Skip to main content
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024
Τελετή Έναρξης

Μα πώς είναι δυνατόν να βλέπει κανείς τον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι, αφού ο πίνακας ήταν Η Γιορτή των Θεών του Jan Hermansz van Bijlert!;

Πέρα από τις πολιτικές/ιδεολογικές θέσεις κάθε πλευράς –τον συντηρητισμό της δεξιάς/ακροδεξιάς ή την συμπεριληπτικότητα του κέντρου και της αριστεράς– που ξιφουλκούν με κάθε αφορμή, υπάρχει και το διακύβευμα της αισθητικής. Διακύβευμα που τείνει να παραγκωνίζεται, καθώς λειτουργεί υποδόρια, αν και, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, καθοριστικά. Η αντίσταση απέναντι στις εικόνες της παρισινής τελετής έναρξης, ειδικά εκείνες που προκάλεσαν τον αποτροπιασμό και τις διαμαρτυρίες, που οδήγησαν μέχρι και στη «συγγνώμη» από επίσημα χείλη, η αντίσταση στις εικόνες με τις έντονες πολυχρωμίες αλλά και τις χαρακτηριστικές αποκλίσεις των εμπλεκόμενων σωματότυπων από ιδεατές/ιδανικές αναλογίες, η αντίσταση αυτή εδράζεται και σε αισθητικά πρότυπα που έχουν σμιλευτεί αιώνες τώρα και που εύλογο είναι να προδιαθέτουν σε εύκολες κρίσεις: «Μα ήταν εντελώς κακόγουστο!»

«Κι εγώ θα ήθελα να δω τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ να αναδύεται μπρούτζινη από τον Σηκουάνα, αλλά δεν την είδα. Τη Φρανσουάζ Αρντύ επίσης ή τη Σαρλότ Κορντέ να σφάζει τον Μαρά στην μπανιέρα του. Μα πιο πολύ θα ήθελα να δω την Κατρίν Ντενέβ ολοζώντανη σε ρόλο οικοδέσποινας του γαλλικού πολιτισμού αντί να δω τη Lady Gaga με ροζ φούντα στον ποπό στην πιο αμήχανη εκδοχή του εαυτού της, συν ένα αξιοθρήνητο γιουροβιζιονικής εμπνεύσεως ντεφιλέ “νέων γάλλων σχεδιαστών”, ο Θεός να τους κάνει σχεδιαστές» (Ρούλα Γεωργακοπούλου, «Μαρίες Αντουανέτες», Τα Νέα, 3/8/24).

«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν ανήκουν σε κανέναν αποκλειστικά. Μια χώρα, μια πόλη τους φιλοξενεί, τους οργανώνει και καλεί τους αθλητές, αλλά και τις χώρες από όπου προέρχονται σε μια αθλητική εκδήλωση άμιλλας, γιορτής, συνάντησης και συναδέλφωσης. Ο οικοδεσπότης υποδέχεται και σέβεται τους καλεσμένους του. Αυτό κάναμε στην Αθήνα το 2004, με μια γιορτή για την οποία είμαστε πάντα υπερήφανοι.

Στην αντίστοιχη τελετή στο Παρίσι οι οργανωτές και οι εμπνευστές της εκδήλωσης θέλησαν να παρουσιάσουν τις αξίες της κοινωνίας τους και την ιστορία της μέσα από την κουλτούρα της λεγόμενης «αφύπνισης», woke, που δεν δέχεται ηθικούς και εκφραστικούς περιορισμούς. Επί της ουσίας, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, χρησιμοποίησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να προωθήσουν τα δικά τους κοινωνικά, πολιτικά σχέδια, παρότι αυτό δεν επιτρέπεται από τον κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων.

