[ Ένα παιδί, στην αρχαία Αθήνα, περιγράφει την πιο μεγάλη γιορτή της πόλης. ]
Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Τα Παναθήναια άρχισαν από το πρωί με αγώνες ιππικούς, κοντά στον Ιλισό.
Οι πλουσιότεροι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί τα καλύτερα άλογά τους. Τα οδηγούσαν οι γιοι τους, αν ήταν έφηβοι. Και ο Λεωκράτης έστειλε έξι άλογα θαυμάσια. Ο φίλος μου ο Κλεισθένης ήταν λυπημένος, που δεν ήταν ακόμη δεκαοχτώ χρονών, για ν’ αγωνιστεί με τα πατρικά του άλογα.
Με πόση χάρη καβαλίκεψαν οι όμορφοι νέοι τα περήφανα άλογά τους! Και πόσο εύκολα τα οδηγούσαν, γιατί ήσαν έξυπνα και καταλάβαιναν μ’ ευκολία τι θέλει ο καβαλάρης τους.
Ανυπομονούσαν να παραβγούν στο τρέξιμο. Κρατούσαν τα κεφάλια τους ψηλά, τα μάτια τους έβγαζαν φλόγες. Με αυτιά ολόρθα στέκονταν στη σειρά και περίμεναν ν’ ακούσουν τη σάλπιγγα για να ορμήσουν.
Αργούσε η σάλπιγγα, και αυτά στενοχωριούνταν· δάγκαναν τα χαλινάρια τους, κινούσαν τη χαίτη τους και χτυπούσαν το χώμα με τα λεπτά και δυνατά τους πόδια. Πολλά χλιμίντριζαν κι έδειχναν έτσι τη στενοχώρια τους.
Έξαφνα ακούστηκε το σάλπισμα, και άρχισε ο αγώνας. Τα φιλότιμα ζώα λες και πετούν. Το χώμα μόλις το αγγίζουν. Τα πέταλά τους βγάζουν σπίθες. Θαρρείς πως είναι ένα σώμα με τον καβαλάρη και μια θέληση έχουν και οι δυο, πώς να κερδίσουν το βραβείο της νίκης.
Από μικρό παιδί αγαπούσα τ’ άλογα· μα εκείνη την ημέρα τα λάτρευα. Ο πατέρας μου, βλέποντας την αγάπη μου και τον ενθουσιασμό μου, μου φανέρωσε ένα μυστικό. Μου είπε πως μεγάλωνε για μένα ένα πολύ όμορφο πουλαράκι. Από τη χαρά μου άρπαξα το χέρι του και του το φίλησα. Δεν του είπα όμως λέξη, γιατί όλη μου η προσοχή ήταν στ’ άλογα που έτρεχαν.
Κι εγώ, όπως και όλος ο άλλος κόσμος, με καρδιοχτύπι περιμέναμε το αποτέλεσμα. Περιμέναμε να δούμε ποιος θα ήταν ο ευτυχισμένος που θα έπαιρνε το βραβείο σ’ αυτό το αγώνισμα. Όλοι ελπίζαμε πως θα νικούσαν τ’ άλογα του Λεωκράτη· και οι ελπίδες μας βγήκαν αληθινές. Από τα έξι άλογά του, τα πέντε νίκησαν.
Ύστερα από τους ιππικούς αγώνες, άρχισαν τ’ άλλα αγωνίσματα, το πάλεμα, το τρέξιμο, το πήδημα, ο δίσκος, το κοντάρι. Το σχολείο μας επήρε τέσσερα πρώτα βραβεία. Ο Θεαγένης νίκησε στο κοντάρι, ο Κλεισθένης στο δίσκο, ο Λυκίδας στο πάλεμα κι εγώ στο τρέξιμο. Ένα όμορφο στεφάνι, καμωμένο με κλαδιά από την ιερή ελιά της Αθηνάς κι ένα θαυμάσιο πήλινο αγγείο με λάδι από την ίδια ελιά, ήταν το βραβείο της νίκης μας.
Ύστερα άρχισαν οι μουσικοί αγώνες στο Ωδείο, κάτω από την Ακρόπολη. Και σ’ αυτούς δεν έμεινε πίσω το σχολείο μας· νίκησε ο Κλεισθένης και πήρε το στεφάνι. Εγώ πήρα τον πρώτο έπαινο.
Το πιο ωραίο μέρος στη μεγάλη αυτή γιορτή ήταν η πομπή. Τρέξαμε κι εμείς γρήγορα να πιάσουμε θέση, για να δούμε καλά.
Χιλιάδες κόσμος ξεκινούσε από τον Κεραμεικό, να φέρει ώς την Ακρόπολη τον νέο πέπλο της θεάς.
Δεν είχαν δει τα μάτια μου ώς τότε τέτοιο αριστούργημα. Τον πέπλο αυτόν τον είχαν υφάνει τα καλύτερα κορίτσια της Αθήνας και είχαν κεντήσει απάνω με τέχνη μεγάλα κατορθώματα της θεάς.
