Skip to main content
Κυριακή 18 Μαΐου 2025
Πρώτος αριθμός του λαχείου

— «Το Εκτελεστικό Συμβούλιο της UNESCO, μετά από πρωτοβουλία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στον Οργανισμό, πρότεινε σήμερα, Δευτέρα (14/4), με ομόφωνη απόφασή του, να ανακηρυχθεί η 9η Φεβρουαρίου τού κάθε έτους ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας. [...] Η ελληνική συνδυάζει τέσσερα ιδιαιτέρως σημαντικά χαρακτηριστικά:» (News24/7, 14/4/25).

Παραθέτω το πρώτο:

«Αδιάσπαστη συνέχεια 40 αιώνων προφορικής παράδοσης και 35 αιώνων γραπτής παράδοσης εάν λάβουμε υπόψη τη γραμμική γραφή Β' ή τουλάχιστον 28 αιώνες γραπτής παράδοσης εάν περιοριστούμε στην αλφαβητική γραφή, γεγονός που καθιστά τα Ελληνικά την πιο μακροχρόνια, αδιάκοπα ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα στην Ευρώπη. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο υπενθυμίζει εν προκειμένω ότι όπως είπε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, «η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να ομιλείται. Υπέστη τις αλλαγές που υφίστανται όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, αλλά ποτέ δεν υπήρξε κενό».

Μια εύλογη αντίδραση:

Άδωνις

— Διάβασα το «Κανένας δεν μπορούσε να είναι σαν αυτόν» (Καθημερινή, 20/4/25), την νεκρολογία του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο για τον Μάριο Βάργκας Λιόσα:

Παραθέτω:

«Μία μέρα στο τέλος της χρονιάς που τιμήθηκε με το γραφείο Νομπέλ, μου είπε ότι θα έκανε μία περιοδεία σε δεκατέσσερις πόλεις μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Τον ρώτησα: “Σοβαρά; Δεν μπορείς να κερδίσεις τίποτα άλλο πια. Δεν υπάρχει κάτι άλλο”. Απάντησε με τον βιβλικό τρόπο που τον διέκρινε: “Το Νομπέλ δεν πρόκειται να με μετατρέψει σε άγαλμα. Θα συνεχίσω να ζω έντονα.” [...] Το 2021 ο Μάριο δημοσίευσε το διήγημα “Los Vientos” στο οποίο ο κεντρικός χαρακτήρας θρηνεί το γήρας του με προσωπικές εξομολογήσεις που πολλοί από τους φίλους του γνώριζαν (και συζητούσαν πίσω από την πλάτη του). Σε μία από τις πιο οδυνηρές φράσεις του, θρηνεί για την παρακμή του πέους του: περουβιανισμός για τον π…».

Υπάρχει ένα σχόλιο που ταιριάζει εδώ:

«Μια από τις πιο μεγάλες ηδονές ενός συγγραφέα είναι ότι εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Εάν δεν είναι κρυψίνους –ανάγνωθι μέτριος– ξέρει ότι θα κάνει τέχνη από τις αδυναμίες και από τα πάθη του, πάει να πει θα τις μετατρέψει σε αρετές». (Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, 1979. Ύψιλον, 1980. 20.)

— «Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας ή το βιβλίο που σε ενέπνευσε να ξεκινήσεις το γράψιμο;

Το βιβλίο που με καθόρισε είναι “Ο ξένος” του Καμύ. Τον διάβασα στην Α' Λυκείου και ένιωσα σαν να έβαλε σε λόγια μια αίσθηση που κουβαλούσα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να εκφράσω: την αμηχανία μπροστά στο παράλογο. Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που απλώς μου άρεσε· είναι ένα βιβλίο που με άλλαξε. Μου έμαθε ότι δεν χρειάζεται να αποδέχεσαι την πραγματικότητα όπως σου τη δίνουν. Μπορείς να αναζητήσεις το δικό σου νόημα. Κι αυτό ήταν ένα είδος απελευθέρωσης».

Το απόσπασμα που διαβάσατε είναι από τη συνέντευξη «Η Σοφία Βαρβιτσιώτη ρωτάει για όλα εκείνα που φοβόσουν να ρωτήσεις» (Athens Voice, 16/4/25). Παρουσιάσεις του βιβλίου και συνεντεύξεις της θα βρείτε επίσης στο Βήμα, στη Lifo, στην Iefimerida και στο Αθηνόραμα. Στα περισσότερα δελτία τύπου παρουσιάζεται ως «18χρονη συγγραφέας», σε άλλα ως «16χρονη». Θα μπορούσε ίσως κάποιος δικός της να την προστατεύσει από τον τίτλο «συγγραφέας».    

— Διάβασα το «Θα μιλήσω στους Γερμανούς για το θάρρος και την αντοχή σας» (Τα Νέα, 19/4/25). Τη διάλεξη του Γκύντερ Γκρας στην Εταιρεία Μελετών Ελληνικών Προβλημάτων, τον Μάρτιο του 1972.

Παραθέτω:

«Γνωρίζω όλες τις αντιρρήσεις που προβάλλονται σε αυτή τη διττή μου δραστηριότητα. Όπως λόγου χάρη “Ο συγγραφέας πρέπει να τηρεί απόσταση” ή “Η  καθημερινή πολιτική με τη στείρα στεγνή της γλώσσα, καταστρέφει το λογοτεχνικό στυλ”. Ή το απόφθεγμα εκείνο “Πνεύμα και εξουσία είναι ασυμφιλίωτα”. Και απαντώ: Ένας συγγραφέας πρέπει να θέτει τον εαυτό του στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Άρα και της πολιτικής πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει μόνο αν εξαλείψει την απόσταση που τον χωρίζει από τα πράγματα. Ένα λογοτεχνικό στυλ, που υπόσχεται εξέλιξη μόνο μέσα σε θερμοκήπιο, σαν τις φιλύρες της γλάστρας, δηλαδή μόνο μέσα σε κλειστούς χώρους, είναι δυνατόν να παραμείνει – σαν μία τεχνητή γλώσσα – αλώβητο. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αλώβητη. Και την αντιδιαστελλόμενη σύζευξη “πνεύμα – εξουσία” τη θεωρώ φαντασιοκοπία, αφού και η εξουσία μπορεί να διακρίνεται από πνευματικότητα και το πνεύμα μπορεί να αποδειχθεί κραταιό».

Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο νομπελίστας Γκρας, αν μπορούσε να πάρει μια γεύση από την έκθεση των Ελλήνων συγγραφέων στη «δοκιμασία της πραγματικότητας» των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. 

— Διάβασα το πασχαλινό διήγημα του Κώστα Ακρίβου «Άνοιξη χωρίς τον Αη Γιώργη» (Καθημερινή, 20/4/25). Μου άρεσε ότι δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Καραϊσκάκη, αν και η ιστορία αναφέρεται στα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα λίγο πριν τη μάχη του Ανάλατου, που οδηγούν στον θάνατο του Καπετάνιου. Ο Ακρίβος αποδελτιώνει μυθοπλαστικά πλήθος ιστορικών πληροφοριών για το πρόσωπο του Καραϊσκάκη. 

Παραθέτω μόνο την τελευταία πρόταση: 

«Το μεσημέρι στις είκοσι τρεις τ’ Απρίλη πήραν τα παλικάρια του τις σούβλες με τα αρνιά και τα πέταξαν στα χώματα. Ο Αη Γιώργης κάλπαζε τώρα σε άλλα λιβάδια».

— Το καλύτερο “διήγημα” που δημοσιεύτηκε στο εορταστικό φύλλο της Καθημερινής ανήκει όμως στον Μιχάλη Τσιντσίνη, στην εβδομαδιαία «Άποψη». Φέρει τον τίτλο «Στις τριανταφυλλιές». 

Παραθέτω την πρώτη παράγραφο:

«Το έλεγαν “τσατμά”. Έπλεκαν πρώτα τον ξύλινο σκελετό και μετά τον παραγέμιζαν με λάσπη. Το σπίτι στηνόταν χειροποίητο, από συγγενείς και φίλους».

— «Η Ανάσταση διαρρηγνύει τη ρουτίνα της αιώνιας ανακύκλησης του Ιδίου, και κατά τούτο συνιστά την κατ’ εξοχήν ασυνέχεια της Ιστορίας: μετά την Ανάσταση, τίποτε δεν είναι πλέον το ίδιο. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, κάποιον ο οποίος κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Μολονότι δεν έχει ακόμα εισπράξει το οφειλόμενο ποσό, και μόνο το γεγονός ότι έχει τον τυχερό λαχνό στην τσέπη του, δεν τον κάνει αυτομάτως να βλέπει τον εαυτό του, τη ζωή του και ολόκληρο τον κόσμο από ένα διαφορετικό ύψος; Δεν μεταμορφώνει τις μέχρι τούδε αντιλήψεις του περί του τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο; Δεν αφυπνίζει εντός του τη δυνατότητα και την ελπίδα μιας νέας ζωής, από την οποία απέχει μόλις ένα βήμα; Η Ανάσταση είναι η ιδρυτική πράξη μιας τέτοιας νέας ζωής. Είναι η υπόσχεση ότι ο τρόμος της Ιστορίας και η φρίκη του μηδενός μπορούν να υπερβαθούν. Κι ακόμα είναι ένα ασφαλές αγκυροβόλημα ελπίδας, μέσα σ’ έναν κόσμο που φαίνεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα» (υπογράμμιση στο πρωτότυπο)