Είδαμε διάφορες επίμαχες σκηνές που ξεσήκωσαν άμεσα αντιδράσεις από όλον τον κόσμο, από διαφορετικές χώρες και θρησκείες και δεν χρειάζεται ούτε θέλω να αναφερθώ παραπάνω σε αυτές. Δεν ήξεραν άραγε οι οργανωτές ότι με αυτές τις σκηνές θίγουν την ευαισθησία, τη νοοτροπία άλλων ανθρώπων, προσβάλλουν την αίσθηση αξιοπρέπειας που έχουν, ότι τους φέρνουν σε δύσκολη θέση; Ασφαλώς το ήξεραν. Θέλησαν όμως να επιβάλουν σε όλους αυτές τις σκηνές. Μας είπαν, σας αρέσει δεν σας αρέσει, θα σας το δώσουμε με το ζόρι. Τώρα έχουμε τα μέσα, τώρα μπορούμε να μπούμε στα σπίτια σας, θα σας τα σερβίρουμε σε σας και στα παιδιά σας, θέλετε δεν θέλετε. Γιατί είμαστε καθεστώς και κάνουμε αυτό που θέλουμε. Θα το εφαρμόσουμε πάνω σας. Παράλληλα, οι ίδιοι μιλούν για αποδοχή, συμπερίληψη, αδελφοσύνη και αγάπη. Κάθε άνθρωπος, λένε, μπορεί να πάρει μέρος στη γιορτή μαζί μας» (Θεόδωρος Κοντίδης, «Η επιβολή των μειονοτήτων», Καθημερινή, 4/8/24).

Είναι ενδιαφέρον που ο κ. Κοντίδης –Αρχιεπίσκοπος Καθολικών Αθηνών– μιλάει για ευαισθησία. Παραθέτω ως σχόλιο ένα απόσπασμα από την επιφυλλίδα «Το βέτο των “υπερ-ευαίσθητων”» της Λίνας Παπαδοπούλου στις Νέες Εποχές (Το Βήμα, 4/8/24):

«Προσβολή δεν υπήρξε, φυσικά, ούτε θρησκείας ούτε προσώπων. Εξάλλου, κριτική, ακόμη και προσβολή των πίστεων, πεποιθήσεων και ιδεών επιτρέπεται και είναι ευπρόσδεκτη από τον αιώνα των Φώτων και συνιστά εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Αυτό που θα ήταν καταδικαστέο θα ήταν η προσβολή προσώπων ή ομάδων με βάση τη θρησκεία τους (συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της χριστιανικής πλειονότητας στην Ευρώπη), το χρώμα, τη φυλή ή το φύλο τους. Τα συναισθήματα, όμως, των προσώπων δεν μπορεί να προστατεύονται ούτε νομικά ούτε πολιτικά· το αντίθετο θα οδηγούσε σε σίγαση των πάντων, σε ένα “βέτο” των πιο υπερ-ευαίσθητων ή και βίαιων σε βάρος των υπολοίπων, στην καταστολή της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών. Ακόμη, λοιπόν, και αν ο καλλιτέχνης είχε εμπνευστεί από μια χριστιανική αναπαράσταση (τόσα έχουν, έτσι κι αλλιώς δανειστεί από τις παλαιότερες θρησκείες και αναπροσαρμόσει οι μονοθεϊστικές), η ένταση και η απαρέσκεια μπορεί να είναι μόνον αισθητική και όχι ηθική ή πολιτική».      

