— Αδιαμφισβήτητο quote της εβδομάδας: «There’s a new sheriff in town», του Αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς, που ακούστηκε στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο.
Στην Καθημερινή της Κυριακής (16/2) μπορούσε να διαβάσει κανείς και τη συνέντευξη «Με ποιον μιλάτε στην Ελλάδα, κύριε Μπάνον», που παραχώρησε ο Στιβ Μπάνον στην Ηλιάνα Μάγρα. Spoiler alert: Δεν αποκαλύπτει τις επαφές του ο κ. Μπάνον, αλλά λέει «Αν θέλουν, μπορούν εκείνοι να αποκαλύψουν ότι είμαστε σε επαφή». Η απορία εδώ είναι τι δουλειά έχει ο κ. Μπάνον στην Καθημερινή. Αναφέρω πληροφοριακά ότι για χρόνια προωθούσε «[...] τη θεωρία της “κλεμμένης προεδρίας” του Ντόναλντ Τραμπ, αντιδρώντας στον εμβολιασμό κατά της COVID-19 και στην “εισβολή εγκληματιών από τα νότια σύνορά μας”» (το παράθεμα από άρθρο της Καθημερινής, σε συνεργασία με του New York Times, «Στρατηγός του χάους ο Μπάνον από το υπόγειό του», 7/10/23). Ο κ. Μπάνον, στενός συνεργάτης του Trump στην πρώτη θητεία του, υπήρξε στο παρελθόν και αντιπρόεδρος της Cambridge Analytica, κατά το διάστημα του εκλογικού σκανδάλου το 2016.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Κυριακής:
«Ο Στιβ Μπάνον τονίζει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ξέρει ότι υπάρχουν σημαντικά ζητήματα και γι’ αυτό στέλνει άτομα και συμμάχους του που είναι τόσο κοντά του. “Ένα από τα πιο σπουδαία άτομα της χώρας, ο Τομ Μπάρακ, θα είναι πρέσβης της Τουρκίας. Εχει επιλέξει για την Ελλάδα την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, η οποία είναι πάρα πολύ κοντά στον πρόεδρο, πάρα πολύ κοντά σε εμάς και μία από τις πιο σπουδαίες και επιτυχημένες γυναίκες στις ΗΠΑ”».
[...]
«“Είναι τρομερά έξυπνη, επιτυχημένη εισαγγελέας, με βαθιά εμπλοκή στα συντηρητικά ΜΜΕ, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της πιο δημοφιλούς εκπομπής στο Fox News. Ξεχάστε ότι ήταν μνηστή του Ντον Τζούνιορ, που κι αυτό είναι σημαντικό γιατί ο Ντον Τζούνιορ είναι τεράστιο κομμάτι όλου του εγχειρήματος. Ήταν επίσης παντρεμένη με τον Γκάβιν Νιούσομ (σ.σ. κυβερνήτη της Καλιφόρνιας), οπότε έχει υπάρξει σημαντική παίκτρια της πολιτικής και για τις δύο πλευρές για δεκαετίες”, τονίζει».
«“Θα είναι καταπληκτική πρέσβειρα και τώρα που εμπλέκεται στην υπόθεση της Ελλάδας, αυτό που συμβαίνει στην περιοχή θα λάβει μεγαλύτερη προσοχή γιατί είναι τόσο ενσωματωμένη στο οικοσύστημα”».
[...]
«Αν ο πρόεδρος Τραμπ δεν είχε επιστρέψει, με τη δύναμη του χαρακτήρα του και την ικανότητα να τον φοβούνται ο Πούτιν και οι άλλοι και να τακτοποιήσει την κατάσταση στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, η Ελλάδα θα κινδύνευε να κατακτηθεί σε 10 χρόνια από τώρα».
«Ένας πόλεμος έρχεται από την Ουκρανία προς τα Βαλκάνια και ένας άλλος από τη Συρία και την Τουρκία, τίποτα δεν είναι σίγουρο και τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι δύσκολα, όλα εξαρτώνται από το αν ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορέσει να το σταματήσει. “Στην Ελλάδα, κάθε βράδυ θα άναβα ένα κερί ή θα έλεγα μια προσευχή για να μείνει ο πρόεδρος Τραμπ υγιής και συγκεντρωμένος. Αλλιώς ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επεκταθεί και μετά θα φτάσει στην Ελλάδα, και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα φτάσει κι αυτός από τη Συρία και θα την κάψει”».
