Δεν θα σκεφτόταν ποτέ κανείς να τους βάλει δίπλα - δίπλα, αλλά τους έβαλε η ίδια η ζωή. Το τέλος της δηλαδή. Ή έστω η ανακάλυψη και η είδηση του τέλους της. Ο Τζιν Χάκμαν έζησε λίγο περισσότερο από 95 χρόνια, ο Αλέξης Κούγιας λίγο περισσότερο από 74. Το νεκρό σώμα του Τζιν Χάκμαν, που πιθανολογείται ότι ήταν ήδη νεκρό για καμιά δεκαριά μέρες, ανακαλύφθηκε στις 27 Φεβρουαρίου (“Hackman was found dead in a mudroom and his wife was found dead in a bathroom next to a space heater, Santa Fe County Sheriff’s Office detectives wrote in a search warrant. A dead German shepherd was found in a bathroom closet near Arakawa, police said. Two healthy dogs were found on the property”). Ο θάνατος του Αλέξη Κούγια έλαβε χώρα την 28η Φεβρουαρίου και έγινε γνωστός γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, την ίδια ώρα που στα μεγαλύτερα συλλαλητήρια της Μεταπολίτευσης σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού διαδήλωνε σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού, με κυρίαρχο το αίτημα για απονομή δικαιοσύνης.
Το γεγονός ότι το άγγελμα του θανάτου τους μας βρήκε την εποχή που η ελληνική επικαιρότητα μονοπωλείται από την υπόθεση των Τεμπών, η οποία καταπίνει ακόμα και παγκόσμιες κοσμογονίες σαν αυτή που έχει φέρει η εκλογή του Τραμπ (όπως άλλωστε επεσήμανε για τους εντελώς δικούς του σκοπούς και ο Μάκης Βορίδης), είχε ως συνέπεια να μας απασχολήσει σημαντικά λιγότερο απ΄ ό,τι θα μας απασχολούσε σχεδόν σε οποιαδήποτε άλλη λιγότερο φορτισμένη χρονική περίοδο και πάντως όχι παραμονή και ανήμερα των συλλαλητηρίων. Ειδικά δηλαδή για τον Αλέξη Κούγια, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αποτελούσε το πρώτο σοσιαλμιντιακό θέμα, τουλάχιστον στο σόσιαλ της μέσης ηλικίας, όπως το Facebook και το Χ.
Αφού όμως τους έβαλε δίπλα - δίπλα η σύμπτωση, κι αφού πολλές φορές οι συμπτώσεις, εκτός απ’ το να ανοίγουν στη ζωή μας δρόμους τους οποίους κανονικά δεν θα παίρναμε, ανοίγουν και δρόμους προς τους οποίους δεν θα πήγαινε ποτέ μόνη της η σκέψη, ας δοκιμάσουμε να τους βάλουμε δίπλα - δίπλα κι εδώ. Ζήσαμε μαζί και με τους δύο για δεκαετίες. Με μια πολύ μεγάλη όμως διαφορά, καθώς έχουμε να κάνουμε με δύο διακριτά είδη διαρκούς επικαιρότητας: Ο Χάκμαν είχε αποσυρθεί, έχοντας είκοσι ολόκληρα χρόνια να κάνει σινεμά και ακόμα περισσότερα να παίξει σε σημαντική ταινία («Οι Υπέροχοι Τενενμπάουμ», 2001). Αλλά αυτή ακριβώς είναι η διαρκής επικαιρότητα του σινεμά. Για την ακρίβεια αυτή είναι η διαρκής επικαιρότητα του σινεμά των μεγάλων ταινιών. Από την μια το ότι μπορείς ανά πάσα στιγμή να επανέλθεις σε αυτές, είτε πέφτοντας πάνω τους είτε αναζητώντας τες, από την άλλη το ότι κουβαλάς το αποτύπωμά τους, δεν σε εγκαταλείπουν, μπορεί να έχεις να τις δεις πάρα πολλά χρόνια, αλλά είναι σαν να τις είδες χθες. Κι ακόμα κι αν τα υπόλοιπα κομμάτια τους υποχωρούν και ξεθωριάζουν κάπως απ’ τη μνήμη και ίσως ένας από τους λόγους που τις ξαναβλέπουμε δεν είναι μόνο το πόσο τις αγαπάμε αλλά κι ότι δεν τις θυμόμαστε κι απ’ έξω, δύο πράγματα είναι που μένουν ακλόνητα: αφενός η γενική τους αίσθηση και αφετέρου η σχέση που δημιουργήσαμε με τους πρωταγωνιστές τους. Ο χρόνος που περάσαμε μαζί τους ήταν ο ορισμός του πυκνού χρόνου: συνδεόμενοι με τους ήρωες που υποδύονται και την ιστορία τους, συνδεθήκαμε ταυτόχρονα και με τους ηθοποιούς που τους υποδύονται, με αποτέλεσμα να γίνουν στο μυαλό μας ένα αξεχώριστο ένα.
