— Όσο περνούν οι εβδομάδες και εγώ γράφω αυτά τα δελτία γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο ότι η πλειονότητα των κειμένων που διαβάζω στα ένθετα πολιτισμού των μεγάλων εφημερίδων ελάχιστα απέχουν από copywriting. Ελάχιστα απέχουν τα “κριτικά” κείμενα από τα κείμενα που καλούνται να γράψουν οι κειμενογράφοι στον χώρο της διαφήμισης για να πουλήσουν κάποιο προϊόν. Με μια εξαίρεση: στη διαφήμιση πρέπει αναγκαστικά να σκεφτείς και κατά κάποιο τρόπο να πρωτοτυπήσεις. Μπορεί τα προϊόντα που καλείσαι να πουλήσεις να μην χαίρουν της αίγλης του βιβλίου, και ειδικά του λογοτεχνικού βιβλίου, αλλά τουλάχιστον η ποταπότητα των προϊόντων με τα οποία ασχολείσαι αντισταθμίζεται από το δημιουργικό που υπεισέρχεται στην εξίσωση.
— Αυτή την εβδομάδα είχα σκοπό, ελλείψει κάποιας εξόφθαλμης συνθήκης από αυτές που με σκανδαλίζουν, να πω γενικολογίες γι’ αυτό το τερέν των ανθρώπων που γράφουν, πολλές φορές αμισθί, στα ένθετα των μεγάλων εφημερίδων αλλά λίγο πριν το τέλος της ανάγνωσης του ένθετου της Καθημερινής έπεσα πάνω στη συνέντευξη που παραχώρησε η Ευγενία Μπογιάνου «Δεν είναι εύκολο να είσαι ελεύθερη γυναίκα» στη Μαριαλένα Σπυροπούλου για το νέο της βιβλίο Αυτές (Πόλις 2022). Η συνέντευξη, στα σημεία τουλάχιστον που αναφέρεται στο βιβλίο, δεν νομίζω ότι προσφέρει στον αναγνώστη κάτι που θα τον υποκινήσει να διαβάσει το βιβλίο: «Ακόμη και σήμερα, που πολλά βήματα έχουν γίνει και πολλά έχουν αλλάξει, δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι ελεύθερη γυναίκα. Και πολύ περισσότερο ελεύθερη θηλυκότητα. Που σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος» ή στο τέλος, αναφερόμενη στις νέες συγγραφείς για να τις παρακινήσει «Αρκεί να υπάρχει εκείνο το διαβρωτικό, ύπουλο σαράκι που σε τριβελίζει και σε κινητοποιεί και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Που σε κάνει να πιστεύεις πως δίχως τη γραφή δεν ανασαίνεις» λέει η κ. Μπογιάνου δίχως άραγε να υποπτεύεται ότι κομίζει πλέον γλαύκα εις Αθήνας; Δεν ξέρω. Η κουβέντα όμως, επειδή η κ Μπογιάνου, εκτός από συγγραφέας, είναι και κριτικός, πάει και προς την κριτική, και η κ. Σπυροπούλου ρωτάει «Γράφετε χρόνια λογοτεχνία αλλά και κριτική. Δυσκολεύει το ένα το άλλο; Αντέχετε να κρίνετε αρνητικά; Ο χώρος είναι μικρός». Απάντηση: «Για να γράψεις κριτική, βασική προϋπόθεση είναι το προσεκτικό, αφοσιωμένο, συνεχές διάβασμα. Πρέπει να σκύψεις με τρυφερότητα και απόλυτη, άνευ όρων, διαθεσιμότητα πάνω στο κείμενο ενός άλλου. Να συνδιαλλαγείς με το κείμενο, να αντλήσεις από αυτό, να σκεφτείς πάνω σε αυτό και, στο τέλος, να γράψεις, να συνομιλήσεις δηλαδή μαζί του. [...] Προσωπικά, ακριβώς επειδή συνομιλώ με το κρινόμενο κείμενο, αντλώ και μαθαίνω από εκείνο, δεν θα έγραφα με τη λογική απλώς και μόνο να αποδομήσω. Προσπαθώ, παραδίδοντας κάποια κλειδιά να προτείνω ένα είδος προσέγγισης και ίσως ερμηνείας του κειμένου, γνωρίζοντας πως ο κριτικός λογοτεχνίας είναι κι ο ίδιος άνθρωπος που ορίζεται από τη γραφή του. Πιστεύω ακόμη πως τη σπουδαία κριτική τη γεννούν τα σπουδαία κείμενα». Πολύ ωραία και ενδιαφέροντα όλα αυτά που λέει η κ, Μπογιάνου –δεν διαφωνώ επί της αρχής πουθενά– αν και δεν απαντάει ακριβώς στην ερώτηση για την αρνητική κριτική· απαντάει με αυτό το «[...] δεν θα έγραφα με τη λογική απλώς και μόνο για να αποδομήσω» αλλά ουσιαστικά δεν απαντάει. Ο όρος «αποδόμηση» είναι φιλοσοφικός όρος, συμπαθούς Γαλλοαλγερινού φιλοσόφου, με συγκεκριμένη σημασία που τυγχάνει να έχει και εφαρμογές στην καθομιλουμένη. Η κ. Μπογιάνου τον χρησιμοποιεί για να δηλώσει κάτι απαραίτητα αρνητικό και κυρίως κακεντρεχές. Ο κακεντρεχής κριτικός όμως ξεχωρίζει από απόσταση όχι γιατί μπορεί να δοκιμάζει να «αποδομήσει» ένα κείμενο αλλά γιατί καταφεύγει σε ύπουλες επιθέσεις προς το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο κακεντρεχής κριτικός όμως σπανίζει, και όπου και όταν ευδοκιμεί συνήθως παραγκωνίζεται ως γραφικός, οπότε η όποια ισχύς του καταντάει εξαιρετικά περιορισμένη. Το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού, όπως ίσως θα μπορεί εύκολα να υποψιαστεί κάποιος που έχει διαβάσει ξανά κάποιο από αυτά τα σημειώματά μου. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον κριτικό που δεν γράφει τη γνώμη του, κυρίως επειδή δεν έχει γνώμη και δευτερευόντως γιατί γράφει ως copywriter με σκοπό να προωθήσει βιβλίο, συγγραφέα, εκδότη, αλλά και τον εαυτό του, γιατί «ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα χρειαστείς» και γιατί «κανέναν δεν ωφελεί η αρνητική κριτική γιατί είναι μικρή η αγορά» αλλά και γιατί «δεν χρειάζεται να γκρεμίζουμε γέφυρες». Θα σας αναφέρω ως παράδειγμα την κ. Μπογιάνου, όχι γιατί έχω κάποια εμπάθεια προς το πρόσωπο της –αλίμονο, εξάλλου δεν τη γνωρίζω– αλλά γιατί μου έκανε τρομερή εντύπωση το “κριτικό” της κείμενο για το τελευταίο βιβλίο της Βίβιαν Στεργίου (Δέρμα, Πόλις 2022) – κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Αυγή (17/05/22, λινκ). Αντιπαρέρχομαι τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο· φωτογραφία που όποιος έχει διαβάσει το βιβλίου της Στεργίου μόνο ως κάποιου είδους αστείο μπορεί να την εκλάβει, αλλά την αντιπαρέρχομαι γιατί μπορεί να μην επιλέγει η κ. Μπογιάνου φωτογραφίες για τα κείμενά της. Θα σταθώ στο ότι το κείμενο δεν είναι ακριβώς κριτικό, αλλά και αυτό, θα πει κάποιος, δεν είναι κάτι ασύνηθες και δεν είναι αυτό που με έκανε να θυμάμαι τη συγκεκριμένη κριτική. Η κ. Μπογιάνου γράφει, για τη Βίβιαν Στεργίου: «[...] ως γνήσια απόγονος του Κάρβερ, της Λουσία Μπερλίν αλλά και της Alice Munro [...]». Καταφεύγει σε αυτή την εξόφθαλμη αμετροέπεια και κατά τη γνώμη μου βλάπτει πρωτίστως τη συγγραφέα, που ουδόλως τη βοηθά να ακούει ότι έχει φτάσει, στη δεύτερη συγγραφική της απόπειρα, σε τέτοιο επίπεδο συγγραφικής δεινότητας ώστε να συνιστά «γνήσια απόγονο» των συγκεκριμένων δημιουργών. Αλλά αυτή είναι η άποψη της κ, Μπογιάνου και δεν μπορώ να κάνω κάτι πέρα από το να επισημάνω τις όποιες αντιρρήσεις και το σκεπτικό μου (όπως εξάλλου έκανα και σε εκτενές κριτικό σημείωμα εδώ). Όπως βέβαια δεν μπορώ και να μην επισημάνω ότι η Βίβιαν Στεργίου και η Ευγενία Μπογιάνου τυγχάνει να έχουν τον ίδιο εκδότη, άρα η αξιοπιστία του κριτικού σημειώματος της κ. Μπογιάνου για το βιβλίο της κ. Στεργίου, από μένα τουλάχιστον, αμφισβητείται, ειδικά όταν η ίδια επιλέγει να το έχει διανθίσει με τις αμετροέπειες που παρέθεσα. Διευκρινίζω, αν και θα έπρεπε να είναι κατανοητό, ότι αν η κ. Μπογιάνου, παρότι έχει τον ίδιο εκδότη με την κ. Στεργίου, δεν έγραφε αυτά που έγραψε στο κριτικό της σημείωμα, για εμένα τουλάχιστον, η αξιοπιστία του θα στεκόταν σημαντικά ενισχυμένη.
— Ναι, φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτό το copywriting που ανέφερα· ναι, φυσικά και κάποια κείμενα ξεχωρίζουν και φανερώνουν αγάπη και προσοχή προς το αντικείμενο. Το ΣΚ που μας πέρασε διέθετε το: «Από το Αυτεξούσιον στο Πανδαιμόνιον» (Εφ.Συν. 9-10/7/22) του Μ. Ζ. Κοπιδάκη για την ποιητική συλλογή του Αλέξη Καλοκαιρινού, Διπλό Παιχνίδι - Σπουδές στη Θεία Κωμωδία και τον Χαμένο Παράδεισο (Πόλις 2022). Όπως, πολύ με σκανδάλισε, θετικά, και το κείμενο του Μάριου Μπέγζου «Ιχνηλατώντας τον θρησκευτικό διεθνισμό» στην Καθημερινή (10/7/22) για το βιβλίο του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Θρησκεία και πολιτική στον Ορθόδοξο κόσμο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της νεωτερικότητας, (Επίκεντρο 2021).
— Ναι, η προσπάθειά μου να κρατώ αυτές τα σημειώματα κάτω από τις χίλιες λέξεις απέτυχε ξανά.