Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ο Τζώτζης

Το 1989, υπήρξε έτος παράδοξο, ολικής καταστροφής. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός υπέστη σεισμό, κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν, και ο βίος που επέλεξα ήταν αντάξιος μιας οδικής διακλάδωσης από την Πέλλα στο χωριό μου: την έλεγαν «μηδέν». Ζούσα στο πατρικό σπιτάκι της οικογένειας, υπό ποικιλία επαγγελμάτων, και το μόνο αξιοθέατο, μια γούρνα με χρυσόψαρα, ήταν τόπος σφαγής των, επειδή είχαμε νικήσει με καλάθι του Καμπούρη την Σοβιετικής Ένωση στο μπάσκετ και η νεολαία του χωριού Αγροσυκιά, όπου ο παπάκος μου ήταν δάσκαλος στον μεσοπόλεμο, είχε βυθιστεί στο νερό της αλαλάζοντας και ο πληθυσμός των χρυσόψαρων και των κουτόψαρων υπέστη γενοκτονία.

Είχαμε καταφύγει οικογενειακώς στην πατρική ντάτσα, μεταφέροντας απλώς το φροντιστήριο μιας κινηματογραφικής ταινίας ονόματι «Δοξόμπους» και το γειτονάκι μας ο Γώγον που είχε σύνδρομο Ντάουν ζαλώνονταν περιχαρής ασπίδες, κράνη, δόρατα και σουσάνια, και φύλαγε ευτυχής το χωριό. Στην Αγροσυκιά, κι ενώ μάθαινα να πήζω τυρί και να ταΐζω οικόσιτα ζώα, μαζί με σκυλάκια και γατάκια, είχαμε ευτυχώς κοινωνική ζωή, καθώς ήρχονταν και μας έβλεπαν καλόγεροι, φωτογράφοι, παιδικοί φίλοι και ο Κώστας Ζουράρις. Αργότερα μετακομίσαμε πιο κοντά στο Μηδέν σε μία εγκατελελειμένη σπιταρώνα, που διέθετε απ΄ όλα τα αγαθά με έναν ιδιότυπο καταμερισμό προϊόντων και δράσεων. Εκεί, ανέβηκα σε ελικόπτερο για ένα ντοκιμαντέρ, αλληλογραφούσα με την Τώνια Μαρκετάκη, κάναμε πολλές φιλίες με το χωριό και ο Τάκος, η Γκλόρια Μούντι, ο Αστέρης, ο Μάσιμο, ο Ταρζάν, ένας τυφλοπόντικας, η Βουβούκα, η Αστραχάν και πολλά ακόμη ζωντανά, μας πλαισίωναν, συν τα ζαρζαβάτια και οι κουνελομητέρες και τα παπάκια που συνέβαλαν στην διατροφή μας.

Η σπιταρώνα διέθετε χώρους πολλούς και μεταφερθήκαμε δύο ζευγάρια στο σαλόνι της, παίζοντας υπό άκρα απελπισία, ουίστ και πλήθος παιχνιδιών με τραπουλόχαρτα, ενώ από περιέργεια μας ήρχονταν επισκέπτες - ένας δήμαρχος, ένας νομάρχης, ένας που έγινε βουλευτής και με αποκαλούσε «Σπύρο Σακκά» λόγω κατατομής. Ντυμένοι με αποφόρια κινηματογραφικής παραγωγής, μας επισκέπτονταν συχνά ο συμμαθητής μου από το νηπιαγωγείο, ο Βρίλλης και το πιο χαρακτηριστικό αξιοθέατο ήταν ένα γριβάδι κοντά δέκα κιλά, που μετά βίας χωρούσε σε ένα ενυδρείο (το ίδιο που τραγούδησε ο Τζίμης Πανούσης όταν το πρωτοείδε) που ο συγχωριανός ο Στέφος βλέποντάς το ανέλαβε να το βάλει στη γούρνα του χωριού, αν και ουδέποτε το ξαναείδα και μάλλον το ήφαγαν μαζί με σαλιγκάρια και μανιτάρια και καραβίδες από το Κοτζά-Ντερέ, που μαζί με παστουρμά, σισλίκια και πατάτες, ήταν η κύρια τροφή μας.

Μία των ημερών, ο Βρίλλης έφερε μαζί του τον Τζώτζη. Τα βράδια μαζεύονταν κόσμος πολύς και μιλούσαμε για όλα τα πάντα, κάθε τύπου, διαμετρήματος και διαμέτρου. Ο Τζώτζης ήταν κάτοικος Αυστραλίας και τακτικός επισκέπτης της χώρας μας, με ιδιαιτερότητες. Σοβαρός, ραδινός, αμίλητος, με κιθάρα, πλαισιώνονταν από πλήθος θρύλων, με βασική πηγή τον Φροντσίνη που ήταν μαρμαράς στο «μηδέν» και τον ήξερα από περιδέσεις πληγών σε νοσοκομεία, καθώς συχνά πάθαινε ατυχήματα με τα μάρμαρα της δουλειάς του στα οποία εφέρετο απρεπώς. Από τον Φροντσίνη, ξέραμε πως ήταν επιρρεπής σε ατυχήματα με το αυτοκίνητό του και κατά τα δημοσίως λεγόμενα «έβγαινε από τα χαλάσματα ωσάν το φίδι» συνήθως απείραχτος. Όταν δώσαμε τα χέρια, παρανόησα και τον αποκάλεσε «Τζώτζο» και εκείνος με διόρθωσε παγωμένα: «Τζώτζης».

Ο Βρίλλης ήταν μέγας κοροϊδευτής και με πείραζε ασταμάτητα, κι εγώ άλλο που δεν ήθελα. Αλλά ήξερε επίσης πως δεν είχα καλές σχέσεις με το «ψαγμένο» ελληνικό τραγούδι, αν και το είχα επαρκώς υπηρετήσει, οπότε με τσιγκλούσε συστηματικά. Ιδίως όταν ο Τζώτζης ολοκήρωνε το πρόγραμμα του στην βραδυνή παρέα και αναζητούσε με το βλέμμα «σπέσιαλ ρηκουέστ» των φίλων. Εκεί ο Βρίλλης, δήθεν αδιάφορα έλεγε στον Τζώτζη «πές μας μεγάλε απλό, αγνό, λαϊκό τραγούδι από τα δικά μας» ξέροντας πως έβγαζα άφθες μέσα στο μισοσκόταδο και ήθελα να αποθάνω. Άρχιζε λοιπόν με Τζων Τίκη και Τζων Στάκας με τα παληκάρια του,  «το κορίτσι του Μάη» και το «άγαλμα» κι άλλα ομαδικώς αποδεκτά που προκαλούσε επαρκή σεκλετισμον κι εγώ άλλαζα χρώματα με ριγέ ανταύγειες.

Αλλά έσπερνε ο ντουνιάς τα κόκκαλα του 1989, η μοίρα μου ήταν ταμένη να σπαρθώ σε τηλεοράσεις και κινητά και μακρόταλα ταξίδια με την Σιτροέν Παλλάς από την Σκωτία και τα Παρίσια σε συνεργεία, κατεβάζοντας κάθε τόσο το καρμπιρατέρ και από το Μηδέν κατέληξα στην Πρασακάκη ενώ όποτε πήγαινα στα ανατολικά, περίμενα υπομονετικά να περάσουν τα βαγόνια που μετέφεραν υλικό στην «Μακεδονία» και έκανα πως δεν ήξερα που βρισκόμουν.

Για τον Τζώτζη που ποτέ δεν ξέχασα, μόλις πήρα είδηση για τις τύχες του από τον Θωμάκη Λιγα.