Ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω των καραβιώνε:
«Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυές βρυσούλες,
κι οσά ’βρω μεσοπέλαγος, στεριάς θε να τα ρίξω».
Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
«Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσεις δε φυσήσεις,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι αντένες προύντζινες κι ατσάλενα κατάρτια,
έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια·
κι έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κι έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κι εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω».
«Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξεις τον καιρό, να ιδείς για τον αέρα».
Παιζογελώντα ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
«Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;»
«Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα,
είδα την μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και στης Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει».
Ώστε να ειπεί, να καλοειπεί, να καλοκουβεντιάσει,
βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπιλιάδα του ’ρθε από τη μια, σπιλιάδα από την άλλη,
σπιλιάδα από τα πλάγια του κι εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάγει.
Όλες οι μάνες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται,
μα μια μανούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
«Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πο’ ’πνιξες το παιδάκι μου, π’ άλλο παιδί δεν έχω».
«Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν’ φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάνει τα καράβια».
Του κυρ Βοριά
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος τρίτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)