— Quote της εβδομάδας: «Δεν έχω αποφασίσει αν θα πάει και 4η σεζόν το Maestro».
Τάδε έφη Χριστόφορος Παπακαλιάτης στην εκπομπή «Στούντιο 4» (ΕΡΤ1, 27/12/24). Ο Μόργκαν Φρίμαν δεν έχει πάρει ακόμα θέση.
— Καραγάτσης, Βακαλόπουλος, Καζαντζίδης. Τρία ονόματα από το παρελθόν, που είχαν την τιμητική τους τη χρονιά που εκπνέει σήμερα. Χρονολογίες θανάτων: 1960, 1993, 2001. Για τους «Κα», οι αφορμές που τους έφεραν στο φως της δημοσιότητας είχαν μάλλον να κάνουν με την «τοξική πατριαρχία» – οι λόγοι: ένα άρθρο και μια ταινία. Ο Βακαλόπουλος, αστέρι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τους άλλους δύο, επανήλθε στο προσκήνιο ένεκα επανέκδοσης του συγγραφικού του έργου. Ούτε αυτός γλίτωσε το έμφυλο κόσκινο.
Για την περίπτωση Καζαντζίδη αναφέρω ενδεικτικά δύο αντιδιαμετρικές θέσεις: «Πίσω απ' τους στίχους» (Τα Νέα, 28/12/24), του Γιάννη Χ. Παπαδόπουλου.
Παραθέτω:
«Στο σινεμά που είδαμε το “Υπάρχω”, οι θεατές σιγοτραγουδούσαν τα τραγούδια του Καζαντζίδη μέσα στην αίθουσα. Αναρωτιόμουν, ακούγοντάς τους, πώς μεταβολίζουμε στο σήμερα τη μουσική του και όσα αυτή εκπροσωπεί. Μιλάμε για το μεγαλείο της ερμηνείας του, αλλά σπανίως ακούμε κάτι για τον μισογυνισμό, τον σεξισμό και την πατριαρχική αντίληψη που αναδύεται μέσα από τα τραγούδια του. Σε πολλά κομμάτια που ερμήνευσε, οι στίχοι, με την ωμή προσήλωσή τους στη φαλλοκρατική αντίληψη της εποχής, σήμερα μοιάζουν περισσότερο με λείψανα μιας κοινωνίας που πάλευε να διατηρήσει τις πατριαρχικές της ρίζες. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως υποτακτικές φιγούρες, άψυχες διακοσμήσεις στη ζωή ενός “βασανισμένου” άνδρα, ενώ ο ανδρισμός εξυψώνεται με μια υπερβολή που πλέον μοιάζει άτοπη. Αυτό το αναμάσημα στερεοτύπων, αντί για καλλιτεχνική δημιουργία, αποπνέει έναν άβολο αναχρονισμό. Όταν οι στίχοι αυτοί αναπαράγονται στις μέρες μας, η αίσθηση είναι ξεκάθαρη: το cringe υπερτερεί της καλλιτεχνικής αξίας».
Και «Υπάρχει η χώρα του “Υπάρχω”» (Καθημερινή, 29/12/24), του Μιχάλη Τσιντσίνη.
Παραθέτω:
«[...] Λογίζεται ακόμη ως στερεότυπο του “βαρέος” άνδρα, του σκληραγωγημένου από τις κακουχίες, που θέλει να πάρει “σκλάβες” τις “ζωές” των ερωτικών του θηραμάτων. O βάρδος όμως που τραγουδούσε για τους άνδρες που ήθελαν να αποσυρθούν σε μια γωνιά, να πιούν και να κλάψουν μόνοι, απενοχοποιούσε το ανδρικό συναίσθημα. Σε μια εποχή που οι άνδρες δεν επιτρεπόταν να κλαίνε, ο Καζαντζίδης νομιμοποιούσε την ευθραυστότητά τους μέχρι μαζοχιστικής απολαύσεως (“διώξε με, και μη λυπάσαι”). Τους επέτρεπε να αισθάνονται “πληγωμένα αηδονάκια” που “τους πήραν τη φωνή” και αγριολουλουδάκια πάνω σε επισφαλείς μίσχους. Ο σκληρός έδινε στους ομοφύλους του την άδεια να έχουν θηλυκά αισθήματα. Αυτή η αισθηματική αγωγή βρήκε τις κορυφές –ή μάλλον τα έγκατα– του υπαρξιακού ιλίγγου (“στο θολωμένο μου μυαλό, ο κόσμος είναι μια σταλιά”) όταν ανέλαβε να την αρθρώσει, ορθοτομώντας τη με τα διαυγή ελληνικά του, ο Άκης Πάνου, ο γυμνός λυρισμός του οποίου μπορεί να επιζήσει χωρίς τον λώρο με τα κοινωνικά του συμφραζόμενα».
Διαλέγετε και παίρνετε. Αμφότερες αναγνώσεις φαντάζουν επιεικώς κωμικές. «Όταν οι στίχοι αυτοί αναπαράγονται στις μέρες μας, η αίσθηση είναι ξεκάθαρη: το cringe υπερτερεί της καλλιτεχνικής αξίας», γράφει ο κ. Παπαδόπουλος. Δεν απαιτείται ανάλυση της γλώσσας για να φτάσει κανείς στο cringe. Το cringe στον Καζαντζίδη είναι «αδιαμεσολάβητο», για να μιλάω και με όρους της εποχής. Το προκαλεί το αισθητικό φαινόμενο από μόνο του, δεν απαιτείται να αναλύσει κανείς τη γλώσσα: «Όπως τονίζει η φεμινίστρια και κριτικός της γλώσσας Audre Lorde, η γλώσσα είναι ένα ισχυρό όπλο, ένα εργαλείο που μπορεί να ενισχύσει την κυριαρχία των αφεντικών ή να υπονομεύσει τις κοινωνικές ανισότητες», γράφει στη συνέχεια ο κ. Παπαδόπουλος. Η έννοια «αφεντικό» στο συγκείμενο «Καζαντζίδης» φέρνει ένα χαμόγελο συγκατάβασης στα χείλη μας.
