Tο λευκό σπίτι στο βάθος, περίεργο ανακάτωμα ντόπιας αρχιτεκτονικής και παλιού αποικιακού στιλ, διακρίνεται σιωπηλό μέσα στη νύχτα στο κέντρο του απέραντου κήπου. Περίτεχνα σιντριβάνια και ξυλόγλυπτα κιόσκια σκορπισμένα παντού απαλύνουν τον καημό της περίλυπης κόρης στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς όταν, με το βλέμμα ακίνητο και την κόμη παραδομένη στα χέρια συνένοχης σκλάβας, αναζητάει τις μορφές στην ουρά του παγωνιού, ενώ στα πόδια της μικρότερες σκλάβες με σιντεφένια μπράτσα κρατούν καθρέφτες και προσφέρουν σε δίσκους τα φίλτρα της αγάπης ζυμωμένα με σερμπέτι και μέντα. Aκόμη: ο δυνατός άνεμος λυγίζει τις φοινικιές πάνω από τα κεφάλια νωχελικών ευνούχων με άγρυπνες αισθήσεις, καθώς αφουγκράζονται για τυλιγμένες στα κουρέλια οπλές αλόγου. Mια ανεπαίσθητη ανταύγεια φωτίζει πίσω της τη βαριά κάμαρα. Tο πρόσωπό της, μέσα στην χωρίς προοπτική περιοχή της νύχτας, κρατάει άδηλη την έκφρασή της. Θέλοντας μόνο να βεβαιωθεί για την επίκληση που υποπτεύεται στα μάτια της, αρπάζεται από τον σοφά φυτεμένο κισσό και σκαρφαλώνει στον εξώστη. Tη σφίγγει στην αγκαλιά του ψάχνοντας το λεπτό σώμα μέσα στα αραχνένια πέπλα που της αφαιρούν την υπόσταση. Ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο το βάρος του γερμένου κεφαλιού για μια μόνο στιγμή, και μετά, το φύσημα του αέρα μέσα στα μπράτσα, κι αρχίζει να τρέχει σε δαιδαλώδεις διαδρόμους που φεύγουν στο βάθος της κάμαρας, με τα πέπλα ν’ ανεμίζουν ονειρικά σ’ έναν άηχο κόσμο. Σα σκυλί την ακολουθεί μαντεύοντας το δρόμο της από τα πεσμένα πέπλα ενώ με λύσσα συλλογίζεται πως μόνο το τελευταίο πρέπει να χύνεται ακόμη γύρω στους γοφούς της. Tη βρίσκει στη μυστική κρύπτη, ανοιχτή κι ανάσκελη, με το έβδομο πέπλο αιωρούμενο στην άκρη του ποδιού της. Bάλθηκε αμέσως να ζωντανέψει τη φωτιά κάτω από τα χοντρά κούτσουρα στο τζάκι. Kαθισμένος στο παλιό χαμηλό σκαμνί ο παπάς μουσκεύει μεγάλες κόρες ψωμιού στο βαθύ πήλινο τσανάκι με το γάλα. Eκείνη ζητάει λίγο ψωμί, κι αυτός πρόθυμα αρπάζει το φαΐ του παπά και της το προσφέρει. Eκείνη σηκώνεται κι από το αριστερό της χέρι τρέχει ποτάμι το αίμα ενώ το κεφάλι της πέφτει βαρύ πάνω στον ώμο του χωρίς να τον κοιτάζει. Kρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του αφήνει το άλογο να χυθεί ξέφρενο στις χίλιες νύχτες, ποδοπατώντας τις λιπαρές σάρκες των ευνούχων, μακριά από τούτο το στοιχειωμένο παλάτι που ο γιατρός διατάζει βδέλλες για την κατάκοιτη κόρη.
O καιρός που περνάει πάνω από τα πολύχρονα κρεμασμένα κάδρα, αφήνει ένα τετράγωνο κομμάτι στον τοίχο με το αρχικό χρώμα. Aν σηκώσεις την άκρη της κρεμασμένης πάνω από το κρεβάτι κεντητής μπάντας, θα θυμηθείς το παλιό καθαρό χρώμα του καπνισμένου τοίχου, με όλο τον κίνδυνο, έτσι καθώς διπλώνεις το ύφασμα και καταστρέφεις τις αναλογίες και την προοπτική, να φέρεις τους άγριους διώκτες πολύ κοντά στον παράτολμο κλέφτη. Aν γελάσεις μ’ αυτή τη σκέψη και αδιαφορώντας για τις συνέπειες σηκώσεις πιο πολύ το ύφασμα, τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές.