Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλούς ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω. Πολλούς θυμάμαι ακόμη, μα ακόμη πιο πολλούς έχω ξεχάσει πια. Αέρας δυνατός μάς έχει παρασύρει και μας σκόρπισε. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν φίλοι μου καλοί σ’ αυτήν εδώ την πόλη, μα οι πιο πολλοί μένουν μακριά κι όλο πιο σπάνια τους βλέπω. Φτιάξανε οικογένειες κι αλλάξανε ρυθμό ζωής. Κάποιοι απ’ αυτούς μένουν στα βόρεια προάστια και άλλοι, πάλι, κατοικούν κάτω, στη νοτιοανατολική πλευρά προς τη μεριά της θάλασσας: σε πολυκατοικίες άχαρες ή και σε σπίτια ιδιόκτητα, με κήπους αυστηρούς ―όλο μπετόν και κοκκινόχωμα με μίζερα δεντράκια και στενούς διαδρόμους και με κάτι σκύλους-φύλακες που με γαυγίζουν άγρια σαν να ’μαι κλέφτης κάθε φορά που καταφέρνω, μες στη νύχτα να φτάσω ώς εκεί για να τους δω.
Πάντως, οι αποστάσεις και η ζωή που κάνουμε καθόλου δεν μας βοηθά να ειδωθούμε, γι’ αυτό, και τούτες οι φιλίες έχουν εξελιχθεί πια σε φιλίες τηλεφωνικές.
Ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά με το τηλέφωνο, μα ακόμη πιο πολύ βαριέμαι κι αυτές τις άχαρες και μακρινές διαδρομές σ’ αυτή την πόλη-χώρα, όπου είμαι αναγκασμένος πια να ζω και να περνάω τη μισή μου ζωή, με δεύτερη ταχύτητα, στους δρόμους της παρέα με τους άλλους που όλο με κοιτούν, πίσω απ’ τα τζάμια του αυτοκινήτου τους, με βλέμμα άγριο και απειλητικό λες κι είμ’ εγώ, προσωπικά, ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάλι ή άλλες φορές πάλι, μου απευθύνουν φευγαλέα βλέμματα συνενοχής και κατανόησης, βλέποντας, στο πρόσωπό μου, ακόμη έναν ασθενή που έχει προσβληθεί απ’ την ανίατη αρρώστια αυτής της πόλης.
Έτσι, λοιπόν, σιγά-σιγά, με τούτα και με τ’ άλλα τα κατάφερα, εντέλει, να γίνω κι εγώ τύπος εκδρομικός σ’ αυτή την ηλικία: ένας τύπος σπορτίφ του κλειστού χώρου έχω καταντήσει με λίγα λόγια, μιας και οι διαδρομές μου, τον τελευταίο καιρό, έχουν περιοριστεί σχεδόν στο χώρο μόνο των δωματίων του σπιτιού, αλλά οι εκδρομές μου πια έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν γίνει απεριορίστου χρόνου.
Με τριγυρίζουνε χιλιάδες αντικείμενα και το μεγάλο μου δωμάτιο έχει μετατραπεί σ’ ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη διάθεση που με κατέχει. Αλλάζω κλίμακα, οπτική κι όλη τη μέρα αναλώνομαι σε εσωτερικές διαδρομές: διαδρομές σε τόπους μυστικούς που αρχίζουν απ’ τον σκούρο κάμπο του ανατολίτικου πανιού, με το οποίο είναι σκεπασμένο το ντιβάνι, μέχρι τα ροζ παπάκια του τραπεζομάντιλου, που ακολουθούν σε τακτικές γραμμές ―το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο― και διασχίζουν ρυθμικά όλο το μήκος του μεγάλου τραπεζιού, στενάζοντας κάτω απ’ το βάρος των δεκάδων μολυβιών, της συσκευής το τηλεφώνου, της κούπας με τα κατακάθια του καφέ, των γυάλινων σταχτοδοχείων που ορίζουν τις περιοχές καπνίσματος ―ανάλογα με την ώρα της μέρας και τη διάθεση― καθώς και την ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω.
