— «Ζει ο Νίκος Καζαντζάκης;» θα μπορούσε να ρωτάει σε ένα παράλληλο σύμπαν η γοργόνα. Η απάντηση στην ερώτηση έχει να κάνει με το τι ακριβώς συμβαίνει όταν ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος αγοράζει τα δικαιώματα ενός συγγραφέα «φαινόμενο» για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα. Και αυτό το «φαινόμενο» έχει να κάνει τόσο με την πλευρά των πωλήσεων και της αναγνωρισιμότητας όσο και με την πλευρά τής ουσίας τού τι ακριβώς ήταν, τι είναι σήμερα, αλλά και τι θα είναι στο μέλλον ο Νίκος Καζαντζάκης. Και ενώ λοιπόν οδεύουμε προς το εκδοτικό γεγονός της κυκλοφορίας του ανέκδοτου μυθιστορήματος Ο Ανήφορος, –χθες βράδυ έγινε και η παρουσίασή του στο Μουσείο Μπενάκη όπου «[...] οι εκδόσεις Διόπτρα [παρουσίασαν] το βιβλίο σε μια εκδήλωση πολιτιστικό γεγονός»– και βλέπουμε τις διαφημίσεις σε κάθε εφημερίδα από την προηγούμενη εβδομάδα, διαβάζουμε αυτή την εβδομάδα στο Βήμα (9/10/22), στις σελίδες βιβλίου –οκτώ σελίδες συνολικά– τρισέλιδο (εξώφυλλο και δύο ολόκληρες σελίδες) αφιέρωμα/προδημοσίευση με τίτλο «Τούτη πια είναι η πατρίδα σου…». Αυτό που με προβληματίζει δεν είναι καθόλου οι πληρωμένες καταχωρήσεις/προδημοσιεύσεις. Ο εκδοτικός οίκος έχει κάνει μια επένδυση και θέλει όχι μόνο να πάρει τα λεφτά του πίσω αλλά και να βγάλει και κάποιο κέρδος. Αν μάλιστα τυγχάνει να σας ενδιαφέρει και η άποψή μου, βλέπω ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι στον Νίκο Καζαντζάκη και στις εκδόσεις Διόπτρα «[...] που έχουν αναδεχθεί [εξαιρετική επιλογή ρήματος] την τιμητική ευθύνη να συνεχίσουν την ανάδειξη και την προώθηση της καζαντζακικής κληρονομιάς, λογοτεχνικής και πνευματικής, ελληνικής και οικουμενικής, μέσα στον 21ο αιώνα» όπως γράφει και το ανυπόγραφο σημείωμα/πρόλογος της προδημοσίευσης στο Βήμα που αφορά «[...] το μοναδικό [μυθιστόρημα] που παρέμενε αδημοσίευτο μέχρι και σήμερα [...] εβδομήντα πέντε και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του». Όλα αυτά είναι θεμιτά και, εικάζω, έχουν στο κοινό και τον αναμενόμενο αντίκτυπο. Το πρόβλημα κατ’ εμέ εντοπίζεται στην ουσία του πράγματος: ότι πραγματικά δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να διαβάσει ένα απόσπασμα από το προς έκδοση ανέκδοτο μυθιστόρημα. Απόσπασμα, που δεν μπορώ παρά να υποθέσω ότι δεν είναι τυχαίο, αλλά αντιπροσωπευτικό του βιβλίου, και γιατί όχι, πιθανώς αβανταδόρικο και πιασάρικο ώστε να καλλιεργήσει στον υποψήφιο αγοραστή και δυνητικό αναγνώστη μια προσμονή. Παραθέτω μόνο την καταληκτική παράγραφο του ολοσέλιδου/τρίστηλου αποσπάσματος:
«Έζωσε το χέρι στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της –σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα– κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένος προγόνους».
