Skip to main content
Κυριακή 16 Μαρτίου 2025
Παράβαση

Υπάρχει άραγε κάτι πιο αποξενωμένο από τη λογοτεχνία από ό,τι το ελληνικό σχολείο; Κάτι που ενώ θεωρητικά την αγαπά, στην πράξη είναι σαν να τη μισεί, που ενώ θεωρητικά προσπαθεί να την προβάλει και να την αναδείξει, στην πράξη καταλήγει να την κακοποιεί, καθιστώντας την αν όχι αποκρουστική, πάντως μηδενικά ελκυστική; Υπάρχει άραγε κάποια άλλη συνθήκη με παρόμοια αγαθές με την σχολική εκπαίδευση προθέσεις απέναντί της, στα χέρια όμως της οποίας η λογοτεχνία να περνά ακόμη χειρότερα, με αποτέλεσμα ο περί αυτής λόγος να μετατρέπεται σε πηγή βασανιστικής βαρεμάρας;

Υπάρχει. Οι λογοτεχνικές παρουσιάσεις. Οι παρουσιάσεις βιβλίων ή και συνολικών έργων λογοτεχνών. Σε τέτοιες περιπτώσεις το να βρίσκεσαι στο πάνελ και όχι στο κοινό έχει ως βασική ευεργετική συνέπεια ότι σου αναλογεί ένα μέρος του συνολικού χρόνου, άρα βαριέσαι εκ των πραγμάτων λιγότερο, εκτός βέβαια κι αν είσαι κάποιος υπερήρωας, ο οποίος καταφέρνει με όσα λέει να κάνει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό να βαρεθεί. Στο πάνελ ο καθένας, η καθεμιά, το καθένα ανοίγει τα χαρτιά του ή ανάβει τις οθόνες του διαβάζοντας όσα έγραψε. Οι πιο δεξιοτέχνες του προφορικού λόγου, ή έστω οι πιο μπαρουτοκαπνισμένοι, ή στη χειρότερη εκδοχή οι πιο τεμπέληδες και απροετοίμαστοι, τα μπούλετς του. Τα μπούλετς πέφτουν σαν χαλάζι. Σκηνικό mass shooting, το κοινό πέφτει απ’ τις καρέκλες του ελπίζοντας εις μάτην να γλιτώσει. 

Ποιο είναι όμως εδώ το αληθινό πρόβλημα; Ότι ποσοστό των παρουσιαστών συμμετέχουν από δικό τους ναρκισσισμό και μόνο, χωρίς να τους πολυνοιάζει το έργο, αρκούμενοι στο ότι τους κάλεσαν να μιλήσουν; Ότι ο σχεδόν απαράβατος κανόνας είναι η πλειοδοσία σε επαίνους και η πλήρης απουσία ψόγων (το τελευταίο θα ήταν άλλωστε αγενέστατο - αν δεν σου αρέσει τόσο το βιβλίο που παρουσιάζεις απλά αρνήσου να πας), με αποτέλεσμα αν είσαι πολύ μερακλής να προσπαθείς να μαντέψεις από όσα δεν λέγονται, όσα θα έπρεπε στα αλήθεια να ειπωθούν;

Όχι. Στο βαθμό που όντως συμβαίνουν όλα αυτά, αφορούν ένα διαφορετικό φαινόμενο, το οποίο και πιο ασήμαντο είναι, αλλά τελικά και παραπλανητικό ως προς το αληθινό επίδικο. Το οποίο δεν είναι η κακομεταχείριση της λογοτεχνίας στις κακές παρουσιάσεις, αλλά ακόμη και στις καλές. Ακόμη και από ανθρώπους που όντως έχουν αγαπήσει τα βιβλία που παρουσιάζουν και που όντως έχουν κοπιάσει να συντάξουν κείμενα για αυτά, επενδύοντας μεράκι, καταθέτοντας γνώση και ευαισθησία, έχοντας αναλυτική ικανότητα, επισημαίνοντας καίρια αποσπάσματα, προβαίνοντας σε οξυδερκείς παρατηρήσεις. Ακόμα και τότε το κοινό στην εκδήλωση δεν. Υπάρχει ένα όριο επαφής και σύνδεσης με το παρουσιαζόμενο λογοτεχνικό έργο πέρα απ’ το οποίο δεν. Πέραν του ορίου όλα τα υπόλοιπα θα χαθούν. Οσοδήποτε δυνατά κι αν είναι, οσοδήποτε κέντρο κι αν βρίσκουν. Θα χαθούν. Στο κοινό είσαι ένας μαθητής που παρακολουθεί το μάθημά του και αργά ή γρήγορα θα αφαιρεθεί, θα χαζέψει, θα δυσανασχετήσει εσωτερικά, θα περιμένει να ακούσει τη λυτρωτική λέξη «τελειώνοντας». 