Νά, τώρα δα, έχω εδώ μπροστά μου ένα απ’ αυτά τα μαγικά τα αντικείμενα που κατακλύζουν το τραπέζι. Είναι ένα μικρό σιδερικό που λάμπει μες στη νύχτα και μοιάζει με εξωτικό πουλί: με άλμπατρος μεταλλικό, μοιάζει, που όμως δεν πετά, για τα θερμά νερά δεν φεύγει· ούτε βολτίτσες κόβει, στηριγμένο στα ψηλόλιγνά του πόδια, μέσα σε κείνες τις γνωστές σειρές ντοκυμαντέρ, κάτω στις λίμνες του αλατιού, εκεί στη μαύρη ήπειρο με την αβάσταχτη τη ζέστη, παρά μονάχα ―για χατίρι μου― βυθίζεται, συχνά, στο πηγάδι της ξύλινής μου πίπας και με το ρύγχος του σκαλίζει τις πλευρές.
Κομμάτια μαύρα άχρηστου καπνού κόβει δραστήρια από τις άκρες και όλο ξύνει τα τοιχώματα ανοίγοντας δρόμο ευρύχωρο για τον μεταξωτό καπνό που θα τον κατεβάσει η φωτιά μέσα σε κείνο το μακρύ διάδρομο κι αμέσως ύστερα, με τις μεγάλες εισπνοές θα προχωρήσει στα βαθιά και θα περάσει, σαν πηχτός σταχτύς αέρας ―ανάμεσα σε μια σειρά από μαυρισμένα δόντια― στα μαλακά και ροζ τοιχώματα. Θα κατεβεί, στη συνέχεια, σε κείνη την απότομη τσουλήθρα με το απειλητικό σαρκώδες ζώο της θηλής να κρέμεται από πάνω του ―όμοιο με τα παράξενα και αηδιαστικά ζώα των ταινιών του Σπήλμπεργκ― και σαν κολυμβητής δεινός θα φτάσει, γρήγορα, μέχρι τις κυψελίδες των πνευμόνων και θα χτυπήσει στο βατήρα της επιστροφής. Θα επιστρέψει έτσι πια από την ίδια οδό ή θα τρυπώσει ένα μέρος του στο διπλανό διάδρομο για να περάσει, αμέσως ύστερα, από τα τριχωτά ρουθούνια, ελευθερώνοντας ―έστω και στιγμιαία― μ’ αυτό τον τρόπο, το βάρος μιας ψυχής αγχωμένης, που τρίζει χρόνια στις στοές του ακατανόητου που την κρατάει έγκλειστη, για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς ποτέ να δίνει κάποια λύση.
Σαράντα χρόνια πέρασαν σχεδόν από τη μέρα που κατάφερα να μπω σ’ αυτή την άσκοπη διαδικασία: απ’ τη στιγμή εκείνη, δηλαδή, που ένιωσα ―κάπως αόριστα βέβαια― ότι τραβώντας προς τα σωθικά μου, με μεγάλες εισπνοές, το μάταιο καπνό, θα καταλάβαινα ―όχι με το μυαλό μα με το σώμα― πως κατά κάποιο τρόπο άξιζε τον κόπο αυτή η κίνηση, αφού με τη δική μου πια τη θέληση κατάφερνα ν’ απαλλαγώ, μέσω της εκπνοής, από ένα μεγάλο μέρος εκείνου του πικρού, πηχτού αέρα που ’χα κατεβάσει μέσα μου.
Κανένας, βέβαια, δεν μ’ αναγκάζει να το κάνω αυτό, αλλά πράγμα παράξενο, αυτή η διαδικασία του καπνίσματος με φέρνει με τρόπο δραματικό πολύ κοντά σ’ αυτό που θα ονόμαζα ―κάπως αδόκιμα βέβαια― σωματική προσέγγιση στο μηχανισμό του ακατανόητου.