Η κ. Μάγρα μπορεί να παίρνει αποστάσεις με φράσεις όπως «Ακούγοντας κανείς τον Στιβ Μπάνον, θα νόμιζε πως ο Ντόναλντ Τραμπ είναι κάποιου είδους σωτήρας –της Ελλάδας, της ∆ύσης, των ΗΠΑ– ή δυνάμει αυτοκράτορας» ή «Στο μεταξύ, όμως, μέσω του αμφιλεγόμενου podcast που ξεκίνησε το 2019, για το οποίο έχει κατηγορηθεί για παραπληροφόρηση [...]» αλλά αυτό δεν αναιρεί την έκθεση των αναγνωστών της εφημερίδας στον επιεικώς ασυνάρτητο, σεξιστικό, λαϊκιστικό και ξεκάθαρα στρατευμένο λόγο του κ. Μπάνον. Αλήθεια τώρα, η νέα πρέσβειρα, κ. Γκίλφοϊλ, «έχει υπάρξει σημαντική παίκτρια της πολιτικής» επειδή ήταν «παντρεμένη με τον Γκάβιν Νιούσομ (σ.σ. κυβερνήτη της Καλιφόρνιας)»; Τα ακούει αυτά η κ. Μάγρα και, στη φωτογραφία με τον κ. Μπάνον που συνοδεύει τη συνέντευξη, χαμογελάει; Επαναλαμβάνω: «Έχει έρθει νέος σερίφης στην πόλη».
— Ας περάσουμε όμως σε άλλες, πιο ανάλαφρες εκφάνσεις πολιτισμού:
Παραθέτω:
«Ξεκινάμε από τον μεγάλο τοίχο δίπλα στην είσοδο, που τώρα μοιάζει με εικαστική σύνθεση με εμφανή επιρροή από την ιαπωνική καλλιγραφία. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το δικό του αρχιτεκτονικό γλωσσάρι. Αποτελείται από μια σειρά λέξεων οι οποίες αναγράφονται επίσης με λατινικούς χαρακτήρες και “μεταφράζουν” μερικές βασικές έννοιες του έργου του: Para para, sara sara, guru guru, pera pera, fuwa fuwa, tsun tsun, zure zure και άλλες. Οι διπλές λέξεις που συνηθίζονται στην ιαπωνική γλώσσα, ηχοποίητες οι περισσότερες όπως και στα ελληνικά (μπίρι μπίρι, τσίμα τσίμα, τσούκου τσούκου, φιρί φιρί) αποτελούν οικείες εκφράσεις, δηλωτικές μιας ποιότητας, υφής, αισθητικής ή κίνησης. Το fuwa fuwa εκφράζει την αίσθηση της ελαστικότητας, στο para para ο χώρος μοιάζει να εκπέμπει και να ακτινοβολεί φως και ηρεμία, το guru guru αντιπροσωπεύει μια στροβιλιζόμενη, καμπυλόγραμμη ρευστότητα σαν νερόμυλος, το zara zara περιγράφει μια υφή που αντιπροσωπεύει την αίσθηση της τραχιάς και ανώμαλης επιφάνειας, το pera pera δεν είναι μνημειώδες αλλά επιτυγχάνεται αποδομώντας την τραχύτητα του zara zara» (Καθημερινή, 16/2/25, «Κτίρια σαν ιαπωνική καλλιγραφία» της Μάρως Βασιλειάδου).
Δυσκολεύομαι να αντισταθώ στον πειρασμό να μην αναφέρω την εύλογη παράλειψη από την κ. Βασιλειάδου του διαβόητου «τάκα τάκα». Δεν είμαι ουδόλως σίγουρος ότι όλες οι έννοιες μεταφράζονται, ή έχουν σημαίνοντα που τις προσομοιάζουν, έστω και μόνο φορμαλιστικά, σε μια άλλη γλώσσα. Το άρθρο εκτροχιάζεται και αδικεί τον Κένγκο Κούμα, που γενικά νομίζω έχει αδικηθεί στην Ελλάδα εφόσον θεωρείται και «αρχιτέκτονας της αθηναϊκής ριβιέρας», καθώς έχει συνεργαστεί με τη Lamda Development στο μεγάλο πρότζεκτ του Ελληνικού. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι ο άνθρωπος έχει πει «Η καλή αρχιτεκτονική είναι όπως το καλό σούσι». Κάποια πράγματα, και μόνο από σεβασμό στον άλλο, οφείλουν να χάνονται στη μετάφραση.
— Ας μείνουμε όμως στον χώρο της αρχιτεκτονικής. Διάβασα το «Πώς η “Ασκητική” του Καζαντζάκη έγινε έμπνευση για αυτά τα φουτουριστικά σπίτια στη Ρόδο “από λάσπη και όνειρα”» (iefimerida, 15/2/25), που υπογράφει ο Μάνος Λειβαδάρος.
