Δυο γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα,
δίνουν κλοτσές συχνές πυκνές,
χαλούν τον κόσμ’ απ’ τις φωνές,
δαγκάνει ένας τ’ αλλουνού τ’ αυτιά και τη σαγόνα.
― Ποιος σου ’δωσε την άδεια δω μέσα να πατήσεις;
φωνάζει ο μαυριδερός·
και απαντά ο σταχτερός:
― Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσεις;
Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι,
άχυρο, βίκο* και σανό,
στήσαν καυγά αληθινό,
και δεν τολμά κανένας τους ούτε μεζέ να πάρει...
Κι απ’ τον πολύ το θόρυβο ο νοικοκύρης φτάνει·
κρατάει ρόπαλο γερό,
χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.
............................
Τους φίλιωσε η δυστυχιά, η πίκρα, το φαρμάκι,
ένας τον άλλον χαιρετά,
λένε πως ήσαν χωράτα,
κι επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι...
* βίκος: φυτό, είδος ζωοτροφής.
Ονομαχία
(από το βιβλίο: Δημήτριος Γρ. Kαμπούρογλους, Στίχοι και μύθοι διά τα παιδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», 1904)