«Στα 3,90 ευρώ το σουβλάκι», κραυγάζουν τα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης, που δεν έδειξαν ανάλογη ευαισθησία για την αύξηση στην τιμή του ρεύματος ή των καυσίμων. Ίσως εξανέστησαν γιατί το σουβλάκι αποτελούσε παραδοσιακά την κύρια πηγή ενέργειας για το ανθρώπινο σώμα (και όχι για το σπίτι ή το αυτοκίνητο), και η κατανάλωσή του μπορεί να προσφέρει ηδονή ανώτερη από το καθαρότερο ντίζελ. Πού βαδίζομεν, κύριοι; Στα τέσσερα ευρώ το σουβλάκι;
«Το σουβλάκι τέσσερα» μου θύμισε μια από τις πρώτες προεκλογικές συγκεντρώσεις που είχα πάει ως δεκαπενταετής έφηβος, στις 11.11.1974, πριν ακριβώς 48 χρόνια (νωρίτερα, αν δεν το ξέρετε, είχαμε δικτατορία για μια επταετία και δεν υπήρχαν προεκλογικές συγκεντρώσεις). Εκείνη τη χρονιά πήγα σε όλες τις συγκεντρώσεις όλων των κομμάτων, χωρίς εξαίρεση, για να καταλάβω τι εκπροσωπούσε ο καθένας. Η συγκεκριμένη συγκέντρωση ήταν για την ομιλία του Πέτρου Γαρουφαλιά, που είχε ιδρύσει ένα βασιλοχουντικό κόμμα, και πήγα από περιέργεια να δω ποιος ήταν αυτός που τολμούσε να στηρίζει τη δικτατορία που είχε μόλις καταρρεύσει. Δεν ήμουν ο μόνος.
Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στην Πανεπιστημίου, ανάμεσα Αιόλου και Μπενάκη, για να λοιδωρήσει και να χλευάσει τον Γαρουφαλιά. Την επομένη, η επίσης χουντική εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος του Σάββα Κωνσταντόπουλου (που ήταν πανίσχυρη στην δικτατορία), είχε βγει με πρωτοσέλιδη φωτογραφία του πλήθους και τίτλο «ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΙΣ ΤΟΥ Π. ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ». Όμως η συγκέντρωση ήταν κατά του Γαρουφαλιά και όσων εκροσωπούσε. Όσο μιλούσε από το μπαλκόνι, το πλήθος τού πέταγε νεράντζια κι αυτός αναγκαζόταν να κάνει ακροβατικά για να τα αποφύγει, ενώ δεν ακουγόταν τίποτε από όσα έλεγε, γιατί ο κόσμος φώναζε τα δικά του συνθήματα, με κυρίαρχο το «Πέτρο, μαλάκα, ήρθαμε για πλάκα».
Ένα από τα συνθήματα που έδειχναν πόσο σοβαρά τον αντιμετωπίζαμε, ήταν το λαϊκό αίτημα «Το σουβλάκι τέσσερεις». Δραχμές, εννοείται.
(Πόσα ευρώ είναι οι τέσσερεις δραχμές; Kάπου 0,0117388. Για τον πληθωρισμό θα μιλήσουμε αργότερα, αλλά το πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε για την τιμή του σουβλακιού ως μονάδα μέτρησης σε σχέση με τον βασικό μισθό της κάθε περιόδου. Τότε ο μισθός ήταν περίπου 3.672 δραχμές, αλλά το σουβλάκι δεν είχε 4 δρχ. ― εκεί ζητούσαμε να πάει, νομίζω ότι ήταν στις 8 δρχ. με μονή πίττα.)
Θυμήθηκα πόσο αδιαμαρτύρητα δεχτήκαμε κάπου τριάντα χρόνια αργότερα τον τριπλασιασμό μιας άλλης βασικής και καθημερινής μονάδας μέτρησης, που είναι το μικρό μπουκάλι νερό. Επί δραχμής το 2001 πουλιόταν 50 δρχ. Όταν έγινε η μετάβαση στο ευρώ το 2002, το μικρό μπουκάλι ευρώ πήγε στο 0,50 ευρώ. Οπτικά υπήξε μια συμμετρία, αλλά το 0,50 ευρώ ήταν αξίας 170,375 δρχ. Η τιμή για το μπουκαλάκι τριπλασιάστηκε μέσα σε μια μέρα, και δεν κουνήθηκε φύλλο. Απλώς η κυβέρνηση Σημίτη έπεσε στις επόμενες εκλογές.
Θυμήθηκα επίσης την αφήγηση ενός μεγαλύτερου φίλου, όταν είχε γίνει της μόδας η νοσταλγία της δεκαετίας του 1950. Της αμερικανικής δεκαετίας δηλαδή, γιατί η ελληνική ουδεμία σχέση είχε, και ο φίλος μου που την είχε ζήσει ήταν έξαλλος: «Μα τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες που ακούω για τα ωραία fifties; Τι ωραίο βρήκανε; Άθλια εποχή για την Ελλάδα. Είχαμε ακόμα εμφύλιο, πεινάγαμε και κρυώναμε».
Να γιατί το προσιτό σουβλάκι ήταν και παραμένει σημαντικό.