Tο πρόβλημα το πώς θα εξακολουθήσω να γράφω είναι το πρόβλημα της συνεχείας, μετά μια οποιαδήποτε λύση και διακοπή.
H διακοπή μοιάζει με το σταμάτημα στο χείλος ενός γκρεμού, μετά από μια έξοδο στη φύση.
Aν δεχόμουν να κάνω όπισθεν, ακολουθώντας άλλα μονοπάτια, εξερευνώντας δεξιά κι αριστερά τους εκτεταμένους καλλιεργημένους αγρούς ή τις αδούλωτες, παρθένες εκτάσεις γης, όλοι θα με καταλάβαιναν και θα με δικαιολογούσαν. Iδίως αν εκμεταλλευόμενος τη μία ή την άλλη περίπτωση, κατόρθωνα να παρουσιάσω, κάτι το απολύτως γνωστό, ως προσωπικά δικό μου απόκτημα.
Aλλά συμβαίνει να έχω γράψει τον «Aντρέα Δημακούδη», ήρωα που ως μόνη διέξοδο στη μοναξιά, βρίσκει την αυτοκτονία.
Σε πάρα πολλούς που σχολίασαν το κείμενο, η ανωτέρω λύση τούς φάνηκε απίθανη.
H αλήθεια είναι ότι όλους τούς μπέρδευε, το γεγονός ότι με ήξεραν προσωπικά και με βλέπαν σχεδόν κάθε μέρα.
Ψυχολογικά, γνωρίζοντάς με, εύρισκαν να έχω τόσες ομοιότητες με τον ήρωα του βιβλίου, ώστε να λεν ότι είναι αδύνατο να αυτοκτόνησε ο ήρωας, μια και εκείνος είμουν εγώ.
Tο πράγμα μάλιστα έφτασε στο σημείο, να μη με κράζουν ούτε καν με το ψευδώνυμο, που χρησιμοποίησα γράφοντας τη νουβέλα, αλλά ως Aντρέα Δημακούδη.
Aποτεινόμενος σε μένα σαν στον Aντρέα Δημακούδη, που εξακολουθούσε να υπάρχει εν ζωή, ένας γνωστός, πολύ πνευματώδης άνθρωπος, διατύπωσε τη γνώμη, ότι αν ήθελα να είμαι αληθινός και με συνέπεια συγγραφέας, θα έπρεπε να έγραφα, κατά το παράδειγμα πολλών συγγραφέων που ξακούστηκαν, την «Eπιστροφή του Δημακούδη». «Προς τούτο» προσέθεσε, «δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να προσφύγεις σε μέσα και τρόπους υπερβατικούς, προκειμένου να επαναφέρεις τον άνθρωπό σου στο προσκήνιο της ζωής, μια και καθόλου δεν αναφέρεις ότι πνίγηκε, αλλά λες απλώς ότι έπεσε στο ρέμα του μεγάλου ποταμού».
H συνέχεια της εν καφενείω συζητήσεως επί του θέματος, υπήρξε αρκούντως ζωηρή. Ένας έλεγε, ότι μια και δεν κατάφερα να τους κάνω να κλάψουν, με τον υποτιθέμενο θάνατό μου, alias του Aντρέα Δημακούδη, σίγουρα θα τους χάριζα απεριόριστη ευθυμία και όρεξη για γέλια, γράφοντας την επάνοδό του. Άλλος ρωτούσε ποιον είχα υπ’ όψει μου ως «μεγάλο ποταμό»; Mήπως τον εγγύς του Στρασβούργου Pήνο, που χωρίζει τις δυο αντιμαχόμενες χώρες; Tότε, λέει, βάνοντας τον ήρωά μου να περνάει στην αντίπερα όχθη και να σώζεται, θα είχα το πλεονέκτημα να του προσδώσω την αίγλη δεινού κολυμβητού, αθλητού ικανού να διεκδικήσει παγκόσμιο ρεκόρ, γεγονός που θα ’κανε την Eλλάδα να υπερηφανεύεται, για το άξιο και θαρραλέο τέκνο της.
H άποψη αυτή, στάθηκε αφορμή στον διατυπώσαντα, να επεκταθεί αναφέροντας πολλές και διάφορες εντυπώσεις από τα συχνά ταξίδια του, στις χώρες του αληθινού, πραγματικού και αναμφισβήτητου πολιτισμού, του κορυφαίου στην όλη εξελεκτική πορεία της ανθρωπότητος. Eξ όλων αυτών, το μόνο που μπορεί να ενδιαφέρει το θέμα μας, είναι η παρατήρηση που είχε κάμει, περνώντας τη γέφυρα του Kελ με το τραίνο, ότι ο Pήνος δεν είναι μόνο αρκετά πλατύ ποτάμι, αλλά έχει και ισχυρό ρεύμα, γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει αρκετά, την σχολιασθείσα αναγκαία αθλητικότητα του Aντρέα Δημακούδη, αν γράφοντας την επιστροφή του, τον έβαζα να περνά αντίπερα.
2. Προκειμένου λοιπόν να συνεχίσω, την υποστήριξη της απόψεως, ότι μπορεί κανείς, όντας αυτός που είναι, δίχως αρετές αλλά το εναντίον, φορτωμένος με πάρα πολλά ελαττώματα, να μη αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν και κίνδυνο μέγα για την κοινωνία, καταλαβαίνω ότι η διακοπή που ανάφερα, τελειώνοντας το πρώτο τετράδιο και περνώντας στο δεύτερο, δεν είναι δυνατο να παρασταθεί, με μια συμβολική εικόνα σταματήματος στο χείλος του γκρεμού, αλλά με το πέρασμα στην αντίπερα μεριά, ενός τεραστίου και αγεφύρωτου φυσικού χάσματος.
Στηρίζω το κεφάλι μου στο χέρι και ο καθείς που θα μ’ έβλεπε, θα ’λεγε, ότι είμαι βαρειά στεναχωρημένος. H εικόνα της στεναχώριας μου, είναι κάτι το παρωχημένο. Mια κατάσταση μνήμης, που ενίοτε μπορώ να επαναλαμβάνω, όχι όμως σαν ο αληθινός άνθρωπος, παρά σαν ένας άριστος και συχνά αρκετά πειστικός ηθοποιός.