Ας πιαστώ, λοιπόν, από αυτή την «αισθητική απαρέσκεια». Φανταστείτε εν είδει νοητικής άσκησης, σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον να διατυπωθεί η απαίτηση, και με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να αποφασιστεί ο επαναχρωματισμός των μνημείων της κλασικής αρχαιότητας με τα αρχικά τους χρώματα. Υποθέτω ότι είναι κοινός τόπος ότι το λευκό ή υπόλευκο χρώμα των μαρμάρων, που απολαμβάνουμε πάνω από μια χιλιετία τώρα, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα φυσικής φθοράς. Οι ναοί και τα γλυπτά της κλασικής αρχαιότητας υπήρξαν χρωματισμένα σε έντονες αποχρώσεις που, θα μπορούσε να πει κανείς, φέρνουν εξαιρετικά προς την πολυχρωμία που διακρίναμε στα επίμαχα πλάνα της τελετής έναρξης. Δεν θα αποτελούσε, λοιπόν, μια τέτοια κίνηση τη θρυαλλίδα για έναν πολιτισμικό πόλεμο; Δεν θα συνιστούσε μια τέτοια κίνηση βόμβα στα θεμέλια της αισθητικής που μορφοποίησε τον αισθητικό Κανόνα αιώνων; Επισημαίνω, εδώ, ότι ο Γιόχαν Βίνκελμαν (1717-1768), ο πατέρας της ιστορίας της τέχνης και θεμελιωτής της αρχαιολογίας επέβαλε σε μεγάλο βαθμό την αισθητική του λευκού μαρμάρου, υποστηρίζοντας ότι ο αρχικός χρωματισμός υπήρξε μια λανθάνουσα εκκεντρικότητα – απλουστεύω για λόγους συντομίας. Η αλήθεια είναι ότι η επιρροή του Βίνκελμαν υπήρξε καθοριστική όχι μόνο στο πεδίο της ιστορίας της τέχνης και της αισθητικής αλλά και στη θεμελίωση της ίδιας της έννοιας του ρατσισμού – ο ρατσισμός, όπως τον γνωρίζουμε εμείς μορφοποιείται τον 19ο αιώνα. Στον Βίνκελμαν αποδίδεται και η στερεοτυπική εικόνα του λευκού άνδρα με τις ιδανικές αναλογίες – εικόνα που σε μεγάλο βαθμό εδράζεται στο πρότυπο των Ελλήνων, όπως απεικονίζονται στην κλασική περίοδο. Προφανώς και έχουμε διανύσει πολύ δρόμο. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτές τις θέσεις, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Τα αισθητικά κριτήρια, όμως, είναι διαφορετικής τάξης από τα πολιτικά/ιδεολογικά, όχι μόνο επειδή δεν τελούν υπό τη νομή της λογικής –ενώ δύναται να πεισθεί κανείς για μια πολιτική θέση με ένα λογικό επιχείρημα, είναι αδύνατον, με τα ίδια εργαλεία, να αποκτήσει νέα αισθητική–, αλλά και γιατί τείνουν να μετασχηματίζονται χαρακτηριστικά αργά, με συνειδητή και, κυρίως, υποσυνείδητη αντίσταση. Για να μην πλατειάζω: η αισθητική είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιδιότυπη έξη (συνήθεια) της αντίληψης. Και μια συνήθεια, ακόμη και ιδιότυπη, δύναται να αντικατασταθεί μόνο από μια νέα συνήθεια. Η εποχή μας είναι μεταιχμιακή, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Μην απαιτούμε, όσοι το απαιτούμε, επομένως την αλλαγή παραδείγματος εν μία νυκτί (τελετής). Ας αναλογιστούμε τι ακριβώς έχει λάβει χώρα από την τελετή της Αθήνας του 2004, μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια. Επομένως, οι εικόνες που παρακολουθήσαμε στην τελετή έναρξης στο Παρίσι δοκίμασαν, στα επίμαχα σημεία, (και) την αισθητική των παρατηρητών, που, είτε πρόσκεινται στο συντηρητικό είτε στο προοδευτικό στρατόπεδο, βίωσαν τους άβολους κλυδωνισμούς μιας βαθιά περιχαρακωμένης συνήθειας. 