Εμπρός εμπρός στην πομπή ήταν πολλές σειρές κορίτσια από τις αριστοκρατικές οικογένειες. Ήταν ντυμένα όμορφα και φορούσαν στεφάνια από κρίνους στα κεφάλια τους. Με τ’ άσπρα τους χέρια βαστούσαν στο κεφάλι τους από ένα πανεράκι, που είχε μέσα όσα χρειάζονταν για τη θυσία.
Έπειτα έρχονταν άλλες σειρές κορίτσια, που οι γονείς τους δεν ήταν ντόπιοι Αθηναίοι. Αυτά κρατούσαν τα καπέλα και τις ομπρέλες των Αθηναίων παρθένων που πήγαιναν μπροστά τους.
Πίσω από τα κορίτσια ακολουθούσαν γέροι σοβαροί, που οι άσπρες γενειάδες τους κυμάτιζαν απάνω στους καθαρούς χιτώνες τους. Φορούσαν στο κεφάλι τους στεφάνι από άσπρα τριαντάφυλλα και είχαν στα χέρια τους κλωνάρια από ελιά.
Έπειτα απ’ αυτούς έρχονταν πολλές σειρές από ωραίους ανθοστολισμένους άντρες· ήταν όλοι ψηλοί, λεβέντες, και κρατούσαν λόγχες κι ασπίδες, σα να πήγαιναν στον πόλεμο.
Πίσω απ’ αυτούς ακολουθούσαν οι έφηβοι, παλικάρια δεκαοχτώ χρονών, ντυμένοι πολύ όμορφα, άλλοι καβάλα σε ωραία άλογα και άλλοι πεζοί.
Τελευταία έρχονταν πολλές σειρές παιδιά, όλα καλοκαμωμένα· φορούσαν στενό χιτώνα και στο κεφάλι στεφάνι από τριαντάφυλλα.
Ύστερα ήταν οι αντιπρόσωποι, που έστειλαν οι αποικίες επίτηδες για την πομπή.
Κάθε συντροφιά έψελνε τον ύμνο στη θεά. Πίσω από τους ξένους ακολουθούσαν μουσικοί, που έπαιζαν κιθάρες και αυλούς, και ύστερα οι τραγουδιστές, που τραγουδούσαν με γλυκιά φωνή.
Έπειτα απ’ όλα αυτά, ερχόταν ένα παράξενο πλοίο, που το κουνούσαν ρόδες κρυμμένες. Στο κατάρτι του ήταν απλωμένος σαν πανί ο νέος πέπλος της θεάς.
Η πομπή προχωρούσε στην Ακρόπολη σιγά σιγά και με μεγαλοπρέπεια. Στα πεζοδρόμια δεξιά κι αριστερά στέκονταν χιλιάδες κόσμος κι έραιναν με λουλούδια τον ιερό πέπλο της θεάς.
Έτσι φτάσαμε κάτω από την Ακρόπολη. Το ιερό πλοίο σταμάτησε· και τον πέπλο της θεάς τον πήραν τα κορίτσια με μεγάλη ευλάβεια.
Η πομπή ανέβηκε τότε στην Ακρόπολη. Οι ωραιότερες παρθένες μπήκαν στο ναό της Αθηνάς, τον Παρθενώνα, και πήγαν να κρεμάσουν τον πέπλο στο βωμό της θεάς.
Νομίζω πως βλέπω ακόμη τον άρχοντα της πολιτείας να παίρνει από τα χέρια των παρθένων τον ιερό πέπλο και να τον προσφέρει στη θεά.
Το βράδυ πήγα μαζί με τους γονείς μου στη λαμπαδοδρομία των εφήβων. Ο πρώτος έφηβος ανάβει τη λαμπάδα του από το βωμό, και τρέχοντας δίνει τη φλόγα στο δεύτερο, ο δεύτερος στον τρίτο, κι έτσι ώς το τέλος. Αλίμονο σ’ όποιον αφήσει να του σβήσει η φωτιά του· τον βγάζουν έξω από τη σειρά, και όλο το πλήθος τον κυνηγά με φωνές περιπαιχτικές.
Η λαμπαδοδρομία είναι από τις ωραιότερες διασκεδάσεις που μπορεί κανείς να χαρεί στη ζωή του.
Η μεγάλη γιορτή της θεάς κράτησε τέσσερεις μέρες.
Την τελευταία έσφαξαν χιλιάδες πρόβατα και βόδια, έστρωσαν μεγάλα τραπέζια μέσα σε δημόσιους κήπους κι όλος ο λαός έφαγε και ήπιε. Ύστερα άρχισαν οι μουσικές, τα τραγούδια και οι χοροί, και κράτησαν ώς το πρωί.
Τα Μεγάλα Παναθήναια
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)