Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρίσκονταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στέκονταν ακόμα, έτοιμο κι αυτό να πέσει. Από τη μισογκρεμισμένη πόρτα του μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σα να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής που ’ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές…
Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησιάς. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τα ’νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.
Ιανουάριος: Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά της αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρό κούτσουρο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστεί για την εκκλησία της.
Φεβρουάριος: Παραμονή απόκριας. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του να τα πουλήσει. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζει. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός, όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα…
Μάρτιος: Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουνε ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα…
Απρίλιος: Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ώς το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίσει το κεφάλι…
Μάιος: Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μες απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός… Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι…
Ιούνιος: Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουν. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε…
Ιούλιος: Ο άρχοντας, κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρει μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δει τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε κι αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήσει…
Αύγουστος: Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούονται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους…
Σεπτέμβριος: Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μες στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούργια τσίπουρα και τα πετιμέζια…
Οκτώβριος: Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σαν βελούδο, ανεβαίνοντας ώς το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου, Όταν φορτώνεται να φύγει, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαβγίσματα.
Νοέμβριος: Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια…
Δεκέμβριος: Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται, μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα…
Ώς να ξεσηκώσω και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετήσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγία» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου.
[Οι δώδεκα μήνες]
(από το βιβλίο: Στρατής Δούκας, Οδοιπόρος, Aθήνα 1975)