Διάβασα το «Αληθινά Ψεύδη» (Καθημερινή, 25-16/3/23) της Λίνας Πανταλέων. Η κ. Πανταλέων γράφει για το δοκίμιο του Κώστα Καβανόζη, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, (Πατάκης: 2022). «Η μελέτη εστιάζεται στη σύζευξη μυθοπλασίας και πραγματικότητας, στη σύμμειξη λογοτεχνικής και εξωκειμενικής αλήθειας. Δίχως την πραγματικότητα, η λογοτεχνία θα ήταν ανυπόστατη», γράφει η κ. Πανταλέων αναφερόμενη σε ένα συγκεκριμένο είδος που πραγματεύεται το δοκίμιο του Καβανόζη: το μυθιστόρημα τεκμηρίων. «Θεμελιακή μέριμνα της λογοτεχνίας είναι η αναπαράσταση του κόσμου και η απόδοση σε αυτόν ενός κρίσιμου νοήματος. [...] Η λογοτεχνία τεκμηρίων, στην οποία στα καθ’ ημάς μάς διαπαιδαγώγησε ο Θανάσης Βαλτινός, ενθέτει στον μύθο θραύσματα του αληθινού κόσμου. Η ένταξη μη λογοτεχνικών στοιχείων σε μια μυθοπλασία, επαναγράφει την πραγματικότητα. Ενταγμένο σε μια μυθοπλασία, το ντοκουμέντο, είτε παραχαραγμένο είτε γνήσιο, μεταστοιχειώνεται σε γλωσσική κατασκευή, δηλαδή σε λογοτεχνία. Ο Καβανόζης επισημαίνει πως στη λογοτεχνία τεκμηρίων αναδύεται ένας υβριδικός χώρος, όπου μυθοπλασία και πραγματικότητα “παύουν να έχουν μεταξύ τους διαχωριστικές γραμμές”. Καταλυτική για τη μεταστοιχείωση του πραγματικού σε λογοτεχνία, είναι η τεχνική της ανοικείωσης, που ανανοηματοδοτώντας το οικείο και το τετριμμένο, ενθαρρύνει μια ανύποπτη πρόσληψή τους. Η ανοικειωτική λειτουργία της λογοτεχνίας είναι βασικό ζητούμενο σε ένα μυθιστόρημα τεκμηρίων, το οποίο επιδιώκει να μεταστρέψει το αυθεντικό σε λογοτεχνικό ή, αλλιώς, να τεκμηριώσει λογοτεχνικά το γνήσιο».
Παρέθεσα αυτά τα κομβικά σημεία από το κείμενο της κ. Πανταλέων, γιατί θα ήθελα να προτείνω μια απάντηση στην ομολογουμένως ακατανόητη θέση της κ. Πανταλέων για τη χρήση της κυπριακής ντοπιολαλιάς: «Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει η κυπριακή διάλεκτος, η οποία, χωρίς φυσικά να θέλω να θίξω τις Κύπριες συγγραφείς που την υπηρετούν, δεν δείχνει ότι μπορεί να αφομοιωθεί λογοτεχνικά, δεν προσφέρεται ηχητικά ή ενδεχομένως να αντιστέκεται στη λογοτεχνική της επιμέλεια» («Τι γλώσσα μιλάει η ελληνική πεζογραφία;» Λίνα Πανταλέων, ο αναγνώστης). Θα ήθελα λοιπόν να προτείνω μια απάντηση κάνοντας χρήση στοιχείων από το δοκίμιο του Κώστα Καβανόζη. Με άλλα λόγια θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την κριτική της κ. Πανταλέων για το δοκίμιο του Καβανόζη ως απάντηση στην επίμαχη θέση της.