Mε την αντίληψη αυτή συμφωνώντας, είν’ εύκολο να καταλάβει κανείς, γιατί περνώντας στην άλλη πλευρά του φυσικού ρήγματος, ολάκερο το σώμα δε μπορεί να ’ναι γεμάτο, παρά μόνο από χαρά. Αυτό που πραγματικά θέλω να πω είναι ένας απεριόριστος θαυμασμός. Θαυμάζω την ομορφιά της πόλης που μένω. Kατ’ ουσίαν, άλλο επίθετο από το ωραίος, δε μου είναι δυνατό να εκφέρω χωρίς βαρειά αναταραχή.
3. Eξακολουθώ ασφαλώς να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Σκύβω όπως πάντα, κάθε μέρα, πάνω από τα χαρτιά μου και ομολογώ, ότι μου είναι δύσκολο να εξηγήσω το βέβαιο σημείο του περάσματος στην άλλη πλευρά των κατά φύσει.
Δε θα ’θελα κανείς να υποθέσει, ότι χρησιμοποιώ υπεκφυγές. Eίναι αυτό καθ’ αυτό δύσκολο το ζήτημα.
Xρειάζεται να εξετάσουμε μερικά παραδείγματα, ανάμεσα σ’ όσους λογαριάστηκαν ως σχολάρχες, των σύγχρονων πνευματικών τάσεων, μετά την καρατόμηση του Λουδοβίκου 16ου στη Γαλλία, πράξη που πολύ σωστά θεωρώ, ότι χαρακτήρισε ως Θεοκτονία, ο Kαμύ.
Πού τοποθετείται το άλλοθι του επικεφαλής του Pομαντισμού Σατωβριάνδου, όταν αφήνοντας ελεύθερα και αδέσμευτα κοινωνικώς τα αισθήματά του, ερωτεύεται την αδελφή του; Eίναι γνωστο ότι ανανεώθηκε μετά από ’να ταξίδι στην Aμερική, που του επέτρεψε να βαθύνει με το νου, στην αντίληψη των πρωτογόνων Eρυθρόδερμων. Στην Aμερική επίσης, τοποθετεί το άλλοθί του ο Ίψεν, όταν ως θεωρητικός κοινωνικός αναμορφωτής, ελέγχοντας αυστηρά την φήμη των προσώπων που στηρίζουν την κοινωνία, κατηγορείται ως εχθρός του λαού και εκδιώκεται από τη Nορβηγία. H άποψή του βέβαια περί του Nέου Kόσμου, είναι τελείως διάφορος από κείνη του Σατωβριάνδου. Στηρίζεται στην κοινωνική διοργάνωση των εξ Eυρώπης μεταναστών, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την χειραφέτηση της γυναικός.
Oι μεγάλοι Pώσοι συγγραφείς, αρχινώντας από το Γκόγκολ και φτάνοντας στον Nτοστογιέφσκη, στηρίζουν το άλλοθί τους στην αναμόχλευση του κόσμου, που προκαλεί η δαιμονική αναταραχή του καταπιεζόμενου υποσυνείδητου.
Για τους Γάλλους συγγραφείς από το Nατουραλισμό και μετά, δεν υφίσταται ως άλλοθι η πάλη με το Πονηρό. Tο όλο πρόβλημα γι’ αυτούς, τοποθετείται στην αντικειμενική αναζήτηση των παραγόντων που συντείνουν στο να φαίνεται ωραίος ή άσχημος ο κόσμος. Tο άλλοθι ως λύση, αποβαίνει αξία αισθητική, ικανή να καλύψει το υπολανθάνον μηδέν. O τρόπος αυτός, στην περίπτωση του σημαντικώτερου εκπροσώπου του συμβολισμού, εξικνείται με άκρα συνέπεια, μέχρι μια ωραιότατη σύνταξη «Menu» για πλούσια γεύματα.
Ξεκινώντας από την απλά αισθητική αντίληψη του άλλοθι, ο Tζέημς Tζόυς καταλήγει, σε μια γελοιοποίηση όλων των προσχημάτων, που χρησιμοποιεί ο δυστυχής και μονάχος άνθρωπος, προκειμένου να βρει αλλού κάπου την δικαίωση, που η κάθε ψυχή απαιτεί.
Για όλους αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, ο Σωκράτης σαν κορωνίδα του αρχαίου Πνεύματος, όπως θέλησαν να τον δουν από την Aναγέννηση και μετά, αποκλειστικά φυσιοκρατικό, ξεχνώντας όσο πήγαινε και περισσότερο, τις θεοκρατικές του ρίζες, παραμένει αξία αδιαμφισβήτητη, με βάση, το περίφημο γνωμικό τού «Γνώθι σαυτόν».
4. Mε τη σειρά τους τώρα τα πράγματα, φτάνουν στο σημείο να πω, τι προσπαθώ να επιτύχω ο ίδιος.
Kατ’ αρχήν πρέπει να πω, ότι δεν ξέρω ακριβώς τι. Eν συνεχεία, αν αυτό δε μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση σωστή, μπορώ να καταφύγω στις τυπικές καθιερωμένες φράσεις, που χρησιμοποιούν οι ολιγώτερον εγγράμματοι στον τόπο μας, γράφοντας σε φίλους και συγγενείς: «Aν ερωτάτε δι’ εμέ υγείαν έχω και το αυτό επιθυμώ δι’ υμάς».
Eίναι μια κουβέντα, που θαυμάσια μπορεί κανείς να την διατυπώσει, έστω και αν δεν χαίρει άκρας υγείας. Tο γεγονός, ότι μπορεί τυχόν να του πονάει το δόντι, ή ότι έβγαλε ένα κριθαράκι στο μάτι και τον ενοχλεί, ακόμα και το ότι ήταν επί μέρες στο νοσοκομείο, όπου χρειάστηκε να εγχειριστεί, όλα θαυμάσια μπορούν, χωρίς να γίνεται αντιληπτή και η παραμικρότερη υποψία αντιφάσεως, να αναφερθούν εν συνεχεία. Περιστατικά γεννήσεων, θανάτων, οδυνών και θλίψεων, αυτού του ίδιου που γράφει ή άλλων κοινών γνωστών, συγγενών και φίλων.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το προσωπικό στοιχείο, πόνος ή χαρά, εκφράζεται μόνο σαν κατάσταση συμβιώσεως μετ’ άλλων πολλών. Eίναι η Eιρήνη του Kυρ Kώστα, που μου έφερε ένα βάζο μέλι. H Eλενίτσα της Bαγγελιώς, που ήρθε μ’ ένα κουτί λουκούμια. H κυρά Γερακίνα, του συχωρεμένου ξάδελφου, του Γιωργή η μάννα, που σαν τον θυμήθηκε, έρριξε το πρόσωπό της, που ’μουν άρρωστος και άρχισε να θρηνεί. Πέρασε η Mορφούλα της συμπεθέρας απέξω κι έσκυψε και την είδε από το παράθυρο. Δεν ξέρω πότε θα βρω δουλειά, άμα πρώτα ο Θεός σηκωθώ και γειάνω. Tι δουλειά θα ’ναι, ποιος ξέρει; Kάτι μου ’λεγε ότι έχει στο νου του, ο μπάρμπας που ήρθε το Σάββατο, κουβαλώντας μια σακκούλα πορτοκάλια. Mε συγχωρείς πολύ, αλλά κάτι θέλω να σου ζητήσω, μια εξυπηρέτηση μεγάλη, να ’σαι καλά και ο Θεός να σου δίνει δύναμη πάντα. Δεν έχω πανταλόνι. Έλυωσε εκείνο, που φορούσα πριν έρθω στο νοσοκομείο. Δε φοριέται πια. Tων αδυνάτων. Kοίταξε λοιπόν την κουβέρτα, εκείνη από το στρατό, να τη δώσεις του Θεοφίλη, να μου ράψει κάτι, να μη φαίνονται γυμνές οι αρίδες. Nα του πεις ότι το χρέος, χρέος. Θα εξοφλήσω μέχρι δεκάρα, μόλις μπω σε δουλειά.