Αντίθετα η επικαιρότητα του Αλέξη Κούγια ήταν η κυριολεκτική, η εντελώς κυριολεκτική, καθώς έβρισκε τρόπο να είναι διαρκώς εντελώς μέσα της, είτε όντας δικηγόρος στις πιο μεγάλες δίκες που σκανδάλιζαν την κοινή γνώμη, είτε με την παθιασμένη παραγοντική ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο, είτε ακόμα και με εξώδικα που έστελνε και μετά δημοσιοποιούσε από το δικηγορικό του γραφείο, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους όταν κάποιος είχε προσβάλει την τιμή και την υπόληψή του ή είχε εν πάση περιπτώσει υποπέσει σε άλλου τύπου λεκτικά ολισθήματα, τα οποία καλούνταν να ανασκευάσει. Ήταν περισσότερο παρών από οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό του, όντας πέραν από κάθε αμφιβολία ο μεγάλος σταρ της ελληνικής δικηγορίας. Βασικά είχε πάρει το πιο διανοουμενέ και πιο συναινετικό σταριλίκι που είχε ο προκάτοχός του στο νούμερο ένα των ποινικολογικών τσαρτ Αλέξανδρος Λυκουρέζος και το είχε μεταλλάξει επενδύοντας σε μια αέναη, ακούραστη και εντελώς γνήσια συγκρουσιακότητα, δημιουργώντας τον δικό του ζωτικό χώρο. Δεν είναι δηλαδή ότι το κενό του θα έρθει να το καλύψει τώρα κάποιος άλλος. Όσο σωστό είναι ότι η φύση απεχθάνεται τα κενά, άλλο τόσο είναι πως μερικοί άνθρωποι δημιουργούν τους δικούς τους χώρους και το ότι τους κατοίκησαν εκείνοι δεν σημαίνει ότι μπορεί να τους κατοικήσει ο καθένας. Όποιος άλλος και να γίνει ο νούμερο ένα, θα είναι κάτι άλλο. Κούγιας δεν θα είναι. Γιατί ο Αλέξης Κούγιας έγινε ο νούμερο ένα σταρ, διαπρέποντας όχι ως ήρωας, αλλά ως ένα είδος αντιήρωα. Αυτή ήταν η ιδιαιτερότητά του, το ιδίωμά του, το στίγμα του. Δεν ήταν κάτι που συνέβη παρά τη θέλησή του, ούτε όμως και κάτι που επεδίωξε. Εκείνος με το να συγκρούεται τρεφόταν. Και συγκρούστηκε από την αρχή ως το τέλος. Λυσσαλέα.
50 χρόνια δικηγορικής παρουσίας, με περισσότερες από 25.000 δίκες στο βιογραφικό του. Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Netflix “Αmerican Manhunt: Ο. J. Simpson” ο Καρλ Ντάγκλας, μέλος της πολυμελούς υπερασπιστικής ντριμ τιμ που τελικά αθώωσε τον Σίμπσον, λέει πως το πιο επικίνδυνο μέρος που μπορείς να βρεθείς είναι ανάμεσα σε έναν ποινικολόγο και σε μια κάμερα που τον τραβάει όταν κάνει δηλώσεις, γιατί τίποτα δεν μπορεί να σταθεί ανάμεσά τους. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες δικηγόρων: στην μία βρίσκονται όσοι ασχολούνται ενεργά με την ποινική δικηγορία δικών μεγάλου δημοσίου ενδιαφέροντος και στην άλλη όλοι οι υπόλοιποι. Οι θετικές και οι αρνητικές ποιότητες που απαιτεί να έχεις η πρώτη έχουν μικρή τελικά σχέση με όσα σπούδασες και με όσα ασχολείσαι ως δικηγόρος της άλλης κατηγορίας. Leading men. Πρωταγωνιστές. Και ταυτόχρονα σκηνοθέτες και σεναριογράφοι των αφηγήσεων γύρω απ΄ τις οποίες προσπαθούν να επικεντρώσουν και να σπινάρουν την κάθε μεγάλη υπόθεση, την κάθε μεγάλη δίκη, τις οποίες εκδικάζουν στα ακροατήρια, στα γραφεία των ανακριτών και κατεξοχήν και στο δικαστήριο της κοινής γνώμης.
Αλλά όσο ποινική δικηγορία ήταν ο Κούγιας, άλλο τόσο και ποδόσφαιρο. Είναι αμφίβολο αν το φαινόμενο της μεταγραφής παραγόντων και ιδιοκτητών απαντάται σε άλλη χώρα και πάντως σε τέτοια έκταση. Ο Αχιλλέας Μπέος, όπως και ο Μάκης Ψωμιάδης στο παρελθόν, είναι τα άλλα παραδείγματα που έρχονται στο νου. Ο Γιάννης (aka Γιαννάκης) Παπαδόπουλος είναι πιο εξειδικευμένη περίπτωση. Αλλά οι ομάδες στις οποίες πρόλαβε να είναι είτε παράγοντας, είτε ιδιοκτήτης, είτε πρόεδρος ο Αλέξης Κούγιας φέρνουν πραγματικά ζάλη: φυσικά Άρης Πετρούπολης, αλλά και Ιωνικός, Αιγάλεω, πάρα πολλή επαρχία με Λάρισα, Γιάννενα, Βέροια, Παναχαϊκή, Λαμία, Κόρινθο, λίγος Ηρακλής, πρόεδρος κοτζάμ ΑΕΚ, αντιπρόεδρος κοτζάμ Ολυμπιακού.
