Τέσσερα
(γύριζε γοργά!)
τέσσερα αδέρφια το χορό όξω στους κάμπους σέρνουν
πιασμένα χέρι χέρι,
του Γεροχρόνου τα παιδιά,
που ’ναι τα αγόρια ομορφονιοί κι η κόρη δίχως ταίρι.
Κι η κόρη
(κοίταξε ομορφιές!)
κι η κόρη πρώτη τραγουδεί: «Τους κάμπους λουλουδίζω
και τα κλαδιά φουντώνω,
του Πάσκα φέρνω τις χαρές,
στης νύχτας μέσα τη δροσιά μ’ αηδόνια ξεφαντώνω».
Το πρώτο
(μάνα μου γλυκιά!)
το πρώτο αγόρι τραγουδεί: «Σφαλήστε τα βιβλία
στις εξοχές να πάμε,
να δροσιστούμε στα νερά,
στον ίσκιο της γερομουριάς τα πωρικά να φάμε».
Και τ’ άλλο
(κράτα το χορό!)
και τ’ άλλο αγόρι τραγουδεί: «Ο τρύγος τώρα αρχίζει
με χαρωπά τραγούδια·
σταφύλια κεί, σταφύλια δω·
πατείτε, άντρες, στους ληνούς*, τρυγάτε, κοπελούδια!»
Το τρίτο
(α, μα τι χαρά!)
το τρίτο λέει: «Όμως κι εγώ τα παραμύθια φέρνω
τριγύρω στα μαγκάλια
μαζί με κάστανα ψητά,
Aγιοβασίλη φέρνω γω, εγώ και πορτοκάλια».
Κι όλα τους
(γύριζε γοργά!)
κι όλα τους τραγουδούν μαζί: «Γυρνάμε νύχτα μέρα
πιασμένα χέρι χέρι,
εμείς του Χρόνου τα παιδιά,
τρεις γιοι κι οι τρεις ομορφονιοί, μια κόρη δίχως ταίρι».
* ο ληνός: πατητήρι, δεξαμενή όπου έλιωναν τα σταφύλια, συνήθως με τα πόδια.
Τέσσερα αδέρφια
(από το βιβλίο: Aλέξανδρος Πάλλης, Κούφια καρύδια, The Liverpool Booksellers Co., Λίβερπουλ 1915)