Ποια είναι η εξήγηση λοιπόν; Ίσως αυτή καθαυτή η συνθήκη ανισότητας και οιονεί διδασκαλίας που εγκαθιδρύεται. Aλλά δεν είναι και ζήτημα σκέτα διαδικαστικό, τύπου αντί να διαβάσουμε ή να πούμε ο καθένας τα δικά του, να συζητήσουμε πιο ελεύθερα πάνω στο βιβλίο, ή να βρούμε κάποιον άλλο ακόμη πιο ευφάνταστο τρόπο. Μπορεί να προκύψει μια πολύ ζωντανή συζήτηση έτσι, αλλά και πάλι τότε, αν κάτι επιτύχει, θα έχει επιτύχει η συζήτηση αυτοτελώς, δεν θα είναι ότι θα έχει όντως καταφέρει να μας συνδέσει αυθεντικά με το έργο, την διαφορετικότητά του, τη συγκίνησή του, την ιδιοπροσωπία του. 

Δεν φταίει κανείς. Γιατί μπορεί κανείς να περιγράψει με όλο το πάθος, την ευγλωττία και την ακρίβεια του κόσμου το πώς είναι να κάνεις έρωτα, αλλά περιγραφή θα είναι κι όχι έρωτας. Ίσως στα ιδανικά ιβέντς, αντί για διαμεσολαβητικά υποκατάστατα, κόσμος θα καλούνταν απλά να συγκεντρωθεί και να διαβάσει το βιβλίο. Και πάλι όμως γιατί; Γιατί να το διάβαζε δίπλα σε άλλους; Γιατί να το διάβαζε σε ορισμένο χώρο και χρόνο; Μήπως τελικά και εξ ορισμού η σχέση με το πεζό ή με το ποίημα απαιτεί ιδιωτικότητα και όχι συλλογικότητα; Μήπως τελικά και εξ ορισμού η σχέση είναι ανάμεσα σε σένα και το βιβλίο, στον δικό σου χωρόχρονο, στον δικό σου ρυθμό, στην ησυχία του μυαλού σου;  

Αν όμως το ένα σκέλος του προβλήματος της μη μεταδοσιμότητάς της έχει να κάνει με το ότι η σχέση με τη λογοτεχνία είναι αυστηρά προσωπική και όχι συλλογική, το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι κανόνας προς υπακοή και μάθημα προς διδαχή. 

Ακόμα κι όταν στο σχολείο προσπαθεί να ανευρεθεί ακριβώς η ουσία της, ακριβώς η ευαισθησία της, ακριβώς το ύφος της, δεν παύει να γίνεται με όρους διδακτέας ή έστω διδάξιμης ύλης και πάντως διδαχής. Και πίσω στο μακρινό 1989 ο «Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» τη συγκεκριμένη χορδή άγγιξε: ότι όχι απλά υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος, αλλά ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να είναι ο τρόπος. Η σύνδεση που ο Ρόμπιν Γουίλιαμς - Τζον Κίτινγκ δημιουργεί με τους μαθητές του δεν είναι αποτέλεσμα της διδακτικής αλλά της μυητικής οδού. Ανάμεσα στα άλλα τους καλεί να σκίσουν τις σελίδες του σχολικού βιβλίου που περιλαμβάνουν το “Understanding Poetry”, διάγραμμα με κάθετη και οριζόντια στήλη περιεχομένου και φόρμας. Τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οι μαθητές στο μάθημα της λογοτεχνίας καλούνται να αναλύουν κείμενα βάσει των «κειμενικών δεικτών» τεχνοκρατικά και μικροβιολογικά. Τι είναι οι κειμενικοί δείκτες; Αντιγράφω απ΄ ό,τι μου έβγαλε πάνω πάνω το google: «Είναι όλοι εκείνοι οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιεί ένας πεζογράφος ή ένας ποιητής στο κείμενό του για να δώσει μορφή στο περιεχόμενο. Στις εκφωνήσεις οι κειμενικοί δείκτες μπορεί να ορίζονται εναλλακτικά ως: αναφορές στο κείμενο, μηχανισμοί του κειμένου. στοιχεία του κειμένου, εκφραστικά μέσα. γλωσσικές/ σημειωτικές επιλογές. Είδη κειμενικών δεικτών στη λογοτεχνία: Σύνδεση προτάσεων (παρατακτική, υποτακτική σύνδεση, ασύνδετο σχήμα). Mικροπερίοδος ή Μακροπερίοδος λόγος. Εγκλίσεις και Ερωτήσεις (εκφράζουν τη στάση του ομιλητή απέναντι στο λογικό νόημα). Σημεία στίξης. Ρηματικά πρόσωπα. Σχήματα λόγου (επαναλήψεις, αντιθέσεις, μεταφορές, προσωποποιήσεις, υπερβολές, κ.ο.κ.). Εικόνες. Αφηγηματικοί τρόποι [αφήγηση, περιγραφή], (εσωτερικός) μονόλογος, (εσωτερικός) διάλογος». Πώς να μη μισήσει τη λογοτεχνία ο μαθητής μετά;

