Skip to main content
Τρίτη 06 Μαΐου 2025
Σαραζάτ και Σίνα γωνία

Σε μια σκηνή που ξεχωρίζει στο «Κύριο Αζναβούρ» (ένα ενδιαφέρον μεν, πολύ συμβατικό δε, biopic για τον Σαρλ Αζναβούρ, που ήταν η ταινία λήξης του 25ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες προς το καλοκαίρι), ο Αζναβούρ, σε φάση της καριέρας του που ήταν ήδη κάτι παραπάνω από καλλιτεχνικά καταξιωμένος και εμπορικά επιτυχημένος, ζητά από τον οδηγό του μετά το το τέλος μιας συναυλίας να πάνε να πιουν ένα ποτό σε ένα μπαρ. Εκείνος τον πηγαίνει σε ένα γκέι μπαρ που έχει drag show. Μια drag queen τραγουδά ντυμένη Εντίθ Πιαφ. Ο Αζναβούρ εμπνέεται από αυτό που βλέπει, γράφει το “Comme ils Disent”, το τραγουδά στην τηλεόραση, ο άνθρωπος που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης τον παρακολουθεί συγκινημένος.  

Το “Comme ils Disent” κυκλοφόρησε το 1972. Το τραγούδι είναι σε πρώτο ενικό. Οι άμεσοι συνεργάτες του Αζναβούρ του είχαν ζητήσει να κάνει μια διευκρινιστική δήλωση που θα το συνόδευε, προκειμένου να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις για τον δικό του σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο Αζναβούρ απέρριψε κατηγορηματικά κάθε τέτοια σκέψη: τη νοημοσύνη του κοινού δεν πρέπει να την υποτιμάμε και επίσης τι διάολο τραγούδι κυκλοφορεί με συνοδευτικές διευκρινίσεις; 

Σε πρώτο ενικό ο στρέιτ Αζναβούρ τραγουδά. Ζω μόνος με τη μαμά μου στην οδό Σαραζάτ, σε ένα πολύ παλιό διαμέρισμα, με μια χελώνα, δυο καναρίνια και μια γάτα να μου κρατούν συντροφιά. Είμαι λίγο ντεκορατέρ, λίγο στυλίστας, αλλά η αληθινή δουλειά μου είναι τα βράδια. Και την κάνω ως τραβεστί. Είμαι καλλιτέχνης, έχω ένα σπέσιαλ σόου που καταλήγει σε ολοκληρωτικό στριπ-τιζ. Στις τρεις το πρωί βγαίνουμε με τους φίλους και τις φίλες μου και κουτσομπολεύουμε τους άλλους με τον δικό μας ξεχωριστό τρόπο. Ηλίθιοι άνθρωποι μας χλευάζουν, μιμούνται αυτό που νομίζουν ότι είμαστε κι έτσι οι κακόμοιροι αυτογελοιοποιούνται. Όταν τα ξημερώματα γυρνώ σπίτι και στη μοναξιά μου, βγάζω τις βλεφαρίδες μου και την περούκα μου σαν ένας κουρασμένος κλόουν, αναπολώ τους έρωτές μου που ατύχησαν, σκέφτομαι το αγόρι που έχει ανάψει μια φλόγα στην καρδιά μου, αλλά δεν θα τολμήσω ποτέ να του το εκμυστηρευτώ, γιατί του αρέσουν οι γυναίκες. Κανείς δεν δικαιούται να με κρίνει, έτσι με έκανε η φύση, είμαι ομοφυλόφιλος. 

Άνοιγμα άσχετης με το θέμα παρένθεσης. Στην προβολή της ταινίας, επειδή οι στίχοι του τραγουδιού είναι σημαντικοί, είναι και υποτιτλισμένοι, όπως συμβαίνει και σε κάποια άλλα τραγούδια που κρίθηκε ότι αυτό που περιέγραφαν ήταν σημαντικό για την πλοκή, ενώ σε άλλα, όπως στο περίφημο “La Boheme”, οι στίχοι έμεναν αμετάφραστοι, ακολουθώντας τον γενικό εθιμικό κανόνα υποτιτλισμού που λέει ότι στα biopics οι στίχοι των τραγουδιών δεν μεταφράζονται (και δεν εμφανίζονται καν στο πρωτότυπο). Και η απάντηση στο ερώτημα γιατί, μπορεί να έχει να κάνει με το ότι είναι πιο δύσκολο να υποτιτλίσω στιχάκια με ρίμες, αλλά ίσως κυρίως έχει να κάνει με το ότι κάποιος ξεκίνησε κάποτε να μην τους μεταφράζει και το ακολούθησαν αμέσως κι οι υπόλοιποι, όπως γίνεται σχεδόν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Κάποιος σκόραρε κάποτε εναντίον της παλιάς του ομάδας και έκανε χειρονομία δεν πανηγυρίζω, κι αμέσως το ακολούθησαν όλοι, πλην εκείνων που πανηγυρίζουν ακριβώς για να καταδείξουν την πίκα τους με την παλιά τους ομάδα.