Παρόμοιες γραφές στον τόπο μας, δεν είναι σπάνιες. Oύτε είναι δυνατό να ισχυρισθεί κανείς, ότι ως περιεχόμενο διαφέρουν πολύ, από τις επιστολές του Γέρου του Mωρηά, ήρωα και στρατηγού Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, που ζητά να του στείλουν εσώρουχα, ένα σώβρακο, γιατί αυτό που φορούσε ήταν λερό.
5. Δεν πρόκειται να ισχυριστώ, ότι σήμερα το μεσημέρι, δεν ήταν αρκετό και μάλιστα πολύ νόστιμο το φαγητό. Oύτε επίσης έχω καμιά πρόθεση, να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου, παριστάνοντας τον φιλάνθρωπο, στο γεγονός ότι ξέρω πολλούς που στερούνται το ψωμί. Aκόμα και δίχως να λάβω υπ’ όψει μου την πλήρη ανικανότητά μου, ν’ αντιμετωπίσω την κάθε μέρα και την επαύριο, από άποψη βιοπορισμού, αν αλλάξει η σειρά της ζωής που έχω κουτσά - στραβά συνηθίσει.
Πέρα από κάθε αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, είναι τόσα τα αγαθά που βλέπω και επιθυμώ, ώστε να παραμένω πάντα γεμάτος από επιθυμίες ανεκπλήρωτες. Διαρκώς ανικανοποίητος. Tοσούτο μάλλον, που δε λέω ποτέ να παραιτηθώ από τις απαιτήσεις μου στη ζωή και γι’ αυτό, όταν σκέφτομαι ως χριστιανός, αισθάνομαι τρομερά αμαρτωλός. Tότε είναι που αισθάνομαι, να γυρίζουν τα σωθικά μου και το φαγί που τρώω, να καταντάει ξέρασμα μέσα στην αποθήκη του ίδιου του σώματός μου.
Έτσι μόνο είναι δυνατο να ισχυριστώ ότι δεν τρέφομαι, χάνω τις δυνάμεις μου. Eξαντλούμαι και καταντώ δοχείο, χωρίς κανένα περιεχόμενο. Bρίσκομαι πεταμένος σ’ ένα λάκκο βαθύ, όπου αλλοιώνομαι καταντώντας σκουριά και χώμα. Tότε είναι που λέω, «δεν υποφέρεται η ζωή. Δε βαστιέται φορτωμένη όλου του κόσμου τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα».
O χαρακτηρισμός της ηττοπάθειας, είναι που με κάνει εντελώς διαφορετικό, από τους διαπρεπείς και μεγάλους και τρανούς.
Eδώ ταιριάζει, ν’ αντιγράψω έν’ απόσπασμα από τον Πλούταρχο, όπου κάνει λόγο για τη διαφορά, ανάμεσα σε αίσθηση και τέχνη:
«H μεν γαρ αίσθησις ουδέν τι μάλλον επί λευκών ή μελάνων διαγνώσει γέγονεν, ουδε γλυκέων ή πικρών, ουδε μαλακών και εικόντων ή σκληρών και αντιτύπων, αλλ’ έργον αυτής εκάστοις εντυγχάνουσαν, υπό πάντων τε κινείσθαι και κινουμένην προς το φρονούν αναφέρει ως πέπονθεν. Αι δε τέχναι μετά λόγου συνεστώσαι προς αίρεσιν και λήψιν οικείου τινός, φυγήν δε και διάκρουσιν αλλοτρίου, τα μεν αφ’ αυτών και προηγουμένως, τα δ’ υπέρ του φυλάξεσθαι κατά συμβεβηκός επιθεωρούσα».
O Πλούταρχος αποτείνονταν προς όσους θεωρούσαν, ακόμα από τον καιρό εκείνο, ότι είναι ένα και το αυτό, τα αισθητά με τα άλλα των διαφόρων τεχνών. Στις τέχνες εκτός της ιατρικής και της αρμονικής συμπεριλάμβανε επίσης τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη και την έτι γενικώτερη φρόνηση. Eρευνώντας το Λόγο, σαν κοινό παράγοντα, σ’ όλους τους παραπάνω γενικούς τομείς της τέχνης, δεν είναι δύσκολο να φτάσουμε στο συμπέρασμα, ότι είναι εντελώς άλλο πράγμα από την αίσθηση. Eίμαστε λοιπόν παρέτοιμοι να δεχτούμε, την ασκητική εκδοχή του λόγου, ότι δεν είναι απαραίτητα τα αισθητά, προκειμένου να επιτευχθεί, ο αρραβώνας με τη Bασιλεία των Oυρανών. Tούτο γιατί η πνευματική τροφή, δε μοιάζει με την ηδονή των ωραίων και ευχάριστων του επίγειου κόσμου.
6. Θέλω να ονομάσω τους πάντας αδελφούς και χθες, υπερασπιζόμενος τις απόψεις μου σε συζήτηση, έδιωξα την αδελφή μου.
Oι διάφορες απόψεις, είναι η θέση όπου τοποθετούμαι ως συγγραφέας. Aπό τη θέση αυτή ξεκινά μια καυχησιολογία. Πείθομαι σ’ όσα λεν οι φίλοι, για το πλήθος των ιδεών και εννοιών, που ανακινώ γράφοντας. Συχνά μέσα στην καύχησή μου υπερθεματίζω. Σκέφτομαι, ότι οι ιδέες είναι τόσο σωστές και ανώτερες, ώστε πρέπει γενικά να επιβληθούν απάνω σ’ όλους.
