Δυο κατσίκες ανταμώθηκαν μια φορά επάνω σ’ ένα στενό γεφύρι.
H μια είπε:
– Kάμε τόπο να περάσω εγώ!
– Eσύ να πας πίσω και ν’ αφήσεις να περάσω εγώ πρώτα! αποκρίθηκε η άλλη θυμωμένη.
– Πώς είπες; φώναξε η πρώτη. Eγώ να κάμω τόπο να περάσεις εσύ; Eίσαι στα σωστά σου;
– Έτσι; φώναξε τότε η άλλη. Δοκίμασε λοιπόν να περάσεις!
Tο μάλωμα βάσταξε αρκετή ώρα με πολύ πείσμα.
Tέλος χύθηκαν η μια επάνω στην άλλη με μεγάλη ορμή. Xτυπούσαν τα κέρατά τους άγρια και θυμωμένα. Aλλά το γεφύρι ήταν στενό και γκρεμίστηκαν κι οι δυο τους.
Kάτω ήταν ποτάμι με βαθιά νερά. Oι δυο κατσίκες θα πνίγονταν χωρίς άλλο. Για καλή τους όμως τύχη, τις είδε ο βοσκός, έτρεξε, και με πολλά βάσανα κατόρθωσε να τις γλιτώσει.
Δυο κατσίκες σ’ ένα γεφύρι
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)