Κλείσιμο παρένθεσης και επιστροφή στο θέμα. Δεν το ήξερα το τραγούδι, όπως επίσης δεν ήξερα και βρήκα εκ των υστέρων ότι πριν λίγα χρόνια, κάπου στο δεύτερο λοκ ντάουν, το διασκεύασε με ελεύθερη απόδοση των στίχων του η Ηρώ, η οποία μάλιστα το συνόδευε με ένα σημείωμα στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχαν πει οι συνεργάτες του Αζναβούρ, μιλώντας για απενοχοποίηση και προβάλλοντας την λοάτκι διάσταση του τραγουδιού.

Το ελληνικό τραγούδι το οποίο ήξερα και το οποίο μου ήρθε αμέσως στο νου βλέποντας την ταινία, ήταν «Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» του Κώστα Τουρνά: το πολύ παλιό διαμέρισμα της οδού Σαραζάτ δίνει τη θέση του σε ένα υπόγειο σκοτεινό, γωνιακό, κάπου στη Σίνα, το οποίο όπως το κοιτάς έχει μια ολάνθιστη καμέλια (όπως με λουλούδια και φυτά είναι διακοσμημένο το διαμέρισμα στο “What Makes a Man”, την απόδοση του “Come ils Disent” στα αγγλικά απ΄ τον Αζναβούρ), ενώ μαζί με τον Αχιλλέα απ’ το Κάιρο δεν ζει η μαμά του αλλά κάποιος Μηνάς - και για αυτούς τους δυο και τι δεν λένε. 

Δεύτερη και τελευταία άσχετη παρένθεση, για να κάνω το δικό μου coming out βλακείας: Έτυχε να μεγαλώσω με κασέτες του Τουρνά που ακούγαμε οικογενειακώς στο αυτοκίνητο. Το συγκεκριμένο τραγούδι ανήκει στο δίσκο «Τώρα» που βγήκε το 1980 και το άκουγα όταν ήμουν - δεν ήμουν οκτώ χρονών. Μόνο μετά τα τριάντα μου και προς τεράστια και αναδρομική μου κατάπληξη μου κατάλαβα πως το τραγούδι μιλούσε για δυο ομοφυλόφιλους. Θεωρούσα πως ο στίχος είχε να κάνει με ανθρώπους που «δεν γίνονται άντρες», με την έννοια ότι δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους κλπ. Προχωράμε. 

Σε αντίθεση με τον Αζναβούρ, ο Τουρνάς μιλάει σε τρίτο ενικό και το λέει ξεκάθαρα: δεν είναι απλώς κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες, «είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες και δεν ζουν τη ζωή τη δικιά σου». Γράφει το τραγούδι του μιλώντας για ανθρώπους που ζουν διαφορετικές ζωές, μιλώντας για κάποιον που δεν είναι εκείνος. Ο Αζναβούρ γράφει το τραγούδι μετατρεπόμενος σε εκείνον για τον οποίο τραγουδά. Όπως στην ταινία ένας άντρας ντύνεται γυναίκα και υποδύεται την Εντίθ Πιάφ, έτσι κι εκείνος φοράει τα ρούχα του άντρα που ντύνεται γυναίκα. Μέσα στο τραγούδι την ζει τη ζωή τη δικιά του. Όταν το έγραφε το τραγούδι τη ζούσε, κάθε φορά που το ερμήνευε τη ζούσε. Ο Τουρνάς τραγουδά από θέση παρατηρητή, ο Αζναβούρ υποδύεται, μεταμορφώνεται, τραγουδά από θέση τραβεστί.

Σε συνέντευξή του το 2019 στο Oneman, ο Τουρνάς ερωτάται από τον Κώστα Μανιάτη και απαντά: «Ξεχωρίζει ένα τραγούδι σας πολύ τα μετέπειτα χρόνια. Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από όλα αυτά τα πρόσωπα;

- Είχα το ερέθισμα από άνθρωπο που ήξερα και δούλευα μαζί του και ήταν ομοφυλόφιλος, τον Γιώργο Μαρίνο. Ζούσε μία ζωή την οποία ο ίδιος την είχε ομολογήσει, δεν την έκρυβε. Ο ‘Μηνάς’ που λέει μέσα το τραγούδι ήταν το ταίρι του Γιώργου και η ‘Λέλα’ ήταν η αδερφή μου, η οποία δεν ζει πια. Η θεματολογία του τραγουδιού ήταν ταμπού για την εποχή. Η φράση κλειδί σε αυτό το τραγούδι είναι το “θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου”. Όταν κάποιος λέει “α την πουστάρα να πούμε, την ξεφωνημένη”, θα μπορούσε αυτός να είναι αδερφός σου, παιδί σου. Εκεί θα το λεγες; Αυτό είναι περισσότερο μια αίσθηση της θέσης που παίρνουμε οι άνθρωποι κατά πως μας βολεύει εκείνη την ώρα».

