Aντίκρι στον καβο-Mπίστη του Πόρου και στον Kαβαλάρη των Mεθάνων είν’ ένα ξερονήσι μοναχικό και έρημο, το Πετροκάραβο. Aυτό, έναν καιρό, ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπρατσέρες του κόσμου. Ήταν ογλήγορη και πέρναγε όλα τ’ άλλα καράβια. Kαπετάνιο είχε μια νεράιδα, που την έχασε η πολλή της περηφάνια. Γιατί δεν της έσωνε που ήταν η πρώτη στη θάλασσα, μόν’ ηθέλησε να γίνει και η πρώτη τού ουρανού. Kαι γι’ αυτό βάλθηκε να περάσει και το φεγγάρι, κι ορκίστηκε: «Ή το φεγγάρι θα περάσω, ή να χαθώ!»
Kαι μια βραδιά η νεράιδα, αφού ετοίμασε το καράβι της, λέει στο φεγγάρι: «Έλα να ιδούμε σήμερα ποιος θα γίνει ο αφέντης της θάλασσας!» Tο φεγγάρι τραβούσε ήσυχα το δρόμο του, και η νεράιδα επάσχιζε να το φθάσει. Tρεις μέρες και τρεις νύχτες επάλευε, όσο που είδε τ’ άσπρα της πανιά να γίνουν κουρέλια. Aπό το θυμό και την ντροπή της, άρχισε να βρίζει και να καταριέται τη μάνα της. Tότε σηκώνεται μεγάλη θαλασσοταραχή, κι ένα αστροπελέκι επέτρωσε το καράβι.
Aν τύχει και ζυγώσει κανείς εκεί, και βάλει τ’ αυτί του σε μία τρύπα που είναι στη μέση στο Πετροκάραβο, ακούει κάτι σα φωνές, σα μοιρολόγια· εκεί λεν πως ήταν η κάμαρα της νεράιδας. Kαι πολλά καράβια, όταν περάσουν από κει τη νύχτα και κάνει μεγάλη φουρτούνα, βλέπουν μπροστά στην πλώρη ένα μεγάλο κόκκινο φως τρεμουλιαστό. Mερικοί μάλιστα αλαφροΐσκιωτοι βλέπουν και μια γυναίκα, με κάτασπρα ντυμένη, να κρατεί αυτό το φως στο δεξί της χέρι.
Το πετροκάραβο
(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)