Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Πώς μεγάλωσε ο Δίας
Γεραλής Γιώργος

Στο βουνό της Κρήτης, την Ίδη, πήραν το μικρό Δία οι Νύμφες, αγαθές κόρες, και τον ακούμπησαν με χέρια τρυφερά σε χρυσή κούνια. Μεγάλωσε στη σπηλιά της Δίκτης, πίνοντας το γάλα μιας θαυμαστής γίδας που την έλεγαν Αμάλθεια κι ήταν γέννα του Ήλιου.
          Κάποτε, το θεϊκό παιδί, παίζοντας με την Αμάλθεια, έκανε το θαύμα του. Όπως δα, κάνουν θαύματα παίζοντας ακόμα και τα παιδιά των ανθρώπων. Της έσπασε το ένα της κέρατο. Κι αυτός, που θα γινόταν παντοδύναμος ―έτσι το ’θελε η μοίρα του κόσμου― χάρισε στο κέρατο της Αμάλθειας μαγικές χάρες.
          Βέβαια, όποιος το κατείχε μπορούσε να χαρεί πλουσιοπάροχα όλα τα αγαθά της γης. Φτάνει να ψιθύριζε μια ευχή, κι από το θαυμαστό συντρίμμι έτρεχαν ποτάμι το μέλι, το γάλα, οι καρποί, το σιτάρι, ευλογία των θεών και χαρά των ανθρώπων.
          Λένε ακόμα τα παραμύθια ―και τι δε λένε για το θείο παιδί. Αετοί και περιστέρια, περνώντας τους αιθέρες με χαρούμενο πέταγμα, κουβαλούσαν για χάρη του από τις άκριες των ωκεανών και από τις μακρινές πηγές τροφή και πιοτό που δεν είναι για μένα και για σένα. Αμβροσία και νέκταρ.
          Κι ο Δίας δεν το ξέχασε. Όταν έγινε κύριος των ουρανών, χάρισε στον αετό την αθανασία και τον έστησε, αστερισμό, στο λαμπρό στερέωμα. Και στα περιστέρια έδωσε την όμορφη χάρη νά φέρνουν στους ανθρώπους μηνύματα για τις εποχές. Πως νά, με τη θέληση των θεών, αλλάζουν οι καιροί και ν’ αρχίσουν πια καινούργια έργα.
          Κι ο Κρόνος, στο μεταξύ, ανίδεος, μέσα στα σύννεφα, χαιρόταν τη βασιλεία του. Μα ήταν φόβος ν’ ακούσει τις φωνές, τα γέλια, και κάπου κάπου τα κλάματα του παιδιού.
          Γι’ αυτό, όταν το κακό παραγινόταν, οι Κορύβαντες ―άλλοι τους λένε Κουρήτες― παράξενα πρόσωπα στην εξουσία της Ρέας, χτυπούσαν με δύναμη τα όπλα τους, σπαθιά κι ασπίδες, και συνάμα χόρευαν ένα μανιασμένο χορό. Έτσι, σκέπαζαν με το θόρυβο τις φωνές του παιδιού.
          Ο καιρός κυλούσε. Πλάσματα της γης και τ’ ουρανού, άνθρωποι και στοιχειά, παραστέκανε το μικρό θεό. Κι αυτός πια μεγάλωνε μέσα στα χάδια και τα παιχνίδια. Ένα θαυμάσιο παιχνίδι είχε χαρίσει στο αγαπημένο παιδί η νύμφη Αδράστεια. Ήταν μια μπάλα από κύκλους χρυσούς, που ανάμεσά τους είχε τυλιχτεί κισσός. Όταν την πετούσες ψηλά, πριν πέσει, ακολουθούσε στον ουρανό ένα δρόμο σαν εκείνο που χαράζουν τα θεία πυροτεχνήματα που τα λέμε διάττοντες ή πεφταστέρια.

(από το βιβλίο: Γιώργος Γεραλής, Ελληνική μυθολογία Ι. Οι θεοί, Kαστανιώτης, 1999)