Κάπου ανάμεσα στην προσέγγιση του Αζναβούρ και την προσέγγιση του Τουρνά (αλλά και μερικές καταλυτικές δεκαετίες αργότερα) βρίσκεται η προσέγγιση του Π.Ε. Δημητριάδη των Κόρε. Ύδρο, οι οποίοι κυκλοφορούν το 2006 την «Φτηνή Ποπ για την Ελίτ». Σε συνέντευξή του  λοιπόν το 2022, στο περιοδικό Κ της Καθημερινής και τον Βύρωνα Κριτζά (ο οποίος υπογράφει και το ντοκιμαντέρ για το συγκρότημα «Εδώ Μιλάνε για Λατρεία» που διακρίθηκε στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα), o Δημητριάδης, αφού στην αμέσως προηγούμενη ερώτηση έχει ερωτηθεί αν ο υπότιτλος “Gay anthem for the new millennium” στο τραγούδι «Χειραψία» είναι κάποιο inside joke, τώρα ερωτάται για έναν στίχο του «Άλλη μια Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου».;

«Γενικότερα στον δίσκο υπάρχουν στίχοι αμφιλεγόμενης σεξουαλικότητας. Όντας στρέιτ ο ίδιος, πώς βρήκες το θάρρος να πεις «σε μια ανδρόγυνη κατάσταση αιωρούμαι»;

- Ποιος σου είπε ότι είμαι στρέιτ; Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Ούτε το αντίθετο. Ποτέ δεν μίλησα με ταμπέλες. Μισώ όσο τίποτα το «άσπρο-μαύρο» στη ζωή, το μονοδιάστατο. Ας το κρατήσουμε λοιπόν «ρευστό», αιωρούμενο».

Ό,τι ήταν πρωτοποριακό και απελευθερωτικό για ένα τραγούδι το 1972, αν γραφόταν σήμερα, μισό και πλέον αιώνα αργότερα, μπορεί να φαινόταν μέχρι και προσβλητικά στερεοτυπικό. Μάλιστα, όταν ο Αζναβούρ το ερμήνευε ζωντανά (και το ερμήνευε πάρα πολύ συχνά), έπιανε με τα χέρια του τους ώμους του, σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό του, στάση σώματος που θεωρούσε χαρακτηριστική των γκέι. Αλλά το ζήτημα δεν είναι να πούμε πως κάθε εποχή έρχεται με το δικό της σετ αξιών και αντιλήψεων και μόνο βάσει αυτών έχει σημασία να αξιολογείται, το ζήτημα δεν είναι να καυτηριάσουμε αναχρονιστικές προσεγγίσεις της τέχνης, πρόκειται για πόρτες που παραείναι ανοικτές για να τις παραβιάσουμε. 

Ίσως ένα πιο ενδιαφέρον ζήτημα, που προκύπτει όμως πάλι σε σχέση με το τρέχον σετ αντιλήψεων, είναι το εξής: ότι σήμερα, ανάμεσα στην προσέγγιση του Αζναβούρ και του Τουρνά, θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο αυθεντική εκείνη του Τουρνά, ο οποίος δεν επιχειρεί να παραστήσει κάτι που δεν είναι. Ότι αρμόδιος να μιλήσει ακόμα και μέσω της τέχνης για τα βιώματα μιας οποιασδήποτε ομάδας ανθρώπων, θεωρείται μόνο όποιος, όποια, όποιο αποτελεί μέλος της. Ότι πρέπει να στεκόμαστε με άκρα επιφύλαξη ως και ευθεία αρνητικότητα απέναντι σε οτιδήποτε άλλο επιχειρεί να μεθερμηνεύσει, υποκαταστήσει ή οικειοποιηθεί πολιτισμικά το πώς είναι να ζεις ως μέλος μιας ομάδας στην οποία δεν ανήκεις. 

Δεν θα μου πεις εσύ πώς νιώθω. Δεν θα μιλήσεις εσύ για μένα. Δεν θα μεταμφιεστείς εσύ σε μένα. Έχω τη δική μου φωνή, δεν χρειάζομαι μίμους. Ο καθένας να κάνει τέχνη μιλώντας για τα δικά του. Οτιδήποτε άλλο προσβάλλει βαθιά την ταυτότητά μου. Ποιος είναι ο αντίλογός σου; Πως αυθεντικός καλλιτέχνης είναι αντίθετα εκείνος που προσπαθεί να μην μένει εγκλωβισμένος μόνο στον εαυτό του και την δική του γωνία θέασης του κόσμου, αλλά να μπαίνει και στη θέση των άλλων, βρίσκοντας ίσως συνδέσεις ανάμεσα σε εκείνο που είναι δικό του και σε εκείνο που ανήκει στην ταυτότητα των άλλων; Την δήθεν καλλιτεχνική σου αυθεντικότητα και σε άλλη παραλία. Για εμάς θα μιλάμε μόνο εμείς.