Ο σκύλος λέει της γάτας:
«Τα νύχια σου ετοιμάζεις,
φυσάς και καμπουριάζεις.
Μα τι έχεις και θυμώνεις;
Ώς πότε οι τσακωμοί;»
Κι εκείνη: «Μη ζυγώνεις,
σε σκίζω στη στιγμή!»
«Για στάσου, λέει ο σκύλος,
δε θέλεις να είμαι φίλος;
Μιλώ στα σοβαρά»
και κούναε την ουρά.
«Τρωγόμαστε βδομάδες,
παίρνεις και δίνεις ξύλο.
Aς πάψουν οι καυγάδες
και δέξου με για φίλο.
Δε σκέφτηκες κομμάτι
πως απ’ την γκρίνια αυτή
θα μείνω μ’ ένα μάτι,
θα μείνεις μ’ ένα αυτί;»
Η γάτα με ησυχία
το πόδι κατεβάζει,
του σκύλου η ομιλία
σε συλλογή τη βάζει.
Λόγο τιμής εδώσαν·
ήταν εχθροί, φιλιώσαν.
Ξεχάσαν τι έχει γίνει.
Συντρόφεψαν. Ειρήνη.
«Βλέπω καλά; Έχει χάζι!»
τ’ αφεντικό φωνάζει.
«Ποιοι να ’ν’ οι δυο κει κάτω
που τρων στο ίδιο πιάτο;»
Οι δυο φίλοι
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)