Θυμάμαι τώρα, σαν να ’ταν χτες, την απαρχή· την πρώτη μέρα, δηλαδή, αυτής της άσκοπης και μακράς θητείας.
Ήταν ένα πρωινό του Μάρτη με λιακάδα. Πήγαινα τότε, στην τρίτη τάξη της Εμπορικής και είχα, ήδη, δυο-τρεις μήνες που δεν φορούσα πια συνέχεια εκείνο το καπέλο με τους αριθμούς και το ραβδί το Κερδώου Ερμή πάνω στην πράσινη λωρίδα με την τσόχα. Τις πιο πολλές φορές το δίπλωνα στα δυο και το ’χωνα στην τσέπη κι ήταν αυτό, ας πούμε, κάποιου είδους τσαχπινιά αλλά και πράξη αντίστασης, ταυτόχρονα, προς το κατεστημένο.
Μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές μου, τη μέρα εκείνη, πήγα στο περίπτερο του πλάτανου όπου και αγοράσαμε ―με άκρα μυστικότητα― μισή ντουζίνα χύμα τσιγάρα, απ’ την κούτα, ο καθένας κι αντί να πάμε, όπως έπρεπε, στο μάθημα των λογιστικών, κατευθυνθήκαμε, όλοι μαζί, προς το γήπεδο ―που βρισκόταν στην ίδια γειτονιά με το σχολείο― όπου μετ’ από λίγο, πιάσαμε το χαμηλό μαντρότοιχο της βορεινής πλευράς, εκείνης της πλευράς που έβλεπε προς τη μεριά της λίμνης και το βραχνά του γρανιτένιου της βουνού που ξεκινούσε απ’ τα νερά κι ανέβαινε, σαν ζώο προϊστορικό, στα χίλια τόσα μέτρα, κλείνοντας τον ορίζοντα.
Αμέσως, τότε, δίχως καθυστέρηση, άρχισε η γιορτή εκείνη που ετοιμάζαμε. Σαν ιερείς μιας μυστικής τελετουργίας ―συσπειρωμένοι και απόμακροι― με τις πλάτες ακουμπισμένες στον χορταριασμένο τον μαντρότοιχο, αρχίσαμε να κατεβάζουμε ―στην αρχή, με διστακτικές και, στη συνέχεια, με θαρραλέες ρουφηξιές― εκείνο τον πικρότατο καπνό που κατεβαίνοντας στα σωθικά μάς έπνιγε στο βήχα, κάνοντας τα μάτια μας να πλημμυρίζουν από δάκρυα: δάκρυα απόγνωσης, θριάμβου, αλλά και χαράς ταυτόχρονα, αφού εκείνη τη στιγμή πιστεύαμε, ακράδαντα, ότι περνούσαμε ― μέσ’ απ’ το στάδιο αυτό της μύησης― διαμιάς στο χώρο πια των ενηλίκων.
Θα ’χαμε κατεβάσει προς τα μέσα μας ποσότητα καπνού τουλάχιστον τριών απανωτών τσιγάρων ο καθένας, όταν είδαμε, απέναντι, στην πόρτα του γηπέδου, τον δραστήριο καθηγητή μας της γυμναστικής να ’ρχεται προς το μέρος μας.
Mεμιάς τότε, όλοι μαζί ―σαν συνωμότες κάποιας εταιρείας Φιλικής που την κατέδωσαν― όπως εξάλλου, το γνωρίζαμε αυτό κι από την ιστορία ―προδότες εκ των ένδον, σαν αίλουροι σκαρφαλώσαμε στο χαμηλό μαντρότοιχο και, εγκαταλείποντας το ένα τρίτο του τελευταίου μας τσιγάρου ανεκμετάλλευτο, πηδήξαμε συντονισμένοι άψογα― προς το κενό της άλλης πλευράς χωρίς καν να ελέγξουμε το χώρο από κάτω.