Η απάντησή μου βλέπει το εκάστοτε γλωσσικό ιδίωμα ως εξωλογοτεχνικό τεκμήριο, ως τεκμήριο της πραγματικότητας. Καλώ λοιπόν τον αναγνώστη να κοιτάξει την εκάστοτε ντοπιολαλιά, πρώτα και κύρια, ως «θραύσμα του αληθινού κόσμου». Με ποια όμως λογική συνιστά η ντοπιολαλιά, που δεν συνιστά τεκμήριο –όπως ένα γράμμα, ή ένα υπηρεσιακό έγγραφο, ή μια φωτογραφία, ή ό,τι άλλο έχουμε μάθει να βλέπουμε ως τεκμήριο– αλλά γλώσσα, κάτι εξωκειμενικό; Το γλωσσικό ιδίωμα συνιστά τεκμήριο προφορικότητας – μια προφορική μαρτυρία εξάλλου συνιστά κατ’ εξοχήν εξωλογοτεχνικό τεκμήριο. Η ντοπιολαλιά μπορεί να μην συνιστά μια συγκεκριμένη προφορική μαρτυρία, αλλά συνιστά, γενικά, προφορική μαρτυρία. Κατά την άποψή μου το ιδίωμα συνιστά το απόλυτο τεκμήριο προφορικότητας· τόσο απόλυτο μάλιστα που πολλές φορές δύναται να είναι σχεδόν ακατανόητο στον αναγνώστη που μπορεί να μοιράζεται τον πυρήνα μιας νεογλώσσας (sic) με τον συγγραφέα αλλά να στερείται τη γνώση του ιδιώματος. Η θέση μου λοιπόν, που βλέπει την ντοπιολαλιά ως τεκμήριο της πραγματικότητας υποστηρίζει ότι το εκάστοτε γλωσσικό ιδίωμα, με την ένταξή του στο πλαίσιο του μυθιστορήματος δύναται να «προβαίνει στην αναδιοργάνωση και ανασημασιοδότηση της πραγματικότητας» (σημειώστε ότι αυτή είναι φράση του Καβανόζη την οποία παραθέτει η κ. Πανταλέων στο κείμενο της Καθημερινής). «Μέσω των λέξεων, ο συγγραφέας κατασκευάζει μια μη “υπαρκτή στον αληθινό κόσμο πραγματικότητα”. Η λογοτεχνία, προκειμένου να συγκροτήσει μορφή, δομή και ύφος, εντέλει αισθητική, εγκιβωτίζει εξωγλωσσικά δεδομένα. Εξ ου και η αναγκαιότητα της αληθοφάνειας, καθώς συνιστά τον συνδετικό αρμό μεταξύ ενός μυθοπλαστικού έργου και του εξωκειμενικού κόσμου» γράφει και πάλι η κ. Πανταλέων στο κείμενο της Καθημερινής. Σας καλώ, πίσω από αυτά τα λόγια, να αναλογιστείτε τη χρήση της ντοπιολαλιάς που ως λογοτεχνία πλέον συγκροτεί «[...] μορφή, δομή και ύφος, εντέλει αισθητική [...]». Σας καλώ δηλαδή να αναλογιστείτε πόσο «προβαίνει στην αναδιοργάνωση και ανασημασιοδότηση της πραγματικότητας» η χρήση του τεκμηρίου της ντοπιολαλιάς σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ως συγκεκριμένο παράδειγμα σας καλώ τώρα να αναλογιστείτε την περίπτωση της Λουΐζας Παπαλοΐζου, στο Το Βουνί (Το Ροδακιό: 2021), που διατείνομαι ότι μπορεί να διαβαστεί και ως ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα τεκμηρίων. Παραθέτω από το δικό μου κριτικό σημείωμα («ΕΡΩΣΚΑΙΘΑΝΑΤΟΣ», Ιστός, 25/3/22): «Όλα γυρίζουν στη γλώσσα και όλα εκπηγάζουν από τη γλώσσα που όμως ενάντια στην υπερ-εκλογίκευση νοητικών λειτουργιών έχει ως κέντρο της το προφανές: το σώμα. Η Παπαλοΐζου κατασκευάζει το ενδιάμεσο κεφάλαιο της ντοπιολαλιάς ως προφορική γλώσσα που εκπηγάζει από το σώμα. Η αναλυτική νεοελληνική στέκεται εδώ ως αντίβαρο της προφορικής σωματικότητας· στέκεται ως τίμημα που πληρώνει το έλλογο στην πορεία του προς τη γνώση. Η πτώση [...] της καθομιλουμένης από έναν όλβιο, παρά τις όποιες κακουχίες, προνεωτερικό κόσμο απτής σωματικότητας στον κόσμο της προόδου, νοηματοδοτείται εκ νέου καθιστώντας την πτώση, γνωσιακή άνοδο. [...] Η εποπτεία της νεοελληνικής γλώσσας σε αναλυτικότητα και γενικεύσεις πληρώνει το τίμημα της αποκοπής από αυτή τη μεστή σωματικότητα της καθομιλουμένης ντοπιολαλιάς που δεν παύει να είναι μια γλώσσα χωρίς αναστοχαστικές λειτουργίες· μια γλώσσα δράσης και όχι θεωρίας». [...] Δεν θεωρώ επουδενί υπερβολικό να πω ότι αυτές οι εκατό σελίδες της ντοπιολαλιάς που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο μέρος του βιβλίου, και που σίγουρα προβληματίζουν τον αναγνώστη στην Ελλάδα, διαβάζονται και ακούγονται σαν αυτό το «ΕΡΩΣΚΑΙΘΑΝΑΤΟΣ» του τζίτζικα. Διάβασα το κεφάλαιο αυτό δύο φορές χωρίς να καταφύγω ιδιαίτερα στο γλωσσάρι που βρίσκεται στο τέλος τού βιβλίου και με συνεπήρε. Ένα βασικό κριτήριο για το αν τέτοιου είδους