Παραθέτω:
«Ο εμπνευσμένος αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Σταθόπουλος, ιδρυτής του γραφείου KRAK. Architects, μας εξηγεί πώς μια φράση από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη τον ενέπνευσε να σχεδιάσει ένα συγκρότημα τριών κατοικιών στη Ρόδο, που δίνει στην καθημερινότητα την αίγλη, το μυστήριο και τη μαγεία της Τέχνης. «Τα τοιχία και οι πλάκες είναι μετρήσιμα, όχι όμως η ψυχή του ανθρώπου. Συναντούμε συχνά χώρους που κατά τ' άλλα έχουν σωστά μεγέθη και θα λέγαμε ότι είναι "λειτουργικοί", ωστόσο δεν εμπνέουν τον χρήστη. Ο Νίκος Καζαντζάκης στην "Ασκητική" σημειώνει ότι δεν είμαστε παρά αδύναμα όντα "καμωμένα από λάσπη και ονείρατα". Την αδυναμία την καλύψαμε τοποθετώντας μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας για προστασία, αλλά τι κάνουμε για τα όνειρα; Ένας χώρος έχει το δικαίωμα αλλά κυρίως το χρέος να μην "κακομαθαίνει” τον χρήστη αλλά να τον εμπνέει, να του δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθεί πνευματικά και να αποτελεί μια αρχιτεκτονική εμπειρία», περιγράφει ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Σταθόπουλος Υπό αυτό το πρίσμα, το design εδώ, παρά τον δωρικό χαρακτήρα του, αφήνει χώρο για όνειρα, ποίηση και φαντασία».
Το ότι η Ασκητική του Καζαντζάκη βρίσκει τη θέση της στο μάρκετινγκ αρχιτεκτονικών γραφείων και κατασκευαστών είναι, θαρρώ, και μεταφυσικά δίκαιο. Ένας κύκλος κλείνει: η ύλη που έγινε πνέμα (sic) επιστρέφει ξανά στα εγκόσμια, έστω κι ως παραθεριστική κατοικία πολυτελείας.
— Τι είναι χειρότερο; Να προσπερνά κανείς τα κείμενα κάποιου, επειδή διακρίνει σε αυτά μια νοητική έκπτωση, ή, εφόσον ο συντάκτης και οι άνθρωποι του στενού κύκλου του αδιαφορούν για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, να συνεχίζει να τον αντιμετωπίζει ως αξιόμαχο κειμενογράφο και να τον κατακεραυνώνει σε κάθε ευκαιρία; Έχω γράψει ξανά για τον Φίλιππο Φιλίππου και κάθε φορά με βάζει στο συγκεκριμένο δίλημμα. Τελευταίο δείγμα η “κριτική” του «Δύο άντρες, μια φιλία κι οι γυναίκες» (Αναγνώστης, 13/2/25) για το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάσχου Παραδείσια Πουλιά (Περισπωμένη, 2024).
Παραθέτω:
«Μια από τις ιστορίες που αφηγείται ο Ιεροκλής είναι εκείνη με τη θεία Τούλα, ένα πλάσμα ερωτικότατο που τον αφήνει να ανεβεί στο κρεβάτι της, λέγοντάς του “Τι θες, μωρό μου, νυχτιάτικα”. Άλλη είναι η ερωτική σχέση κάποιου Τζόνυ Φίνου με τη μητέρα του Μαρκήσιου. Ο Τζόνυ είναι άνθρωπος του υποκόσμου με κακή συμπεριφορά κι έχει έναν αδελφό, τον Μπρούκλη, ο οποίος είναι ναυτικός σε ποντοπόρα πλοία. Έχοντας μεγάλη πείρα από γυναίκες των λιμανιών, ο Μπρούκλης (ή Βασίλης) λέει τη φράση “Αν σε αγαπάνε οι πουτάνες, σε αγαπούν όλες οι γυναίκες και σε σέβονται οι άντρες”. Για τις γυναίκες των λιμανιών μιλάει επίσης κι ο παππούς του αφηγητή, ο οποίος ήταν κι αυτός ναυτικός και του διηγείται μια ιστορία με μια Κουβανή μιγάδα, εκείνη που του εμπνέει τη φράση “Αν νιώσεις αθάνατος σε μιαν αγκαλιά, εκεί είναι ο παράδεισος”. [...] Τα Παραδείσια πουλιά έχουν μικρές ανατροπές, ενίοτε παραπέμπουν στην αστυνομική λογοτεχνία (υπάρχουν βιαιότητες, συλλήψεις, δίκες, καταδίκες, φυλακίσεις, θάνατοι). Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα είναι να μιλήσει για το σεξ και τις χαρές που προσφέρει. Γραμμένο με ανάλαφρο και ειρωνικό λογοτεχνικό στιλ, καθώς διακωμωδεί τα πάντα, το μυθιστόρημα είναι μια περιήγηση στα στέκια της νυχτερινής Αθήνας, από Κολωνάκι μέχρι Μοναστηράκι και Άγιο Παντελεήμονα. [...] Κάπου κάπου ο αναγνώστης συναντάει το όνομα του Ντε Σαντ και του Μπουκόφσκι, του Χένρι Μίλερ και του Ζορζ Μπατάιγ, μα και της Αναΐς Νιν, όπερ σημαίνει πως ο Γιάννη Πάσχος έχει επηρεαστεί από αυτούς και ίσως θα ήθελε να τους μοιάσει. Αυτό προσπαθεί να κάνει, μάλιστα γράφει κι ένα σχετικό ποίημα (σαπουνίζω απαλά τις τρίχες του @@@@@ , τη σαπουνίζω εκεί με απαλές κινήσεις)».