«Είπε ένα πολύ ωραίο ο Ζακ Αταλί: Σε δέκα χρόνια, σίγουρα θα θυμόμαστε τις υπερβάσεις που έκανε η τελετή έναρξης του Παρισιού. Είτε που θα θεωρούνται πλέον κάτι συνηθισμένο και δεν θα σοκάρουν κανέναν. Είτε που θα έχει επιβληθεί μια απόλυτη παλινόρθωση, για τον σκοταδισμό της οποίας τούτη η τελετή θα χρησιμοποιείται ως ορόσημο της κατρακύλας και της ντεκαντάνς “στην οποία είχαμε φτάσει”. Οσο περνούν οι μέρες, συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν και το πιο εντυπωσιακό της στοιχείο: το πόσο έδειχνε μεταιχμιακή και πόσο μας αναγκάζει να κατανοήσουμε το πολιτικό διακύβευμα αυτής της μεταιχμιακότητας. Σαν καλό, μετανεωτερικό παραμύθι, έλεγε κάπου εδώ πρέπει να αποφασίσεις: με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» (Δημήτρης Παπανικολάου, «Ένα μεταμοντέρνο παραμύθι στον Σηκουάνα», Καθημερινή, 4/8/24). 

Ας κρατήσουμε απόσταση από τον μελοδραματικό μανιχαϊσμό του κ. Παπανικολάου. Σας καλώ να φανταστείτε ένα συνεχές με δύο άκρα. Στο ένα, στέκει η τελετή στο Παρίσι 2024· στο άλλο, η κινηματογράφηση των Ολυμπιακών του Βερολίνου το 1936 από τη Λένι Ρίφενσταλ. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι μια τελετή που συγκαλυμμένα θα έκλινε προς την αισθητική της Ρίφενσταλ θα ξεσήκωνε πολύ λιγότερες αντιδράσεις, ακόμα και από την πλευρά των προοδευτικών. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι οποιαδήποτε τελετή δεν δοκίμαζε να πιέσει, αισθητικά, όπως η τελετή στο Παρίσι θα ήταν μια τελετή που με μια πιο προσεκτική ματιά θα βρισκόταν να κείται –παρότι μιλάμε για ένα συνεχές– εγγύτερα στην αισθητική της Ρίφενσταλ. 

Κάποιες στιγμές θα τείνουμε να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από τα πρότυπα του παρελθόντος, και άλλες μέσα από τη νέα (αισθητική) τάξη πραγμάτων. Η εναλλαγή, ενίοτε, θα προσιδιάζει «διακόπτη γκεστάλτ»: θα βλέπουμε, με αφορμή το ίδιο ερέθισμα, δύο εξίσου δόκιμες εκδοχές της πραγματικότητας: άλλοτε τον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι και άλλοτε τη Γιορτή των Θεών του Jan Hermansz van Bijlert. 

Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο, που τελικά κόπηκε από την τελετή έναρξης ήταν η επιθυμία του Τομά Ζολί, «[...] να παρουσιάσουμε ανεστραμμένο τον Πύργο του Αϊφελ [...]» (Μαρίλια Παπαθανασίου, «Ο άνθρωπος που ήθελε να “αναποδογυρίσει” τον Πύργο του Άιφελ», Το Βήμα, 4/8/24). 

Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, γράφει «[...] η τελετή αυτή έβαλε τη διάσταση της ιστορίας από τα κάτω [ανεστραμμένη]· της ιστοριας των κανονικών ανθρώπων, με σάρκα και οστά, όπως το Παρίσι. Αλλά και επειδή αμφισβήτησε στην πράξη την “υποχρέωση” της διοργανώτριας χώρας να προβάλλει έναν συνεκτικό μύθο εθνικής συνέχειας, αν όχι εθνικού μεγαλείου. Πειρασμός τον οποίο δεν απέφυγε ούτε η αισθητικά άψογη τελετή της Αθήνας του 2004» («Mια ιστορία ανοιχτή σε ό,τι την παρασέρνει», Καθημερινή, 4/8/24). 

Κρατήστε το σχόλιο του κ. Μπαλαμπανίδη, ακόμη κι αν δεν πιστεύετε, όπως εγώ, ότι η τελετή της Αθήνας ήταν «αισθητικά άψογη». Η αισθητική είναι σκοτεινό ρουμάνι.