τακτικές λειτουργούν στο πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι αν μπορεί ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει τη ντοπιολαλιά, αλλά γνωρίζει τη γλώσσα πάνω στην οποία στηρίζεται, να το διαβάσει χωρίς γλωσσάρι. Αυτό δεν είναι κάτι αδύνατο καθότι ο Θανάσης Βαλτινός και ο Σωτήρης Δημητρίου το πετυχαίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό – αν και τέτοιες δηλώσεις ενέχουν πάντα και έναν βαθμό υπερβολής. Δεν θα σας πω όμως αυτά τα τετριμμένα που αναφέρονται συνήθως για τη «μουσικότητα της γλώσσας» (παρότι το υπαινίσσομαι με την αναφορά στο τερέτισμα)· δεν θα σας πω ότι την καταλαβαίνει ο Έλλην αναγνώστης όπως καταλαβαίνει τη νεοελληνική. Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελα να προτείνω: αυτές οι εκατό σελίδες, πέρα από το πραγματολογικό/μυθιστορηματικό ενδιαφέρον τους –πέρα από τη γλαφυρή απεικόνιση της ζωής που αποκομίζει ο αναγνώστης σε ένα πρώτο επίπεδο– λειτουργούν και ως μηχανισμός ανοικείωσης από τη νεοελληνική γλώσσα. Λειτουργούν ως μαύρος καθρέφτης (Claude glass) που καθαρίζει την αντιληπτικότητα του αναγνώστη ώστε το κεφάλαιο που ακολουθεί μετά [...] να διαβάζεται με εξαιρετική ορμή και ζωτικότητα. Είναι εντυπωσιακό πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνεται κανείς μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του προφορικού ιδιώματος του δεύτερου μέρους τον ίδιο ακριβώς κόσμο που αμέσως μετά περιγράφει σε άπταιστα νεοελληνικά ο φιλέλληνάς Σουηδός αρχαιολόγος, καθότι και τα δύο μέρη αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο. Η Παπαλοΐζου οικοδομεί αριστοτεχνικά τη διαφορά των δύο κόσμων (ειδομένους εδώ ως umwelten) που ενδημούν οι ίδιοι άνθρωποι».
Είναι λοιπόν η θέση του Κώστα Καβανόζη, έτσι όπως τη μεταφέρει η Λίνα Πανταλέων, που με έκανε να διακρίνω ότι είχα προτείνει κάτι ανάλογο χωρίς όμως το θεωρητικό εργαλείο του εξωλογοτεχνικού τεκμηρίου.
Συνοψίζω συνενώνοντας όλα τα στοιχεία που σας έχω παραθέσει: Το γλωσσικό ιδίωμα λειτουργεί πλήρως ανοικειωτικά, όχι όμως για το ίδιο, καθώς όπως είπα το ίδιο δύναται να είναι εντελώς ανοίκειο, αλλά για τη νεοελληνική γλώσσα που με τη σειρά της καλείται μέσα από τη μυθοπλασία να στοιχηθεί μαζί του με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο: να αναδείξει την υπεροχή της: η νεοελληνική, όπως κάθε νεογλώσσα (sic), κερδίζουν σε αναλυτικότητα εις βάρος πάντα της εγγενούς προφορικότητας και σωματικότητας του ιδιώματος. Το ιδίωμα στερείται αναλυτικών και αναστοχαστικών διευκολύνσεων καθώς κατάγεται από μια προνεωτερική κοινωνία που προάγει την πράξη στη θέση των λόγων. Έτσι, ο χαρακτήρας τεκμηρίου που αποδίδω στο ιδίωμα ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι υφίσταται, ουσιαστικά, μόνο εξωλογοτεχνικά· το ιδίωμα δεν διαβιοί σε γραπτή μορφή. Σκοπός λοιπόν του συγγραφέα που καταφεύγει στο τεκμήριο της ντοπιολαλιάς είναι να καταφέρει να το εντάξει δόκιμα στη μυθοπλασία – όπως πιστεύω ότι πράττει η Παπαλοΐζου. Το ιδίωμα, θεωρητικά, είναι το κατεξοχήν ανοίκειο/οικείο τεκμήριο. Ανοίκειο, γιατί πλέον έρχεται είτε από το παρελθόν είτε επειδή ανήκει στην προφορική παράδοση στενών χωρικών ορίων κάποιας κοινότητας, και, οικείο, γιατί συνιστά υπόβαθρο της νεοελληνικής. Εναπόκειται λοιπόν κάθε φορά στον συγγραφέα το αν θα πετύχει μια δημιουργική ώσμωση ανάμεσα στη νεογλώσσα (sic) και το ιδίωμα για να υπηρετήσει το καλλιτεχνικό του όραμα. Γράφει η κ. Πανταλέων στην Καθημερινή: «Η ένθεση εξωλογοτεχνικών τεκμηρίων εντός του λογοτεχνικού κειμένου, μεθοδεύει “μια πρωτοφανέρωτη αποτύπωση εκείνου που έχει ήδη συμβεί”. Το μυθοποιημένο τεκμήριο προτείνει την εκ νέου νοηματοδότηση “της εξωλογοτεχνικής πραγματικότητας της οποίας αποτελούσε κάποτε και αυτό μέρος”».
Δηλαδή, αυτό ακριβώς που πετυχαίνει η Παπαλοΐζου στο Βουνί με το «μυθοποιημένο» τεκμήριο της ντοπιολαλιάς.