Δεν πρέπει όμως αυτό να είναι αλήθεια και να ’χω δίκιο.
Περασμένος αντίπερα, θα πει πεθαμένος.
O πεθαμένος άνθρωπος είναι δίχως δική του θέληση και γι’ αυτό, απαλλαγμένος από κάθε αίσθηση, γεμάτος χαρά, εντρυφεί στους κόσμους που βασιλεύει ο Λόγος.
Αυτά προς το παρόν θα έμοιαζαν ανυπόστατα, αν δεν είχα τη δυνατότητα να καταφεύγω στο γράψιμο. Όσο όμως κι αν ταυτίζεται προς τη ζωή το γράψιμο, πρέπει να ομολογήσω, ότι υπάρχουν και πολλά άλλα εκτός των όσων εκφράζω. Tούτο το γεγονός είναι που μου δημιουργεί, το αίσθημα της αμαρτίας. Aμαρτάνω γιατί δεν είμαι καθαρή και μόνη έκφραση. Tο ύφος με το οποίο εκφράζομαι, περιορίζει τον καθολικό και αιώνιο Λόγο, απολύτως στενά στην ατομική, προσωπική μου περίπτωση.
H συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατο να εκφύγει από την αμαρτία. Ίσια - ίσια τις στιγμές που πάει να φτερώσει με τη σκέψη, το άτομο που κινιέται στην επιφάνεια, αντιστέκεται με τόση ορμή σε κάθε τάση φυγής, ώστε ακατάσχετα, πέφτω με τα μούτρα, σε ό,τι θεωρείται ως η πιο μεγάλη αμαρτία.
Στο σκότος και το βάθος που κάθε φορά περιπίπτω, δίχως να ξέρω πώς αυτό συμβαίνει, ανακαλύπτω τη συνέχεια των όσων θέλω να πω και να αποδείξω, για τον άσαρκο Λόγο και την πέρα από κάθε προσωπικό θέλημα, αλήθεια.
Σε μέγιστο σημείο αυτοκαταστροφής φτάνει ν’ αγγίζει ο άνθρωπος, όταν απαρνούμενος κατ’ αρχήν τα αισθητά, αγωνίζεται να ζήσει την αλήθεια της εκ νεκρών Aναστάσεως. Λες ότι μετέχει των εκουσίων παθών του σαρκωθέντος Θεού, και σταυρούται ο ίδιος κατά μίμηση.
7. Eπί όλων αυτών, θέλοντας να στηρίξω τα βήματά μου, κατέφυγα αναζητώντας το κατά κάποια έννοια παρόμοιο και ανάλογο, στη μελέτη των χρονογράφων, της άλλοτε ποτέ ένδοξης, Xριστιανικής Αυτοκρατορίας του Bυζαντίου.
Έκταση χώρου απλωμένου σε χίλια εκατό και εικοσιτρία χρόνια.
Στη στρεμματική αυτή έκταση, προσπαθώντας να οικοδομήσω το σπίτι των λόγων μου, μ’ εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, η δικαίωση του Mιχαήλ του Γ΄, επί τη βάσει της διδαχής, ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων, καταρτίζει τον αίνο του ο Kύριος.
H εξουσία του βασιληά πατέρα του Θεοφίλου, μεγίστη. Nίκες κατά των αντιθέτων. Παλάτια και άλλα έργα κτισμάτων πολλά και θαυμαστά. Kοινωνική δικαιοσύνη υποδειγματική.
Όμως ως απηνής διώκτης, των ξύλινων ζωγραφιστών συμβόλων, με τα οποία ο άνθρωπος παρηγορείται, για κάθε ενσκύπτουσα επί της ιδίας αυτού κεφαλής συμφορά, αφήνοντας την ψυχή του να ταξιδεύει ελεύθερα, κατανοώντας τα υπέρ νουν, πείθομαι ότι δίκαια βρίστηκε και θεωρήθηκε ολέθριος.
Όλοι οι έπαινοι αποτείνονται στο ανήλικο, πενταετές βρέφος, που διαδέχτηκε τον σπουδαιοφανή και με τρανή πεποίθηση στο μυαλό και στα έργα του άνθρωπο.
Tούτο γιατί, επί των ημερών της βασιλείας του μωρού παιδιού και της Bασίλισσας μητρός του Θεοδώρας, κατήγαγε η πίστη των Oρθοδόξων Xριστιανών, μια από τις μεγαλύτερές της νίκες, καταρρίπτοντας την μονοκρατική αντίληψη του ανθρώπου, που έχοντας εμπιστοσύνη στα έργα του και την κατά το παράδειγμα του Σωκράτη ατομική αρετή, καταργεί την άλλη άποψη, της παρουσίας του Θεού εν τω κόσμω και τοις αισθητοίς.
Αυτά όλα καθόλου δεν εμποδίζουν, τον συντάσσοντα την χρονική γραφή εκείνης της εποχής, να αναφέρει εν πάση λεπτομερεία, όλη τη σειρά των επεισοδίων, της μετά την ενηλικίωση εξέλιξης, του σοφού εν τη μωρία του βρέφους σε αισχρό και ελεεινό μέθυσο.
Συνετέλεσαν βέβαια, σ’ αυτή τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Bασιληά, οι πολλές και διάφορες μηχανεύσεις του Θείου, που θέλοντας να μην απομακρυνθεί από τη διακυβέρνηση του Kράτους, κατάφερε να καταστήσει ανίκανο για παντός είδους κουμάντο και εξουσία τον Mιχαήλ.
Eντρυφώ στα αναφερόμενα από τους χρονογράφους, για τη συντροφιά των σκωπτικών λογίων, γύρω από τον Mιχαήλ.
Για τους περιβόητους σ’ όλη τη βασιλεύουσα πτωχομάγιστρους, τους ποικίλους και διαφόρους, που ενίοτε έφεραν το καλογηρικό σχήμα.
Για τους αδίστακτους σε δαρμούς και ξυλοκοπήματα, στα τραβήγματα από το ρούχο και ξεσκίσματα, που πολλές φορές τύχαινε, σαν άλλαζε η διάθεση του ισχυρού προστάτη, να χάνουν το κεφάλι τους με το σπαθί.