Αισθάνεται άραγε ο κ. Πάσχος ότι τον τιμά το κείμενο; Ότι τιμά το βιβλίο; Το εκλαμβάνει δηλαδή ως μια θετική “κριτική”;
— «Το μόνο αληθινό ταξίδι, το μόνο ελιξίριο νεότητας, δεν είναι να ταξιδέψουμε αναζητώντας καινούργια τοπία, αλλά ν’ αποκτήσουμε καινούργια μάτια, να δούμε το σύμπαν μέσα από το πρίσμα κάποιου άλλου [...]» (Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο V: Η φυλακισμένη, μτφρ. Παύλος. Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος, Εστία, [1923] 2004).
Πολλές φορές, οι κριτικές λογοτεχνίας προσφέρουν την πιο χειροπιαστή μετουσίωση της γνωστής φράσης του Προυστ. Διάβασα τη διθυραμβική κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Σύνδεση με το παρόν και το μέλλον» (Το Βήμα, 16/2/25) για τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου Δωδεκάτη Φεβρουαρίου (Ποταμός, 2024). Συλλογή που εγώ βρήκα έμπλεη νοσταλγίας και μελοδραματισμού. Ο κ. Χατζηβασιλείου δίνει κάποια επιχειρήματα, γιατί ο κ. Χριστόπουλος «δεν γράφει νοσταλγικά [...] αποφεύγοντας εκ παραλλήλου και τον οιονδήποτε μελοδραματισμό». Ουδόλως πείθομαι. Εσκεμμένα εξάλλου, στη συγκεκριμένη κριτική, έχω παραθέσει τόσο πολλά αποσπάσματα από τη συλλογή του κ. Χριστόπουλου.
— Διάβασα τη συνέντευξη «Δημιούργησε γλωσσικές εκρήξεις» (Το Βήμα, 16/2/25), που πήρε η Λαμπρινή Κουζέλη από τον ποιητή Αργύρη Παλιούκα.
Ο κ. Παλιούκας μιλάει με αφορμή την ανθολόγηση ερωτικών ποιημάτων του Γιάννη Κοντού. Δεν θα μπω στην ουσία γιατί το κείμενο με πέταξε εκτός.
Παραθέτω:
«Τούτη την ανθολογία του την είχε υποσχεθεί, λέει, και τώρα έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Επέλεξε τη θεματική του έρωτα γιατί ο Κοντός “ήταν ένας ερωτικός άνθρωπος. Δεν εννοώ σεξουαλικός, αλλά ερωτικός με την ευρεία έννοια. Οι κινήσεις του, ο τρόπος που φορούσε το κασκόλ του, ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετούσε την καθημερινότητά του, το ημίφως στο σπίτι του με τους πίνακες, τα ρόπτρα, τα σταχτοδοχεία, τα κηροπήγια που συνέθεταν όλα ένα σκηνικό της ζωής, ο τρόπος που επικοινωνούσε, που βοηθούσε τους ανθρώπους, τους νέους ποιητές, εμένα και άλλους, η έγνοια του, η τρυφερότητά του, όλα αυτά είναι μια ερωτική συμπεριφορά».
Με όλο τον σεβασμό, σταμάτησα να παίρνω στα σοβαρά το κείμενο σε αυτο τον «τρόπο που φορούσε το κασκόλ του». Παρά το γεγονός ότι το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφία του κ. Κοντού με κασκόλ, παρά το γεγονός ότι υπάρχει και φωτογραφία με το εξώφυλλο της συλλογής, που φέρει σκίτσο του ποιητή και πάλι με κασκόλ, αδυνατώ να διακρίνω τον ερωτισμό στον τρόπο που φοράει το πλεκτό περιλαίμιο.