Ακόμα κι αν τον αντιπαθούσες (και χωρίς να έχω πορίσματα κάποιας δημοσκόπησης της κοινής γνώμης, η αυστηρά προσωπική μου αίσθηση είναι πως το συντριπτικά στατιστικά πιθανότερο ήταν να τον αντιπαθούσες), σου έδινε την αίσθηση ότι στη πολύ στραβή σου είναι καλό να τον είχες στο πλευρό σου. Κι ίσως δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο για τον ίδιο, απ’ το ότι σε μια από τις πάρα πολύ τελευταίες υπόθεσεις της ζωής του, τον προσέλαβε για να τον υπερασπιστεί ο ΠΑΟΚ, οι φίλοι του οποίου έβγαζαν φλύκταινες μαζί του. Ο Αλέξης Κούγιας ήταν μια δύναμη της φύσης. Η φωτεινότητα ή σκοτεινιά της δύναμής του θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί, αυτή καθαυτή η δύναμη όμως όχι.
Αν ο Αλέξης Κούγιας διέτρεχε τη ζωή μας ενώνοντάς μας ως οιονεί αντιήρωας, ο Τζιν Χάκμαν την διέτρεχε ενώνοντας μας ως κινηματογραφικός ήρωας. Θα ήταν αστείο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Χάκμαν δεν είχε ερμηνευτική γκάμα, αλλά εκείνο που ίσως ισχύει είναι ότι στους μεγάλους σταρ του κινηματογράφου υπάρχει κάτι ακόμα πιο ισχυρό από την γκάμα τους: η αύρα τους. Υπάρχει κάτι ακόμα πιο ισχυρό από το πόσο καλοί ηθοποιοί είναι: το πόσο σταρ είναι. Πανάκριβες κινηματογραφικές παραγωγές και έργα ζωής σημαντικών κινηματογραφικών δημιουργών ακουμπούν πάνω τους. Λένε τώρα κουβάλησέ μας. Δώσε πρόσωπο στην ιστορία μας. Ας πούμε ότι το σταριλίκι -το σταριλίκι το εσωτερικά εκπεμπόμενο και όχι το ντιβιλίκι- είναι μια έκλυση ακαταμάχητης γοητείας που ξεφεύγει τόσο από το ερωτικό όσο και από το φιλικό. Το μη ακριβώς περιγράψιμο με λόγια που ήταν ο Τζιν Χάκμαν. Η έντασή που έφερε. Η φωνή του στα αυτιά μας. Το ύφος του. Το όλον του. Gravitas. Εκτόπισμα. Μια μη τοξική αρρενωπότητα.
Στη συγκλονιστική «Συνομιλία» του Κόπολα, στο πόσο ευλογημένος είσαι αν το δεις έφηβος “Mississippi Burning” του Άλαν Πάρκερ, στους τόσο απλούς και τόσο πολυεπίπεδους μαζί «Ασυγχώρητους» του Ίστγουντ, στους «Υπέροχους Τενενμπάουμ» του Γουές Άντερσον (το λήμμα απ’ τη Wikipedia ό,τι πιο γουεσαντερσονικό: “Together with undersea archaeologist Daniel Lenihan, Hackman wrote three historical fiction novels: Wake of the Perdido Star (1999), a sea adventure of the 19th century; Justice for None (2004), a Depression-era tale of murder; and Escape from Andersonville (2008) about a prison escape during the American Civil War”), στον «Άνθρωπο από τη Γαλλία» του Γουίλιαμ Φρίντκιν, στο σπαρακτικά διαπεραστικό «Σκιάχτρο» του Τζέρι Σκάτζμπεργκ, στο «Μπόνι και Κλάιντ» του Άρθουρ Πεν, στο εθιστικό “Hoosiers” του Ντέιβιντ Άνσποοου, στο “Τhe Firm” του Σίντνεϊ Πόλακ («Η διαφορά μεταξύ φοροαπαλλαγής και φοροδιαφυγής είναι: Α. Ό,τι πει κάθε φορά η εφορία. Β. Ένας ικανός δικηγόρος. Γ. Δέκα χρόνια φυλακή. Δ. Όλα τα παραπάνω»), στα “Crimson Tide” και “Enemy of the State” του Τόνι Σκοτ, στο δεύτερο μια νέα τεχνολογική γενιά παρακολούθησης μετά τη «Συνομιλία»: «Γιατί έγινε όλος αυτός ο χαμός; “Because you made a phone call”».
Σε όλα αυτά και όχι μόνο σε αυτά: ο Τζιν Χάκμαν παραήταν παρών στη ζωή μας για να μην θεωρήσουμε ότι ήταν ένας άνθρωπος εντελώς δικός μας.