Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε·
τίποτ’ άλλο δε ζητούσε
ο καημένος.
Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος.
Και την τύχη ευχαριστούσε,
που δεν ήταν φορτωμένος,
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος.
Τους εχθρούς του συχωρούσε
κι ήτανε συχωρεμένος,
και τον κόσμον αγαπούσε
ο καημένος.
Το Θεό παρακαλούσε
για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος.
Ο καημένος
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)