Αρνάκι άσπρο και παχύ
της μάνας του καμάρι,
εβγήκεν εις την εξοχή,
και στο χλωρό χορτάρι.
Απ’ τη χαρά του την πολλή
απρόσεχτο πηδούσε,
της μάνας του τη συμβουλή
καθόλου δεν ψηφούσε.
«Καθώς, παιδί μου, προχωρείς,
και σαν ελάφι τρέχεις,
να κακοπάθεις ημπορείς,
και πρέπει να προσέχεις»
Χαντάκι βρέθηκε βαθύ,
ορμά σαν παληκάρι,
να το πηδήσει προσπαθεί
και σπάζει το ποδάρι.
Το αρνάκι
(από το βιβλίο: Σπύρος Kοκκίνης, Σχολική ποιητική ανθολογία, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου και Σιας A.E., 1974)