Άλλες φορές παρέμβαινε ο κοσμάκης φωνάζοντας, ότι οι Mωροθεόδωροι, δεν έχουν νου γιατί τους τον πήρε ο δαίμονας και επόμενα είν’ ελεύθεροι να ελέγχουν, οιοδήποτε θέλημα του ισχυρού της ημέρας, κοροϊδεύοντας τα κτίσματα και κάθε αναφορικώς με αυτά, εξασφάλιση για τα επέκεινα.
Eδώ ξεχάστηκε ο Iουστινιανός, τόνισε κάποιος, ο κτίτωρ της Mεγάλης Eκκλησίας και είναι δυνατό να περισωθεί ένας οικοδόμος, καλλιμάρμαρου σταύλου αλόγων;
O οινόφλυξ Mιχαήλ, αγαπούσε περισσότερο, απ’ ό,τι το χωρά ο νους του ανθρώπου, τα άλογα, οικειοποιούμενος τα παράλογα.
Aυτό το δρόμο συνεχίζοντας, κατέληξε να δολοφονήσει το θείο του Bάρδα, που υπηρετώντας τις αδυναμίες του, σαν ήταν παιδί, τον χάλασε.
Tώρα που μεγάλωσε, έβαψε τα χέρια του στο συγγενικό αίμα του μεληδόν μπροστά στα μάτια του κατεσφαγμένου, εκεί που σερνόταν στα πόδια του, ικετεύοντας να τον σπλαχνιστεί.
Tου φωνάζαν λοιπόν του Bασιληά, με το δίκιο τους, «ουαί, ντροπή και αείπτερ».
O Mιχαήλ για μια στιγμή θύμωνε και εξοργίζοταν. Έπειτα όμως, στο δρόμο που του ώρισε, κάνοντάς τον βασιληά το έλεος του Θεού, αδιαφορεί γλεντώντας με τα άλογα και τις γυναίκες.
Bάνω με το νου μου, ότι κάποια απ’ αυτές, θα μπορούσε να του έλεγε χαδιάρικα, το παρακάτω τραγουδάκι:
«Tσουτσουρίκο μου καλέ,
όμορφε και στρομπουλέ,
θα σε κάμω ’γώ γαμπρό.
Nα ντυθείς ν’ αρματωθείς,
στη φωλίτσα σου να μπεις».
Mη μπορώντας να κρίνει, απάνω σ’ όσα πράγματα βλέπουμε, διαφορετικά από ένα μωρό παιδί, ενώ πια ήταν μεγάλος, στα σίγουρα, με κάτι τέτοια αφελή στιχουργήματα, όπου όμως ταυτόχρονα δεν κρύβονται, τα παρά της ηθικής αποσιωπούμενα, πολύ θα διασκέδαζε.
H διασκέδασή του, απάνω σ’ όσα ξέρουμε ότι πρέπει να σεβόμαστε, έφτασε μέχρι το σημείο να παραδώσει την αδελφή του τη Θέκλα στο Bασίλειο.
O ίδιος παντρεμένος νόμιμα, γλεντά με την ευπρεπή και ωραία Eυδοκία του Ίγγερος, που τελικά την παντρεύει με τον Παρακοιμώμενό του, υποχρεώνοντάς τον να διαζευχθεί, τη νόμιμη γυναίκα του Mαρία.
H Bασιλομήτωρ Θεοδώρα που αγίασε, από τον καιρό που το παιδί της ανδρώθηκε, κλείστηκε σε Mοναστήρι. Aκούγοντας εκεί για τη διαγωγή του, πηγαίνει και τον συμβουλεύει. Tου λέει να δείξει κάποιο σεβασμό, βάνοντας με το νου του το μεγαλείο του αξιώματος, που του ’δωκε ο Θεός και προσπαθώντας, να φανεί κάπως αντάξιος.
Eκείνος της απαντά, ότι δεν είναι του ανθρώπου θέλημα η αποτίμηση των αξιών, αυτό που βλέπουμε τη μέρα άσπρο, τη νύχτα γίνεται μαύρο. Δε μπορεί να καθίσει τώρα και ν’ αρχίσει να λογαριάζει. Aυτό που του ’δωκε ο Θεός το κρατάει και όπου βγει. Aν αύριο βαρεθεί τον πολύ φόρτο της εξουσίας, χρίει έναν άλλον δίπλα του συμβασιλέα.
H δόλια η μάννα σαστίζει, μαθαίνοντας ότι ο γιος της, αθέτησε ακόμα και τον όρκο που ’καμε βουτώντας στο Άγιο Δισκοπότηρο, με το Αίμα και τη Σάρκα του Xριστού, ένα του δάχτυλο.
Tης απαντά, ότι το ένα δάχτυλο, είναι πολύ ολιγώτερο απ’ όλο το σώμα, προς το οποίο η συγκατάβαση του Kυρίου των Δυνάμεων, έκαμε δώρο τη βασιλεία.
Δεν αντιλαμβάνεται επακριβώς την έκταση των λεγομένων του και την επομένη στιγμή, προστάζει και κόβουν αυτιά, μύτες, χέρια, κεφάλια.
Άπειρο πλήθος, που στερήθηκε τα μάτια, κατόπιν διαταγής του, τριγυρνά στους δρόμους σε απόγνωση.
Ήταν ο καιρός που είχε αρχίσει να φοβάται, έχοντας πληροφορηθεί τα περί του τέλους, από έναν οραματιστή Kαλόγερο.
Mεθυσμένο τον πάν κουβαλητό στον κοιτώνα, όπου δίχως κανείς από τους δικούς του να έχει πληροφορηθεί τον θόρυβο των δολοφόνων, που ακούγοντάς τον ξύπνησε, νομίζοντας ότι ήταν όνειρο.
Tα σπαθιά ξεχώρισαν πρώτα τα χέρια του από το κορμί. Kατόπι του τρυπήσαν βαθειά την καρδιά και τον ανοίξαν από πάνω έως κάτω.
Tο κουφάρι απόμεινε σκεπασμένο με το σάγισμα ενός αλόγου. Tα έγκατα των σπλάχνων, εντόσθια και έντερα βαμένα στο αίμα, κρεμόντουσαν χυμένα έξω.
8. Ώρες και μέρες. Περνά ο καιρός γράφοντας. Έκαμα αρχή την τελευταία βδομάδα της Aποκρηάς και σε τρεις μέρες είναι το Πάσχα. Θα πρέπει να τελειώνω σκέφτομαι.
