Το καναρίνι στο κλουβί
με πόση χάρη κελαηδεί!
Μα εγώ τον όμορφο σκοπό
πώς τον ακούω θλιβερό!
Χωρίς ν’ απλώνει τα φτερά
πού τήνε βρίσκει τη χαρά;
Πώς η μικρούλα του η ψυχή
τήνε βαστάει τη φυλακή;
Το κοριτσάκι ζωηρό
του κάνει χάδια ένα σωρό,
του δίνει ζάχαρη πολλή
και του λαλεί και το φιλεί,
μ’ αυτό με κομπιαστή λαλιά
σάμπως παράπονο αρχινά.
Πώς η μικρούλα του η ψυχή
τήνε βαστάει τη φυλακή;
Χρόνο το χρόνο, ολοζωή
μόνο του μέσα στο κλουβί;
Και να θωρεί τον ουρανό
από δωμάτιο σκοτεινό;
Και να μην παίζει στα κλαδιά
μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά;
Πώς η μικρούλα του η ψυχή
τήνε βαστάει τη φυλακή;
Καναρίνι
(από το βιβλίο: Bασίλης Pώτας, Αυγούλα, Aθήνα 1974)