Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί,
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί,
και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.
Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ’ Ανατολή!
Τη στιγμή, που σουλατσάρει
με το βήμ’ αργό,
«δεν ξανάειδα, λεν οι κότες,
τέτοιο στρατηγό»!
Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:
«Μωρέ τ’ είμαι ’γώ!»
Ξάφνου βλέπει ένα γεράκι.
Αχ! την ώρα αυτή
το βαρύ περπάτημά του
έχει μπερδευτεί,
κι αστραπή μες στο κοτέτσι
τρέχει να κρυφτεί.
Ο κόκορας
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)