Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Το γουρουνάκι
Ταρσούλη Γεωργία

Ήταν μια φορά μια γριά κι ένας γέρος κι είχαν ένα γουρουνάκι. Ο γέρος ήταν τσιγκούνης κι η γριά ήταν λιχούδα, και κάθε λίγο έλεγε του γέρου:
  – Γέρο, πότε θα το σφάξουμε το γουρουνάκι;
  – Α, γριά, αν δε δω εγώ το γουρουνάκι να κρεμάσει ξίγκι απ’ την ουρά του, δεν το σφάζω.
  – Βρε είσαι στα καλά σου, γέρο. Κρεμάν ποτέ ξίγκι απ’ την ουρά τους τα γουρούνια;
  – Δεν ξέρω εγώ τι κάνουν τ’ άλλα τα γουρούνια. Aν δε δω το δικό μας να κρεμάσει ξίγκι δεν το σφάζω.
  Τι να κάνει η γριά, που έβλεπε το γουρουνάκι και το λιμπιζότανε;
  Πιάνει λίγο μπαμπάκι και το κρεμά απ’ την ουρά του γουρουνιού και φωνάζει του γέρου:
  – Γέρο, για έλα να δεις που το γουρουνάκι μας κρέμασε ξίγκι!
  Τρέχει εκείνος και, καθώς ήταν γέρος και δεν έβλεπε καλά, πέρασε το μπαμπάκι για ξίγκι.
  – Ε, γριά, δίκιο έχεις, να το σφάξουμε το γουρουνάκι.
  – Να το σφάξουμε, γέρο μου.
  Πιάνουν, σφάζουν το γουρουνάκι, το παστρεύουν, το αλατίζουν και το βάζουν στην πιατέλα.
  – Τώρα να το μαγειρέψουμε.
  – Αμ πώς να το μαγειρέψουμε που δεν έχουμε ξύλα;
  – Να πάμε στο λόγκο να φέρουμε.
  – Και πού θα βρούμε το δρόμο να γυρίσουμε σπίτι μας;
  – Να πάρουμε μαζί μας άχυρα και να τα σκορπούμε πίσω, για να βρούμε το δρόμο.
  Πήρε η γριά ένα τσουβάλι, πήρε κι γέρος ένα σκοινί, για να φέρουν ξύλα να μαγειρέψουν το γουρουνάκι. Πήραν κι έναν τορβά* με άχυρα και κλείδωσαν το σπίτι. Και το κλειδί, επειδή το σπίτι ήταν χαμηλό, το χώσανε κάτω απ’ τα κεραμίδια αποπάνω απ’ την πόρτα.
  Πήγαιναν στο δρόμο κι έσπερναν το άχυρο. Τους βλέπει ένας διακονιάρης και τους λέει:
  – Σε καλό, χριστιανοί! Γιατί σπέρνετε άχυρα στο δρόμο;
  – Σφάξαμε το γουρουνάκι μας και δεν έχουμε ξύλα να το μαγειρέψουμε, και πάμε να φέρουμε απ’ το λόγκο· και για να βρούμε το δρόμο για το σπίτι, σπέρνουμε τα άχυρα που βλέπεις. Και το κλειδί του σπιτιού μας το βάλαμε κάτω απ’ τα κεραμίδια, πάνω από την πόρτα. Κοίταξε, λοιπόν, μην πας και το βρεις και μας πάρεις το γουρουνάκι που έχουμε σε μια πιατέλα μέσα στο ντουλάπι.
  – Μπα, μπα, πώς θα πάω, τους λέει ο ζητιάνος. Πού ξέρω εγώ τον δρόμο;
  Έφυγαν ο γέρος με τη γριά ήσυχοι, πώς δεν θα τους πειράξουν το γουρουνάκι τους.
  Ο διακονιάρης όμως, βλέποντας τα άχυρα, τράβηξε ίσια στο σπίτι τους, βρήκε το κλειδί πάνω απ’ την πόρτα, το πήρε, άνοιξε, βρήκε το γουρουνάκι μέσα στο ντουλάπι, το πήρε, κλείδωσε το σπίτι, έβαλε το κλειδί στη θέση του, κι απ’ εδώ παν κι άλλοι.
  Έρχονται σε λίγο ο γέρος με τη γριά, φορτωμένοι ξύλα, για να μαγειρέψουν το γουρουνάκι. Πάνε στο ντουλάπι να το βρουν, πού γουρουνάκι!
  – Βρε γριά, ποιος πήρε το γουρουνάκι μας;
  – Ξέρω γω γέρο μου; Το σπίτι ήταν κλειδωμένο κι άνθρωπος δεν μπήκε μέσα.
  – Ξέρεις, γριά; οι μύγες θα το ’φαγαν το γουρουνάκι!
  – Έχεις δίκιο, γέρο, οι μύγες θα το ’φαγαν. Θα τις σκοτώσουμε, όπου τις βρούμε.
  Πήρε λοιπόν η γριά τον κόπανο* κι ο γέρος μια ματσούκα* κι άρχισαν να βαρούν τις μύγες.
  Χτυπά ο γέρος, χτυπά η γριά, σπάνουν το γυαλένιο το σοφρά.*
  – Ποιος έσπασε το σοφρά;
  – Η γριά!
  – Όχι, ο γέρος!
  – Όχι, η γριά!
  – Όχι, ο γέρος!
  Δίνει μια ο γέρος της γριάς και της σπάζει το κεφάλι.
  Ύστερα ένιωσε μια μύγα στο κούτελό του, δίνει μια με τη ματσούκα και σπάζει και το δικό του το κεφάλι.
  Κι έτσι πάει κι ο γέρος κι η γριά, και μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτ’ εσείς να το πιστέψετε.
 
 
 
* τορβάς: μικρός σάκος.
* κόπανος: ξύλο που χρησιμοποιούσαν άλλοτε για το πλύσιμο των ρούχων.
* ματσούκα: ραβδί.
* σοφράς: χαμηλό τραπέζι.
 

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)