Δεν περίμενα ποτέ να σχολιάσω θέσεις για την Ανάσταση. Δεν παριστάνω ούτε τον θεολόγο ούτε τον πιστό, αλλά θα ήθελα να πιστεύω (sic) ότι το παράδειγμα του κ. Δημήτρη Ουλή, από το «Τίποτε δεν είναι πλέον το ίδιο», στο αφιέρωμα της Καθημερινής «Κάθοδος στον Άδη για τη ζωή» (20/4/25), είναι τόσο άστοχο, τόσο βέβηλο προς το νόημα της Ανάστασης, που ακόμη και κάποιος που προσεγγίζει την έννοια με τη λογική αδυνατεί να διακρίνει στην αναλογία του έστω και ένα ψήγμα αλήθειας. Ο κ. Ουλής μιλάει για την «ουσία του χριστιανισμού»: «[...] όχι να εκτιμάς την ηθική διδασκαλία του Χριστού, να συγκινείσαι για τις ευαγγελικές αφηγήσεις της ζωής και του πάθους του, να αναγνωρίζεις τον Χριστό ως έναν κορυφαίο θρησκευτικό δεξιοτέχνη ή ως έναν μεγάλο μύστη [...]. Αλλά πρωτίστως να πιστεύεις στην ιστορικότητα και τη μοναδικότητα της ανάστασης του Χριστού. Να αναγνωρίζεις δηλαδή, πρώτον, ότι η Ανάσταση δεν ήταν μία “εσωτερική” απλώς εμπειρία των μαθητών του Χριστού, αλλά ένα αντικειμενικό ιστορικό γεγονός – κάτι που πραγματικά συνέβη “εκεί έξω”. Και δεύτερον να αγωνίζεσαι καθημερινά να υψώσεις τη ζωή και τη συνείδησή σου στο ύψος της μοναδικής αυτής επίγνωσης» (υπογράμμιση στο πρωτότυπο). 

Και ενώ προτάσσει κάτι τέτοιο προσφέρει ως αναλογία τον «πρώτο αριθμό του λαχείου»! Δεν εξανίσταμαι μόνο γιατί το παράδειγμα ενέχει κάτι τόσο βαθιά υλιστικό, που επιπροσθέτως ενθέτει ύπουλα την αδόκιμη στο συγκείμενο τυχαιότητα. Αλλά και γιατί τροφοδοτεί τις διαισθήσεις μας για το αντικείμενο με μια θεματική –αυτή των χρημάτων– ξεριζώνοντας πλήρως κάθε θεώρηση της Ανάστασης η οποία εικάζω θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να στέκει στον αντίποδα της μεταμόρφωσης που επιφέρουν στη ζωή τα παροιμιώδη (πολύ περισσότερα από) «τριάκοντα αργύρια». Ο κ. Ουλής, στην απόπειρά του να βεβαιώσει τη φαινομενολογία της Ανάστασης υποπίπτει στο ατόπημα της απόδειξής της. Την καθιστά, με άλλα λόγια, πληρωτέα επί τη εμφανίσει, δυναμιτίζοντας την όποια αξία και σημασία της.  

— «Όσκαρ: Τα μέλη της Ακαδημίας υποχρεώνονται - πλέον - να παρακολουθούν τις ταινίες πριν ψηφίσουν» (Lifo, 22/4/25).

Παραθέτω:

«Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μέλη της Ακαδημίας θα πρέπει να παρακολουθούν όλες τις ταινίες μιας κατηγορίας για να είναι επιλέξιμα για να ψηφίσουν στον τελικό γύρο των Όσκαρ. Ο νέος κανονισμός θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στην 98η απονομή των Όσκαρ, που είναι προγραμματισμένη για τις 15 Μαρτίου 2026. [...] Η Ακαδημία, ωστόσο, δεν έχει αποκαλύψει ακόμα τον τρόπο με τον οποίο θα ελέγχει την παρακολούθηση των ταινιών από τα μέλη. Σύμφωνα με πληροφορίες του Hollywood Reporter, ενδέχεται να παρακολουθούνται οι ταινίες που παρακολουθούν τα μέλη μέσω της ειδικής streaming πλατφόρμας της Ακαδημίας, ενώ όσοι δουν τις ταινίες εκτός αυτής θα κληθούν να καταθέσουν λεπτομέρειες για την παρακολούθηση».

Αδιανόητα πράγματα. Φανταστείτε δηλαδή να αναγκαστούν κάποια στιγμή τα μέλη κριτικών επιτροπών λογοτεχνίας να διαβάζουν τα βιβλία πριν καταθέσουν την ψήφο τους.