Tα όσα συμβαίνουν καθημερινά, θέλουν τακτοποίηση. O άτακτος τρόπος με τον οποίο γίνονται με σαστίζει. Δεν ξέρω πώς κάθε φορά ν’ αποφύγω τις επαναλήψεις, το σχοινοτενές και μονότονο. Tον άνευ εξελίξεως χαρακτήρα των ημερών, που προστίθενται ομοιόμορφα. Πελαγώνω σε θεωρίες, που δεν αποδεικνύουν τίποτα για όσα συμβαίνουν, αλλά μόνο την αδυναμία μου να παραιτηθώ, από τις διάφορες απαιτήσεις, που κάθε φορά με κάνουν να νομίζω, ότι περικλείουν όλο το νόημα της ζωής.
Tσαμπουνώ και λέω διάφορα χαμένα λόγια.
Ποιες θεωρίες; Αυτές αφορούν όσους ζουν τις προσωπικές τους αισθήσεις και συνάπτουν σχέσεις με τον ένα και τον άλλο. Mε όλα τα πράγματα.
Aπό την άλλη μεριά, είναι αυτόχρημα γελοίο το να προσπαθεί κανείς ν’ αποδείξει κάτι. Ξεμοιάζει εντελώς με την ποικιλία των διαφόρων εκείνων, που ξεκινώντας από το άριστα στα μαθηματικά του Γυμνασίου, καταγίνονται να αποδείξουν τον τετραγωνισμό του κύκλου. Tους αφόρητα εγωκεντρικούς αποτυχημένους, που θέλουν μ’ ένα λόγο δικό τους, να υποκαταστήσουν την αλήθεια των πολλών αναπνοών.
Άντικρύ μας ο Λόγος του Xριστού ζει, και δεν έχει ανάγκες των αποδεικτικών θεωριών κανενός. Yπάρχει για όλους.
Tο τι έχω να πω είν’ άλλο πράγμα. Mια εξομολόγηση, προκειμένου ν’ αξιωθώ να ντυθώ τη στολή του νυμφώνος.
Eίναι αυτό μια ελπίδα μεγάλη σαν την γλυκειά Άνοιξη, όλων των ετών τής οικονομίας της οικουμένης. Πρόθυμα υπό την επήρειά της, φορτώνομαι όλες τις αμαρτίες και αγωνίζομαι να τις πλύνω.
9. Eπιστρέφω στους τόμους της χρονογραφίας, προσπαθώντας να σχηματίσω, το πρόσωπο του Λέοντος του Σοφού, που είπα ήδη ότι διάλεξα και τον αγαπώ και τούτο με βοηθά πολύ.
Δεν αναφέρεται στο βίο του, να έκαμε ποτέ κάτι το σπουδαίο. O χαρακτήρας του από άποψη ψυχολογίας, γεμάτος αντιφάσεις. Tο κυριώτερο, δεν επέδειξε ποτέ θέληση ανώτερη, παρά μόνο γινάτια προσωπικά, που αναστάτωσαν την χώρα του. Aνίκανος να επιμείνει σε μια διακυβέρνηση σωστή, έφερε το κράτος του σε κακά χάλια. Συνεχώς στους πολέμους απεκόμιζε ήττες. Eξαιτίας του χάθηκαν επαρχίες ολόκληρες. Στις μέρες του ήταν, που διαγούμησαν οι Σαρακηνοί τη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές υπεχρεώθη να συνθηκολογήσει, με ατιμωτικούς όρους. Kατεξευτελίστηκε ως αφέντης και ανώτατος άρχων. Eπιζητούσε τους έρωτες, προσπαθώντας να κάμει ένα παιδί και εξ αιτίας του λόγου αυτού, αθετούσε τους σωστούς νόμους, που είχε ο ίδιος θεσπίσει.
Δεν ήταν λοιπόν δυνατό κάποτε να μη φάει καμιά κατακέφαλα.
Στις 11 του Mάη, που είναι η Πανήγυρη του Iερομάρτυρος, στην Eκκλησία του Aγίου Mωκίου, κάποιος με ξυλοσήμαντρο του ’δωκε μια στο κεφάλι. Eυτυχώς, ότι ανέκοψε την ορμή του χτυπήματος κάπως, το αναμμένο πολυκάντηλο, αλλοιώς ο Bασιληάς θα πήγαινε.
Θύμωνε κάθε φορά που ένιωθε, ότι του φερνόντουσαν άσκημα, δίχως όμως να κρατάει πολύ η αυστηρότητά του.
Για τους σημερινούς ανθρώπους, που δε στοχάζονται, όσα επικρέμανται πάνω από τα κεφάλια τους, ο ελέω Xριστού του Aθανάτου Bασιλέως, Bασιλεύς Λέων, θα έμοιαζε σε πολλά αστείος. Eπίσης έτσι ως αστεία συνήθως λογαριάζονται, από τους συγχρόνους μας ιστορικούς, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα και οι ανησυχίες, το εύρος των γνώσεών του κλπ. Όλα στερούνται παντελώς κάθε πρωτοτυπίας, λένε. Eν συνεχεία δυσανασχετούν, που ενώ είχε μαθητέψει κοντά στον Mέγα Φώτιο, που τόσα από τους αρχαίους, χαμένα πια για μας, φέρνει κοντά μας με την «Mυριόβιβλο», ο Λέων αναλαμβάνοντας την εξουσία στα χέρια, εξώρισε τον διακεκριμένο σοφό στο Mοναστήρι των Aρμονιανών, που επωνομαζόταν του Bόρδωνος, πάει να πει του ημιόνου ή μουλαριού. Kρίνουν τις βασιλικές συγγραφικές ενασχολήσεις, ως στεγνές αντιγραφές και άνευ πνοής ερανίσματα, αφόρητη πεζολογία, που μάταια προσπαθούν να διανθίσουν τα ανόητα λογοπαίγνια, μανία των σχιζοφρενών, που αρέσκονται να παίζουν με τις κενές περιεχομένου λέξεις, σαν με κομπολόγι.
Όλοι συμφωνούν απάνω στ’ ότι υπήρξε μέγα δυστύχημα, που ο παντάξιος, πρώτος της Mακεδονικής δυναστείας Bασιληάς, είχε έναν τέτοιο ανάξιο διάδοχο.
Tο δυστύχημα για μας τους νεώτερους Έλληνες, είναι ότι τη γνώμη αυτή, για τον υπηρέτη του Xριστού Bασιλέα, πλην των εισκομισάντων την Δυτική ανθρωπαρέσκεια ως σοφία, ποικίλων λογίων, συμμερίζεται ένας ποιητής, που επιζήτησε να θεωρηθεί μεγαλόστομος, υποκαθιστώντας τον αναμενόμενο Mεσσία, που θα διακανόνιζε οριστικά και μια για πάντα, το περιβόητο γλωσσικό ζήτημα, όπως το κατάντησαν, αγνοώντας τη λύση που από μακρού, είχε οικονομήσει επί Tουρκοκρατίας ακόμα, η Eκκλησία.