Είναι όμως άραγε μόνο το εκπαιδευτικό μας σύστημα που αντιμετωπίζει τόσο στεγνά τη λογοτεχνία και ως ένα είδος παραδοτέας ύλης βάσει νόμων και κανονισμών; Μήπως κι ένα σωρό λογοτέχνες δεν θεωρούν ότι βασική πηγή της λογοτεχνικής τους νομιμοποίησης είναι ότι έχουν μάθει καλά το μάθημά τους, γνωρίζοντας πού πρέπει να τοποθετηθούν οι ίδιοι σε σχέση με την εποχή, τα ρεύματα, τις τεχνοτροπίες, ώστε πάνω εκεί να προσθέσουν ταπεινά ή φιλόδοξα το δικό τους λιθαράκι, έχοντας έτσι ως βασικούς αποδέκτες των έργων τους όχι τους αναγνώστες, αλλά έναν κύκλο ομοτέχνων και επαϊόντων, οι οποίοι κατέχουν επαρκώς τις Γραφές, ώστε να κρίνουν αν δικαιούνται την είσοδό τους στο Ναό;

Ίσως η άξια του ονόματός της λογοτεχνία, η σημαντική λογοτεχνία, συνιστά από μόνη της μια παράβαση και όχι έναν κανόνα. Όχι μια θεμελίωση, αλλά μια διάβρωση των θεμελίων. Ίσως το σημαντικό λογοτεχνικό έργο δεν έχει ως πρώτη ύλη ακλόνητες βεβαιότητες και άρα κάτι που μπορεί να καταλήξει σε ένα δίδαγμα. Τα πράγματα είναι έτσι, αλλά μπορεί να είναι και αλλιώς, πολλές φορές είναι ταυτόχρονα και έτσι και αλλιώς. Μπαίνοντας μέσα της δεν είμαστε καθόλου σίγουροι που πηγαίνουμε. Ή ακόμα κι αν νομίζαμε ότι ξέραμε που θέλουμε να πάμε, στην πορεία ανακαλύψαμε διαδρομές που μας εξέπληξαν και μας εξέτρεψαν. Κι ακόμα κι αν φτάσαμε τελικά εκεί που αρχικά σκοπεύαμε, δεν φτάσαμε όπως ήμασταν πριν. Αλλάξαμε. Μια διπλή σχέση ελευθερίας. Η ελευθερία του συγγραφέα και του ποιητή και η ελευθερία του αναγνώστη. Ανάμεσά τους το βιβλίο. Ό,τι επιχειρεί να μεσολαβήσει ανάμεσα σε αυτή τη διπλή σχέση ελευθερίας, ό,τι επιχειρεί να την υποκαταστήσει και να την ποδηγετήσει, είτε το θέλει είτε όχι καταλήγει να προσπαθεί να την καταπιέσει και να την καταστείλει. Αντιδράμε ενστικτωδώς σε αυτή την προσπάθεια καταστολής, είτε ως μαθητές είτε ως ακροατές παρουσιάσεων, με το να αφαιρούμαστε, να βαριόμαστε, να προσδοκούμε να χτυπήσει στο τέλος το κουδούνι και να αρχίσει το διάλειμμα.