Γρίπος*! Μεγάλη δουλειά! Κι όχι για τίποτ’ άλλο παρά για τα σπαρταριστά τα ψάρια, που ανέβαζαν κατόπι οι ψαροπουλητές, και τα φώναζαν και τράνταζαν τα παράθυρα από το βουητό.
Εγώ, να σας πω την αμαρτία μου, αγαπούσα τα ψάρια μα πιότερο μου άρεσε να βλέπω το γρίπο. Κάτι με τραβούσε πάντα προς το γρίπο. Στεκόμουν και κοίταζα τα κουπιά του να χτυπούν όλα μονομιάς, ν’ ανεβαίνουν, να μένουν ίσια κι ακίνητα στον αέρα, και πάλι να βουτούν, σα να τα είχες κουρντισμένα τα παλικάρια που τα τραβούσαν. Ύστερα κοίταζα το γύρω που χάραζαν πάνω στα ήσυχα τα νερά με τα δίχτυα, και συλλογιζόμουν τι κακό γινόταν εκεί στο βάθος! Τι όνειρα να είδαν εψές τα κακόμοιρα τα ψάρια! Θαρρούσα πως τα έβλεπα να χύνονται από δω κι από κει σαν τρελά και να πιάνονται. Και σαν αντιστορούσα, πως, και να ’ξεραν τι θα πει δίχτυ, και να μη σάλευαν από τον τόπο τους, πάλι θα τ’ άρπαζε το δίχτυ στην αγκαλιά του, μου ερχόταν να φωνάξω να σταματήσει ο γρίπος, να προφτάσουν να γλιτώσουν τα ψάρια.
Σε μισή ώρα μέσα η βάρκα ήταν αραγμένη και τα θαλασσοπούλια της χωρισμένα σε δυο γραμμές απάνω στον άμμο, έσερναν τα δυο παλαμάρια σιγά-σιγά από την μέση τους, γύριζε πίσω πηδηχτά ένας-ένας τους να στριφογυρίσει πάλι το σκοινί με το φελλό στην άκρη, να πιαστεί στο παλαμάρι και να ξανασύρει.
Ήταν μια χαρά να τους βλέπεις. Δεν είδα ζωγραφιά τους ακόμα. Αλήθεια, γιατί δεν ιστορούν οι ζωγράφοι μας έναν ελληνικό γρίπο; Να δεις αντρίκια ομορφιά και χάρη και δύναμη! Να δεις μπράτσα που να τα ζηλεύεις, στήθια μπρούντζινα, λαιμούς και κεφάλια χυτά, γυρισμένα καθώς τα είχαν κατά το πέλαγο, με τα χέρια τους ακουμπισμένα στο παλαμάρι.
Άλλη μισή ώρα κι ο γρίπος έβγαινε. Άστραφταν τα ψάρια τρεμουλιαστά πάνω στο δίχτυ, σαν τ’ αστέρια στον ουρανό. Μαζεύτηκαν τα παλικάρια τριγύρω και τίναζαν τα δίχτυα μες στα κοφίνια. Μπαρμπούνια, σαρδέλες, γόπες, μαρίδες, καλαμάρια, κάθε λογής δώρα θαλασσινά. Κάτω-κάτω στο δίχτυ νά σου και μια οκαδιάρικη* συναγρίδα!
Ο καπετάν Γιάννης που με ήξερε φαίνεται, την παίρνει, περνάει ένα κομμάτι βούρλο από τα σπάραχνά της, το δένει και μου το προσφέρνει χαμογελώντας.
Δεν ήθελε πληρωμή. Τον κάλεσα σπίτι μου να τον πληρώσω με καλό κρασί και δέχτηκε.
* γρίπος: αλιευτική συσκευή από δίχτυα.
* οκαδιάρικη: που ζυγίζει μία οκά (παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση με 1282 γραμμάρια).
Ο γρίπος
(από το βιβλίο: Aρσινόη Tαμπακοπούλου, H κυψέλη. Aναγνωστικό E΄ Δημοτικού, Eκδοτικός οίκος Iωάννου N. Σιδέρη, 1933)