτά τα κείμενα που διαβάσαμε αυτές τις μέρες που καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να παρουσιάσουν τον Σταύρο Ψυχάρη κάπως σαν τον Πολίτη Κέιν των Αθηνών. Στέκομαι σε μια λεπτομέρεια μόνο, εκεί που η συντάκτρια αναφέρεται στη δεύτερη σύζυγο του θανόντα: «Η Χριστίνα μορφωμένη, ήσυχη, low profile, ήταν η καλύτερη επιλογή που μπορούσε να κάνει στη ζωή του ο «θορυβώδης» Σταύρος». Αυτή η καταπληκτική πρόταση που παρουσιάζει μια γυναίκα κάπως σαν ιδανικό ζώο συντροφιάς με εντυπωσίασε περισσότερο γι’ αυτό το «μορφωμένη». Εικάζει δηλαδή η κ. Σφέτσα ότι μια λιγότερο μορφωμένη ή και αμόρφωτη σύζυγος θα ήταν ανίκανη να αγαπήσει και να συμπαρασταθεί στον «θορυβώδη» Σταύρο Ψυχάρη;
— Για να κλείσω. Ας μου εξηγήσει κάποιος τι θέλει να πει ο συγγραφέας Γιάννης Νικολούδης στο διήγημα αυτής της εβδομάδας «Χειμερινή εποχή στον ουρανό» που δημοσιεύτηκε στις «νησίδες» της ΕφΣυν, όπως επίσης και γιατί εντάσσεται στις παραμέτρους («η ιστορία τους καθορίζεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από τη δυσοίωνη πραγματικότητα») που έχει θέσει για την ενότητα αυτή ο επιμελητής της κ. Μισέλ Φάις. Δεν το λέω ουδόλως ειρωνικά, είναι γνήσιο το ενδιαφέρον μου.