Eίπαμε ψέματα πολλά,
ας πούμε και μια αλήθεια:
Φορτώσαμε έναν ποντικό
εννιά κιλά ρεβίθια,
κι αυτού, στα μεσοσάμαρα,
σαράντα κολοκύθια.
Tα κολοκύθια είχαν νερό
και το νερό βατράχια,
και τα βατράχια λάλαγαν*
κι ο ποντικός εσκιάχτη
και το φορτίο το ’ριξε
και πιλαλώντας* φεύγει.
Mέσα στ’ αμπάρια τρύπωσε
κι η μάνα του τού λέει:
– Πού πας, παιδί μου πόντικα,
πού πας, καλέ Zαφείρη;
– Πάω στην Πόλη γι’ άρματα
και στη Φραγκιά για ρούχα.
* λάλαγαν (λαλώ): φώναζαν.
* πιλαλώ: τρέχω, καλπάζω.
Ποντικός σαμαρωμένος
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)