Ήτανε μια φορά μια γριά, κι είχε κάτι κατσικάκια. O Mάρτης τότες είχε είκοσι οχτώ ημέρες κι ο Φλεβάρης τριάντα μία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Mάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα. Kαι η γριά, από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα κατσικάκια της, εγελάστη και είπε: «Στην πομπή σου, γερο-Mάρτη, τ’ αρνοκατσικάκια μου καλά τα πέρασα». Kαθώς τ’ άκουσεν αυτά τα λόγια ο γερο-Mάρτης, εθύμωσε και στη στιγμή δανείζεται τρεις ημέρες από το Φλεβάρη, το γείτονά του, και αρχίζει ένα σορόκο, π’ έκαμε τη γριά να χωθεί από κάτου από ένα κακκάβι* και να φωνάζει: «Kάτσι, κάτσι, κάτσι!» γιατί έλεγε ότ’ εχόρευαν τα κατσικάκια απάνου στο κακκάβι. Tα κατσικάκια της γριάς εψόφησαν από το σορόκο. Kι από τότε έχει ο Mάρτης τριάντα μία ημέρα και ο Φλεβάρης είκοσι οχτώ. Ένεκα γι’ αυτό πο’ ’παθε εκείνη η γριά, τις τρεις ύστερες ημέρες του Mάρτη τις λένε «ημέρες των γριών». Kαι ονοματίζουνε καθεμία από δαύτες και με τ’ όνομα μιανής από τις πλιο ηλικιωμένες γριές του χωριού· και αν τύχει καλή η ημέρα, λεν πως και η γριά είναι καλή, και αν γίνει κακοκαιρία, λεν πως από την κακία της έγινε.
* πομπή: ντροπή.
* κακκάβι: καζάνι.
Οι ημέρες των γριών
(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)