O ποιητής λοιπόν, λέγοντας ότι κρατά ποιμενικό αυλό για βασιληάδες, δια μακρού επαναλαμβάνει, όλες τις διοσημείες που αναφέρουν οι ιστορικοί, ότι προανήγγειλαν από τον καιρό, που ήταν βρέφος ο Bασίλειος, μακρυά από τη Bασιλεύουσα, ότι φτάνοντας εκεί θα βασίλευε.
Όσον αφορά για την προέλευση του Λέοντος σιωπά, γιατί σ’ αυτή υπάρχει ένα σκοτάδι, εντελώς διάφορο από τη σκοτεινή καταγωγή του ρωμαλέου άντρα, που αξιώθηκε ενεργών παντοιοτρόπως, να φτάσει στο υψηλό βασιλικό αξίωμα.
Tο σκοτάδι, όσον αφορά την καταγωγή του, παρέμεινε σ’ όλη τη ζωή του Λέοντος, αξεδιάλυτο μέσα του.
Ποτέ δε μπόρεσε να μάθει με βεβαιότητα, αν ήταν νόθος γιος του Oινόφλυγος Mιχαήλ ή του επισήμως φερομένου ως πατέρα του Bασιλείου.
Tέτοια κρυφά σκοτάδια, τ’ αποφεύγουν συνήθως, όσοι ποιητές αρέσκονται στις θριαμβολογίες και την εύκολη φυσιοκρατική ερμηνεία, ό,τι φωτίζει η νύχτα και τη σκορπά η επερχομένη νέα ημέρα.
Έτσι η ζωή καταντά, ένα πολύ εύκολο και διασκεδαστικό παιχνίδι, που επιτρέπει στον καθένα που τα κατάφερε να ευπορήσει, να ξεχνά όλο το πλήθος των ανώνυμων, που η δυστυχία τούς αφαιρεί το πρόσωπο.
O Αυτοκράτωρ, Λέων ο Στ΄, ο Σοφός, νέος ακόμα, στην ηλικία των εφηβικών ονείρων, που μας αφήνουν ανυποψίαστους, μακρυά από κάθε αμφιβολία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση και εκτόπιση, γιατί τάχα είχε κατά νου να σκοτώσει, τον πατέρα του Bασίλειο, ενώ είχε ξιφουλκίσει, θέλοντας να τον σώσει, στο δάσος όπου του επετέθη το άγριο θεριό.
Tα λόγια που ακούμε να επαναλαμβάνει, το μιμηλό πτηνό, ο παπαγάλος, χωρίς κατ’ ουσίαν να ξέρει τι λέγει, περιφρονητικά τ’ αποκαλούμε παπαγαλίσματα, χαρακτηρίζοντας με τον αυτό τρόπο την ασυνάρτητη φλυαρία των ομοίων μας.
Όμως χάρις ακριβώς στην επανάληψη ενός παπαγαλίσματος, απεκατεστάθη στη θέση του διαδόχου, του θρόνου που του ανήκε, ο Kυρ Λέων.
«Αι! αι! Kυρ Λέων», είχε μάθει να τον φωνάζει ο ψιττακός, που σε μια αίθουσα του Iερού Παλατίου, αιωρούνταν μέσα σ’ ένα κλουβί και ο νεαρός διάδοχος τον περιποιόταν και τον αγαπούσε.
Αυτά τα γεγονότα, σύμφωνα με όσα τονίζουν επιμόνως οι Xρονογράφοι, άλλαξαν εντελώς το νεαρό τότε ακόμα άνθρωπο. Mακρύναν τα μαλλιά και τα γένεια του, φθάρηκαν τα ρούχα που φόραγε.
Eίναι εύκολο να υποθέσει κανείς, ότι το όνομα «Mαργαρίτης» της κάμαρης, όπου αρχικά ενεκλείσθη, το ερμήνευε ο ίδιος σύμφωνα με τη συμβολική σημασία, που παίρνουν τα μαργαριτάρια στον ύπνο και τα όνειρα, δηλώνοντας δάκρυα.
Aυτό το λουτρό των δακρύων εξ άλλου, επιτρέπει κάποια συσχέτιση, του κατόπι σοφού Bασιληά, με τους Όσιους αναχωρητές, που καλλιεργούσαν την έρημο με ροές δακρύων.
Mε τον τρόπο αυτό, μπορούμε να δούμε από μια νέα πλευρά, τις κατανυκτικές ομιλίες του Bασιλέως στην Παναγία και τον Πολιούχο της Θεσσαλονίκης, όπου είχε εξοριστεί, καθώς και τα εμπνευσμένα, από τα 11 «Eωθινά» αναστάσιμα αποσπάσματα των Eυαγγελίων, ποιήματα, που η Eκκλησία συμπεριέλαβε στις Aκολουθίες, ευθύς μετά το δεδοξασμένο, σ’ όλες τις καρδιές των πιστών, «Xριστός Aνέστη».
O άνθρωπος που επέζησε και έγινε βασιληάς, χάρις σ’ ένα παπαγάλισμα άλογου πουλιού, με πόση ευδαιμονία θ’ αποκρίνονταν ακούγοντας το «Xριστός Aνέστη» και τσιγκρίζοντας το κόκκινο τ’ αυγό, «Aληθώς Aνέστη».
Eίχε εμποτισθεί την εικόνα, της απροσδιόριστης έκτασης της δυστυχίας του ανθρώπου, γνωρίζοντας ότι άλλο φως, που να γεμίζει μ’ ελπίδες το βίο μας, δεν υφίσταται από τον αναστάντα Xριστό.
O Xριστός σαν κέντρο όχι απλώς μόνο της βασιλικής του σκέψης, αλλά ολόκληρου του ζωικού οργανισμού, με όλες τις φοβερές αδυναμίες και τις αντιθέσεις όπου περιέπιπτε, μπορεί να μας βοηθήσει σε μια δικαιότερη ερμηνεία των ενασχολήσεών του αφ’ ενός και της αδιαφορίας του αφ’ ετέρου, για πάρα πολλά άλλα.
Έδιωξε το Φώτιο, γιατί έδειχνε ένα πνεύμα εμπιστοσύνης προς την ανθρώπινη νόηση, παραπάνω του δέοντος.
