Mια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γριά που έπλενε στο ποτάμι άντερα για να τα μαγειρέψει. Ένας αητός την είδε από ψηλά και όρμηξε και της τα πήρε. H γριά άρχισε να φωνάζει και να παρακαλά τον αητό:
― Δος μου αητέ τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
O αητός τής αποκρίθηκε:
― Φέρε μου ένα κλωσσόπουλο για να σου δώσω τ’ άντερα.
Πάει η γριά στην κλώσσα και της λέει:
― Δος μου κλώσσα ένα πουλί, να δώσω στον αητό, να μου δώσει τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η κλώσσα:
― Δος μου στάρι, να σου δώσω ένα πουλί.
Πάει η γριά στον αλωνάρη και του λέει:
― Δος μου αλωνάρη στάρι να δώσω στην κλωσσού να μου δώσει ένα πουλί να δώσω του αητού να μου δώσει τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει ο αλωνάρης:
― Φέρε μου μια παρασύρα* και γω θα σου δώσω στάρι.
Πάει η γριά σε μια βουρλιά, και της λέει:
― Δος μου βουρλιά παρασύρα κι εγώ παρασύρα στον αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμένα στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αητού κι αητός εμένα τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
Tης λέει η βουρλιά:
― Δος μου νερό να σου δώσω παρασύρα.
Παρακαλάει η γριά τον ουρανό:
― Δος μου ουρανέ νερό, κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο ουρανός της ζήτησε λιβάνι.
Πάει λοιπόν στον μαγαζάτορα, και τον παρακαλά:
― Δος μου μαγαζάτορα λιβάνι και γω λιβάνι τ’ ουρανού κι ο ουρανός εμέ νερό κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
Mα ο μαγαζάτορας της ζητά λεφτά, πάει λοιπόν η γριά στον πλούσιο και τον παρακαλά:
― Δος μου πλούσιε λεφτά
κι εγώ λεφτά στον μαγαζάτορα
κι ο μαγαζάτορας εμέ λιβάνι
κι εγώ λιβάνι τ’ ουρανού
κι ο ουρανός εμέ νερό
και γω νερό της βουρλιάς
κι η βουρλιά εμέ παρασύρα
και εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη
κι ο αλωνάρης εμέ στάρι
κι εγώ στάρι στην κλωσσού
κι η κλωσσού εμέ πουλί
κι εγώ πουλί τ’ αητού
κι ο αητός εμένα τ’ άντερα
να μη με δείρει ο γέρος.
Kαι ο πλούσιος της έδωσε λεφτά.
* παρασύρα: σκούπα
[Παιχνίδι μνήμης]
(καταγραφή Λένας Σαββίδη, αφήγηση Δημητρίου Λαμπράκη)