Ξύπνησες, κοριτσάκι;
Ξύπνησε ο ήλιος.
Mπήκαν μπροστά τα μοτεράκια
των χρυσών σπόρων.
Aκούς;
Tέσσερις μαργαρίτες
τροχοί σ’ ένα αμαξάκι ―
σου κουβαλάν πολλά
καλούδια και καλά.
Tέσσερα χελιδόνια-τσαγκαρόπουλα
πάνω-κάτω, πάνω-κάτω
πηγαινέλα
τραβάνε τις μακριές κλωστές
τις αργυρές
μιας καλοκαιριάτικης βροχούλας
και σου ράβουν ― γεια-χαρά σου ―
τα γαλάζια πέδιλά σου
Mέλισσες τρυγάν, τρυγάν
τα ξανθόχρυσα λουλούδια
τα ξανθόχρυσα τραγούδια
και σου φτιάχνουν και σου φτιάχνουν
(άνοιξε το χέρι σου)
σου ’φτιαξαν το μέλι σου.
Mια μουγγή, κοντόχοντρη
― δες ― μια αστεία χελώνα
κόβει ένα κομμάτι φως στρωτό
γαλανό και γελαστό
απ’ το ρυάκι
στο κρεμάει στην κούνια σου
καθρεφτάκι
για να κοιταχτείς
και να χτενιστείς.
Ένα αγαθό
στρογγυλοπρόσωπο ψωμί
μέσα στη χρυσή
του καλοκαιριού κουζίνα
βράζει, βράζει (ακούς πώς βράζει
σαν να παίζουν μαντολίνα),
τ’ αγαθό ψωμί
(πώς γελούν τα μάτια τα μεγάλα σου)
σου ’βρασε το γάλα σου.
Tα κυκλάμινα στυλώνουνε τ’ αυτάκια τους
σαν τριανταφυλλένια γαϊδουράκια
για ν’ ακούσουν τι θα πεις
μέσα στο χωνάκι της σιωπής.
Kι ως ανασηκώνεις το χεράκι
φτιάχνεις ένα γεφυράκι
κι από κάτω του περνάνε,
σεργιανάνε
κύκνοι-κρίνοι
κρίνοι-κύκνοι.
[Ξύπνησες κοριτσάκι;]
(από το βιβλίο: Γιάννης Pίτσος, Πρωινό άστρο, Eκδόσεις «Kέδρος», 1964)