Έτσι, σαν τα φαντάσματα, χαθήκαμε μεμιάς από το οπτικό πεδίο του καθηγητή και, πέφτοντας όλοι μαζί, με δύναμη, πάνω στο σκεπαστό κοτέτσι του Παύλου του Βλαχάβα ―που εκτελούσε χρέη φύλακα στο γήπεδο― ανεβάσαμε προς τον ουρανό καμιά δεκαριά έντρομες κότες που ο πανικός τις έκανε να θυμηθούν, εκείνη τη στιγμή, το βασικό προορισμό όλων των όντων που η φύση τα ’χει προικίσει με φτερά, μα η διαστροφή της επιβίωσης τα έχει κάνει πια να το ξεχάσουν.
Καπνίζω από τότε απρόσκοπτα, χωρίς διάλειμμα, όλα αυτά τα χρόνια, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό που κάνω θα με βλάψει, μα απ’ την άλλη ―ποιος ξέρει, για να ’χω ίσως κάποια στήριξη― σκέφτομαι πως σ’ όλη ετούτη τη μακρά διαδρομή δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να έχει κάνει κάτι ―έστω και με εξαίρεση μιας μέρας μέσα στις χιλιάδες που περάσανε― που να μη με έχει βλάψει έστω και μακροπρόθεσμα.
Μέσ’ από τούτη τη διαστροφή, λοιπόν, αρνούμαι την εικόνα ενός ολόκληρου πλανήτη, όπου κανείς απ’ τους ανθρώπους που τον κατοικούν δεν θα φυσάει πια, με δαχτυλήθρες, προς τον ουρανό τον ιαματικό καπνό από τα σπλάχνα του σαν να ’ταν κάποιο είδος εργασίας της ψυχής· ούτε μπορώ να φανταστώ, μέσα στη νύχτα, το έρημο δωμάτιο του κάθε λυπημένου χωρίς την κάφτρα του τσιγάρου του: δίχως το καρβουνάκι αυτό της προσευχής που χρόνια φέγγει ασθενικά κι επίμονα σ’ όλα τα έρημα δωμάτια, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο προς τον Ύψιστο, πως η ζωή ετούτη που μας δόθηκε είναι πολλές φορές τόσο αβάσταχτη που ακόμη και οι πιο ανθεκτικές ψυχές μοιάζουν αδύναμες να την αντέξουν.
Ας είναι. Είναι που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γι’ αυτό συχνά και σκέφτομαι ότι κι οι πιο επιβλαβείς συνήθειες όλο και κάποιο ρόλο χρήσιμο θα παίζουν, αφού ο άνθρωπος βλέπει τα πάντα στη ζωή απ’ τη δική του οπτική γωνία και βρίσκει, όταν χρειαστεί, τα πειστικότερα επιχειρήματα για να υπερασπιστεί ακόμη και τα λάθη του.
Έτσι κι αλλιώς, στον τομέα των εντυπώσεων, κερδίζει πάντοτε η μορφή σε βάρος της ουσίας. Μάχες πολλές κερδήθηκαν μόνο μ’ αυτό τον τρόπο, αφού, συχνά, τα πάντα μοιάζουν να εξαρτώνται μόνο και μόνο από τον τρόπο που διατυπώνονται.
Για την περίπτωση θα επικαλεσθώ τη συνδρομή αυτής εδώ της ιστορίας.
Ψηλά στο Άγιον Όρος, μια φορά, ζούσανε δυο καλόγεροι σε κάποιο απ’ τα μοναστήρια του μαζί με άλλους. Ήτανε νέοι καλόγεροι που είχαν πρόσφατα απαρνηθεί τους πιο πολλούς από τους πειρασμούς των εγκοσμίων, αλλά δεν είχαν καταφέρει ακόμη ν’ απαλλαγούν απ’ την κακή συνήθεια του καπνίσματος.
Οι υποχρεώσεις και γενικά το τυπικό της μοναστικής ζωής ―τα συχνά τελετουργικά και οι αλλεπάλληλες όσο και χρονοβόρες λειτουργίες και προσευχές τούς δημιουργούσαν σοβαρότατο πρόβλημα.
