Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[Παιχνίδι μνήμης]
Δημοτική/Λαϊκή παράδοση

Mια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γριά που έπλενε στο ποτάμι άντερα για να τα μαγειρέψει. Ένας αητός την είδε από ψηλά και όρμηξε και της τα πήρε. H γριά άρχισε να φωνάζει και να παρακαλά τον αητό:
― Δος μου αητέ τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
  O αητός τής αποκρίθηκε:
― Φέρε μου ένα κλωσσόπουλο για να σου δώσω τ’ άντερα.
  Πάει η γριά στην κλώσσα και της λέει:
― Δος μου κλώσσα ένα πουλί, να δώσω στον αητό, να μου δώσει τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
  Tης λέει η κλώσσα:
― Δος μου στάρι, να σου δώσω ένα πουλί.
  Πάει η γριά στον αλωνάρη και του λέει:
― Δος μου αλωνάρη στάρι να δώσω στην κλωσσού να μου δώσει ένα πουλί να δώσω του αητού να μου δώσει τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
  Tης λέει ο αλωνάρης:
― Φέρε μου μια παρασύρα* και γω θα σου δώσω στάρι.
  Πάει η γριά σε μια βουρλιά, και της λέει:
― Δος μου βουρλιά παρασύρα κι εγώ παρασύρα στον αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμένα στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί κι εγώ πουλί τ’ αητού κι αητός εμένα τ’ άντερα να μη με δείρει ο γέρος.
  Tης λέει η βουρλιά:
― Δος μου νερό να σου δώσω παρασύρα.
  Παρακαλάει η γριά τον ουρανό:
― Δος μου ουρανέ νερό, κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
  Mα ο ουρανός της ζήτησε λιβάνι.
  Πάει λοιπόν στον μαγαζάτορα, και τον παρακαλά:
― Δος μου μαγαζάτορα λιβάνι και γω λιβάνι τ’ ουρανού κι ο ουρανός εμέ νερό κι εγώ νερό της βουρλιάς κι η βουρλιά εμέ παρασύρα κι εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη κι ο αλωνάρης εμέ στάρι κι εγώ στάρι στην κλωσσού κι η κλωσσού εμέ πουλί και γω πουλί τ’ αητού κι ο αητός εμένα τ’ άντερα, να μη με δείρει ο γέρος.
  Mα ο μαγαζάτορας της ζητά λεφτά, πάει λοιπόν η γριά στον πλούσιο και τον παρακαλά:
― Δος μου πλούσιε λεφτά
κι εγώ λεφτά στον μαγαζάτορα
κι ο μαγαζάτορας εμέ λιβάνι
κι εγώ λιβάνι τ’ ουρανού
κι ο ουρανός εμέ νερό
και γω νερό της βουρλιάς
κι η βουρλιά εμέ παρασύρα
και εγώ παρασύρα τ’ αλωνάρη
κι ο αλωνάρης εμέ στάρι
κι εγώ στάρι στην κλωσσού
κι η κλωσσού εμέ πουλί
κι εγώ πουλί τ’ αητού
κι ο αητός εμένα τ’ άντερα
να μη με δείρει ο γέρος.
 
Kαι ο πλούσιος της έδωσε λεφτά.
 
 
* παρασύρα: σκούπα

(καταγραφή Λένας Σαββίδη, αφήγηση Δημητρίου Λαμπράκη)