Kρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια·
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει·
η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές με το φαράσι...
Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος, απόψε,
φέρνει γύρα, μες στους δρόμους,
κι αν η παγωνιά θερίζει,
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
δε βαριέσαι, ― ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια...
Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει,
ο βοριάς που θα περάσει·
η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές, με το φαράσι...
Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια, τα φιλάκια:
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια;
Kι όταν γίνει, πάλι, βράδυ,
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες στα κρεβάτια,
μην τυχόν και ξεπαγιάσουν,
τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν, χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα...
Τα καημένα τα πουλάκια
(από το βιβλίο: Nαπολέων Λαπαθιώτης, Tα ποιήματα, Eκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1964)