— Διαβάζω στην ΕφΣυν (8-9/10/22) το «Σκοτεινή Ενδοχώρα» του Γιάννη Καλογερόπουλου. Το κείμενο είναι για το Λυκοχαβιά (Κέδρος, 2022) τού Κώστα Μπαρμπάτση. Γράφει ο συντάκτης: «Τα έξι διηγήματα της Λυκοχαβιάς διαδραματίζονται στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, εκεί που κάποτε υπήρχε το ομώνυμο ιαματικό δρώμενο κατά το οποίο περνούσαν τα άρρωστα παιδιά από το στόμα του λυκοτόμαρου ώστε να λάβουν τη δύναμη του ζώου». Δεν αμφισβητώ ότι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο η λέξη «λυκοχαβιά», απλώς, απορώ, γιατί ο συγγραφέας στο ομώνυμο διήγημα δίνει έναν εντελώς διαφορετικό ορισμό. Στη συνέχεια, ο συντάκτης γράφει και για δεύτερο βιβλίο στο ίδιο κείμενο: Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, του Μιχάλη Αλμπάτη (Νήσος : 2022). Παραθέτω: «Μια ιδέα από μόνη της, όσο πρωτότυπη κι αν είναι, δεν αρκεί. Είναι κάτι που αποδεικνύεται συνεχώς σε απόπειρες καλών προθέσεων μα ανεπιτυχούς υλοποίησης» και προς στιγμήν, αναθαρρώ ότι θα διαβάσω μια παρατήρηση που θα παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Αλλά όχι. Αμέσως μετά ο συντάκτης μάς προσγειώνει: «Ο Αλμπάτης τα καταφέρνει θαυμάσια. Η διαχείριση του ευρήματος είναι υποδειγματική, η οξυδέρκεια και η φαντασία του εμφανείς». Αυτή λοιπόν είναι μια μανιέρα που υπαινίσσεται το εξής παράδοξο: μια ιδέα δεν αρκεί ποτέ και αυτό είναι κάτι που «αποδεικνύεται συνεχώς», αλλά «αποδεικνύεται συνεχώς» σε κάποιο μακρινό γαλαξία, ή έστω εδώ, αλλά σε κάποιο βιβλίο που δεν τυγχάνει ποτέ να διαβάζει κάποιος συντάκτης· είναι, με άλλα λόγια, κάτι που ενώ «αποδεικνύεται συνεχώς», ποτέ κανείς δεν το έχει δει να αποδεικνύεται.
— Διάβασα στην Καθημερινή (9/10/22) τη στήλη «Ο κύριος Γκρι». Ο Ηλίας Μαγκλίνης στο «Δεν υπήρξε ποτέ ελάφι» έκανε μια απόπειρα να μεταφέρει την ατμόσφαιρα ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στο The New Yorker στις 12 Σεπτεμβρίου: My literary education with Elizabeth Hardwick, του Darryl Pinckney. Ο συντάκτης μεταφράζει και παραθέτει μικρά αποσπάσματα του εκτενούς κειμένου, κυρίως σχόλια και συμβουλές τής Hardwick στον εικοσάχρονο εαυτό τού μετέπειτα συγγραφέα. «Στην τάξη μάς έλεγε ότι αν δεν αντέχουμε την απόρριψη, αν δεν αντέχουμε την άρνηση, τότε δεν μπορούμε να γίνουμε συγγραφείς». «Δεν ξέρω πώς γίνεται να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι και να γράφουμε σαν ηλίθιοι». Ο Μαγκλίνης εστιάζει περισσότερο στη συγγραφική πλευρά της Hardwick αλλά η συγκεκριμένη υπήρξε και πολύ διάσημη κριτικός λογοτεχνίας. Μεταφράζω από το συγκεκριμένο κείμενο: «Πρέπει να σκέφτεσαι σαν τον συγγραφέα. Πρέπει να εντοπίζεις ακριβώς αυτό που ανησυχεί τον συγγραφέα, αυτό που νομίζει ότι δεν του λειτουργεί αλλά μάλλον δεν πειράζει να το αφήσει ως έχει γιατί κανείς δεν θα το προσέξει. Εκείνος κι Εκείνος είπαν ότι τους άρεσε· αυτό για το οποίο ο συγγραφέας είναι τόσο αναποφάσιστος, αλλά αδυνατεί να το σβήσει ή να το διορθώσει».
Τέλος, παραθέτω το λινκ για το The decline of book reviewing (Harper’s Magazine, 1959) στο οποίο η συγγραφέας σχολιάζει τη λογοτεχνική κριτική και αποπειράται να κάνει «κριτική στους κριτικούς». Όπου διερωτάται χαρακτηριστικά γιατί «μια Κυριακή πρωί με τις βιβλιοκριτικές είναι συχνά μια καταθλιπτική εμπειρία».