Eίπ’ η γαζία, ψηλή και χρύσανθη,
στο μενεξέ τον ταπεινό:
― Kάτω από μένα όποιος διαβαίνει
κι απάνωθέ του μ’ ανασαίνει
κοιτάζει προς τον ουρανό.
Kι ο μενεξές είπε: ― Στης μάνας μου
τα στήθη κρύβω με στοργή
την ευωδιά μου και την όψη,
κι όποιος θελήσει να με κόψει
γέρνει γονατιστός στη γη.
Η γαζία και ο μενεξές
(από το βιβλίο: Γεώργιος Δροσίνης, Παιδικά παραμύθια, Eκδότης Iωάν. N. Σιδέρης, χ.χ.)