Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας
Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή
συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
ο κόσμος του – πουλόβερ, βιβλία, γράμματα...
Έπρεπε να ’ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το
θελήσαμε τάχα
Άχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
τόση ερημιά
Έβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα
Αποχαιρετισμός
(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)