Κάθε φορά που βρίσκονταν μαζί, το συζητούσαν χαμηλόφωνα το θέμα αλλά δεν βοηθούσε μόνο αυτό. Αποφασίσανε, λοιπόν, να κάνουν κάτι δραστικότερο. Γράψαν από ένα γράμμα ο καθένας στη διοίκηση, που ’χε ως έδρα τις Καρυές και τα ’στειλαν εκεί, με κάποιο μοναχό που έκανε τον ταχυδρόμο.
Στο γράμμα έγραφαν ευγενικά γι’ αυτό το θέμα που τους έκαιγε. Με λίγα λόγια, ζητούσανε απ’ τη διοίκηση να τους απαντήσει αν επιτρεπόταν να καπνίζουν κατά τη διάρκεια των προσευχών μιας και ο χρόνος τους αναλωνόταν σ’ αυτές, με αποτέλεσμα να υποφέρουν τα πάνδεινα από το σύνδρομο αυτής της στέρησης.
Στείλαν, λοιπόν, τα γράμματα και περιμέναν την απάντηση με αγωνία.
Μετά από τρεις μέρες συναντήθηκαν ξανά οι δυο τους σε κάποιον απ’ τους ατέλειωτους εσπερινούς κι ο μοναχός Βαρλαάμ είδε τον άλλο μοναχό τον Παχούμιο σε μια γωνιά, να καπνίζει σαν φουγάρο, γι’ αυτό και τον πλησίασε.
«Τι έγινε;» του κάνει έκπληκτος.
«Τι θες να γίνει;» του απάντησε ο Παχούμιος φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό του. «Δεν έστειλες κι εσύ το γράμμα στις Καρυές;»
«Το ’στειλα», έκανε απορημένος ο Βαρλαάμ.
«Ε, και τι σου απαντήσανε;» του ξαναλέει ο μοναχός Παχούμιος.
«Μου απαντήσανε αρνητικά!» απάντησε περίλυπος ο μοναχός Βαρλαάμ.
«Γιατί; Τι τους έγραψες;» του λέει ο Παχούμιος.
«Ε, νά! Τους έγραψα αν επιτρέπεται να καπνίζω κατά τη διάρκεια των προσευχών και μου απάντησαν ότι απαγορεύεται αυστηρά αυτό το πράγμα! Γιατί, με σένα τι έγινε;»
«Α, μ’ εμένα, εντάξει. Μου το επέτρεψαν!» απάντησε κρυφογελώντας ο μοναχός Παχούμιος.
«Πώς έγινε αυτό;» έκανε απορημένος ο Βαρλαάμ.
«Τι πώς έγινε;… Νά! Μου έδωσαν την άδεια να καπνίζω. Έχω εδώ και το χαρτί!» είπε ο Παχούμιος.
«Δεν καταλαβαίνω! Αυτό είναι απαράδεκτο!» ξεφώνισε ο μοναχός Βαρλαάμ. «Αφού το αίτημα ήταν κοινό και για τους δυο, πως έγινε δηλαδή, κι εσένα σου επέτρεψαν, μου λες;»
«Ε, νά…» έκανε με ύφος πονηρό ο μοναχός Παχούμιος, «τους έγραψα το εξής: Άγιοι πατέρες, τους έγραψα, επιτρέπεται κατά την ώρα του καπνίσματος να προσευχόμαστε; Και μου απάντησαν: βεβαίως ναι! Όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται να προσευχόμαστε ανά πάσα στιγμή της μέρας!»
Απόψε πάλι, κάνει κρύο. Σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός κι όλο ξεσέρνει τα κινέζικα δεντράκια του νοσοκομείου πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα με τις γλυσίνες. Ο δρόμος είναι έρημος και το φεγγάρι, ψηλά στο θόλο τ’ ουρανού, έχει τριγύρω του ένα στεφάνι από πάχνη.
Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο, και με μεγάλα βήματα ν’ απομακρύνεται, προοπτικά, προς τη μεριά του Νότου, θα πρέπει να ’ναι ο παππούς μου.
Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.
Το άλμπατρος του δωματίου
(από το Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη 1995)