Ο κ. Τσιντσίνης ολοκληρώνει τον συλλογισμό του: «Ο υπόλοιπος κόσμος του Καζαντζίδη όμως –η χώρα όπου όντα αδικημένα και κυνηγημένα τρώνε πικρό ψωμί και μολογάνε πίκρες– υπάρχει σήμερα μόνο ως καρικατούρα της παλιάς θυματοποίησης. Υπάρχει και ανακυκλώνεται μόνο ως καθήλωση στη συλλογική αυτολύπηση ενός “πάντοτ’ ευκολοπίστευτου και πάντα προδομένου” λαού – καταδικασμένου στην πλάνη και στην αποτυχία. Το γεγονός ότι αυτή η κακοποιημένη (και ενίοτε κακοποιητική) Ελλάδα επιστρέφει στην οθόνη σαν ποπ ρομάντζο είναι ένδειξη υγιούς μεταβολισμού».
Ας επανέλθω όμως στην τριπλέτα. Έχει κανείς αμφιβολία ότι οι Καραγάτσης, Βακαλόπουλος και Καζαντζίδης θα συνεχίσουν να απασχολούν, ολοένα και λιγότερο, το κοινό αισθητήριο; Έχει κανείς αμφιβολία ότι και οι τρεις έχουν παραγάγει έργο που πλέον μόνο ως έργο εποχής δύναται να κατηγοριοποιηθεί; Οι συζητήσεις εξάλλου για το πρόσωπό τους, ως συνεπείς μανιερισμοί, απασχόλησαν, έντονα ίσως, λίγους, για σύντομο χρονικό διάστημα. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος ήταν περισσότερο σύμπτωση θυμικών και αλγοριθμικών παραγόντων –πάντα υπό το άχθος της ακόρεστης παραγωγής περιεχομένου– παρά λόγω ουσιαστικής ανάγκης να αναστοχαστούμε το έργο τους. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι οι συγκεκριμένες έριδες δεν πρόσθεσαν νέα γνώση για το ποιόν του έργου ή των δημιουργών – μηρυκάστηκαν θέσεις του παρελθόντος, έπεσαν ξανά μερικές τροχιοδεικτικές βολές από το αρκεβούζιο των έμφυλων ταυτοτήτων και διατυπώθηκαν αβάσταχτα πολλές απόψεις. Οι απόψεις πάντως πολύ σπάνια ανέρχονται στο επίπεδο νέας γνώσης.
Στο τέλος, τα όποια κέρδη, υπήρξαν μάλλον κυριολεκτικά για τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών – και η ταινία του Τσεμπερόπουλου φαίνεται να πηγαίνει καλά. Το ευρύ κοινό εισέπραξε, για ακόμη μια φορά, περιχαράκωση, απομονωτισμό, ψηφιακούς θανάτους – όλα έμπλεα διαφημίσεων και άφθονου σοσιαλμιντιακού «ποπ-κορν». Εικάζω ότι κάπου ελλοχεύει και ένα δοκίμιο για τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τα κλειστά γκρουπ του Φέισμπουκ με τις πόλεις-κράτη, έτσι όπως αυτές/α αναγεννιούνται μέσα από την τέφρα τους. Όπως σε κάθε συζήτηση –πολιτική ή πολιτιστική–, που διεξήχθη την τελευταία δεκαετία, το κοινό επιδόθηκε και πάλι στον ηδονικά νοσηρό συγκερασμό του διχασμόμετρου (sic). Ποιοι είναι μαζί μας· ποιοι στέκονται απέναντι – εχθροί. Αν οι πρόσφατοι διαξιφισμοί αξιώνουν ερείσματα σε βαθύτερους διχασμούς, τόσο το καλύτερο. Όπως κι αν το κάνουμε άλλη χάρη έχει ο ακροκεντρώος, όταν ανακαλύπτει κανείς ότι είναι και θαυμαστής του Καραγάτση ή/και του Καζαντζίδη. Ο νους αυνανίζεται, τρόπον τινά, με το να κατασκευάζει θεωρίες.
Μετράμε όμως πλέον και τον χρόνο διαφορετικά: με το πότε διαγράψαμε –κυριολεκτικά και μεταφορικά– τον τάδε ή τη δείνα από τις ζωές μας, καθώς όλες και όλοι τείνουμε, στο πανηγύρι κοινωνικής δικτύωσης, να ταυτιζόμαστε με τις απόψεις μας. Με άλλα λόγια, διαγράφουμε άγνωστους και μας διαγράφουν άγνωστοι. Δυστυχώς, τα όποια άβατάρ μας δεν είναι ευσύνοπτες καρικατούρες της εμφάνισής μας, αλλά τερματικά σημαίνοντα που προσδιορίζουν κάθε έκφανση της προσωπικότητάς μας. «Χαίρε βάθος ρηχό», όπως γράφει και πρωτοεμφανιζόμενος λογοτέχνης. Καλή χρονιά, βέβαια.