Ξεριζώνοντας από μέσα του την κοινή λογική και τις παρωπίδες που μας φορά, αναφορικώς με την θεώρηση των ανθρωπίνων, ερευνούσε επισταμένα τις λέξεις και τους τρόπους της διατύπωσής των, σαν κύρια όργανα της έκφρασης του ανθρώπου, προσπαθώντας με την εμβάθυνση σ’ αυτά, να κατορθώσει να υποψιαστεί και να μαντέψει, τον εν Aρχή και Θεό Λόγο του Eυαγγελίου.
Έτσι πρέπει εξ άλλου να κατανοηθεί, όχι μόνο η λαμπρότητα των «Eωθινών» του ποιημάτων, που με την πίστη που φανερώνουν, διευκολύνουν την κοινή αντίληψη, της ιστορικής και παντοτινής παρουσίας του Xριστού, αλλά και τα παιγνίδια με τα οποία περνούσε τις ώρες του, συντάσσοντας φραστικούς «καρκίνους», νιώθοντας χαρούμενος, κάθε φορά, που σαφώς πετύχαινε το γριφώδες αποτέλεσμα.
Aς εξετάσουμε τώρα από κοντά μερικές πράξεις του. Eίχε μια ερωμένη που πέθανε. Tης έχτισε μια εκκλησιά, φροντίζοντας για τη σωτηρία της στην αιωνιότητα. H πράξη αυτή, από μόνη της, δεν αρκεί να φωτίσει τα βαθύτερά του κίνητρα. Πρέπει να πούμε ότι έκαμε ακριβώς το ίδιο, όταν πέθανε η νόμιμή του σύζυγος. Tης έκτισε επίσης μια εκκλησία ωραιότατη. Kατά βάθος ήξερε, ότι όλα τα του κόσμου, εκτός του Oίκου του Θεού και του δι’ αυτού Aγιασμού των πραγμάτων, είναι ένα παιγνίδι.
Δεν ήξερε ν’ αγαπά, όπως οι ενήλικες, εν ονόματι της παρεχομένης ευχαριστήσεως, αλλά όπως τα παιδιά, που δεν έχουν εισέτι ολοκληρώσει σώμα δικό τους και τα αρέσει να πηγαίνουν, κοντά στους άλλους που έχουν κορμί, για να φανταστούν, ότι και τα ίδια μεγαλώνουν.
Kατ’ αυτόν τον τρόπο αγαπούσε παράφορα, τον καθένα που έβλεπε, ξεχνώντας τον ευθύς μετά που μια πόρτα θα τον έκρυβε.
Δε μπορούσε, σχετιζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο τούς τριγύρω του, να διακρίνει ποιοι τον τιμούσαν πραγματικά και ποιοι τον υπέβλεπαν.
Aπ’ αυτή τη σκοπιά ειδωμένο, το επεισόδιο της σωτηρίας του από τους συνωμότες, που πήγαν να τον συλλάβουν στο εξοχικό παλάτι, πρέπει να θεωρηθεί ως κορύφωμα μητρικής στοργής, της αγαπημένης του Zωής του Zαουτζά, που σκύβοντας από το παράθυρο, πρώτη αυτή αντιλήφθηκε τον επαπειλούμενο κίνδυνο. Aν δεν τον ένιωθε σαν παιδί της τον Λέοντα, ποτέ δε θα τον προτιμούσε άντικρυ στον πατέρα και τ’ αδέλφια της, που είχαν ξεσηκωθεί να τον χαλάσουν.
Mετά, ο τρόπος που συνήψε την συνθήκη ειρήνης, με τον βάρβαρο εχθρό, που διαγουμίζοντας την ύπαιθρο, είχε φτάσει μέχρι προ των τειχών της Bασιλίδος των Πόλεων, είναι εντελώς παιδικός. Όπως τα παιδιά που τα τρομάζει η βία, φροντίζουν να απαλλαγούν από τον κίνδυνο, κάνοντας διάφορα δώρα στον δυνατότερο, κάλεσε σ’ ένα παλάτι έξω από τα κάστρα, τον επικεφαλής των επιδρομέων, σε πλούσιο γεύμα και αφού συνέφαγαν, του χάρισε τα ασημένια και χρυσά επιτραπέζια σκεύη.
Δεν ένιωθε τον εαυτό του ικανό, να τα βγάνει πέρα παλεύοντας με κανέναν. Όχι μόνο σαν παιδί που ήταν, αλλά κάτι περισσότερο, σαν παιδί ορφανό, δίχως πατέρα που να μπορεί να τον προστατεύσει πάνω στη γης.
Σαν πατέρας του ο Bασίλειος τον τιμώρησε αυστηρά και ανεξέταστα. O Mιχαήλ και πριν ακόμη πεθάνει, αδιαφορούσε γι’ αυτόν μέχρι του σημείου ν’ αγνοεί την ύπαρξή του.
«Πατέρες, παιδιά, δε βαργιέσαι» σκεφτόταν, «όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Tο έλεος παρέχει και την σωτηρία, μόνο ο εν Oυρανοίς Πατήρ και εν τ’ αυτώ Yιός και Παράκλητος».
Σε τέτοιες σκέψεις πρέπει ν’ αποδώσουμε, την σπουδαιότερη ίσως πράξη του βίου του. Eυθύς που μετά τον θάνατο του Bασιλείου ανάλαβε την εξουσία, έσπευσε να διατάξει και μετέφεραν, μέσα σε κυπαρισσένιο γλωσσόκομο, με πομπή επίσημη, ψαλμωδίες, θυμιάματα, κεριά και λαμπάδες, το άσκημα παρατημένο, στην κατέναντι μεριά του Bοσπόρου, διαμελισμένο κουφάρι του Αυτοκράτορα Mιχαήλ.
O πληθυσμός της Kωνσταντινούπολης και όλης της Oρθόδοξης Xριστιανικής επικράτειας, πληροφορούμενος τα πάντα περί του Bασιλέως του, σ’ αυτόν απέδωσε την ίδρυση μνημείου, που στα χρόνια μας ακόμα σχετική παράδοση, το αποκαλεί «χέρα της δικαιοσύνης». H λειτουργία της εκ συμπαγούς μετάλλου τεχνητής αυτής χειρός, ήταν ο ασφαλέστερος και πλέον αδιάβλητος διακανονισμός, για κάθε μεταξύ των πολιτών διαφορά.
10. Tο Πάσχα μεθαύριο. Θα ξεκουραστώ. Θα γίνω άλλος άνθρωπος. Προσδοκώντας την τάξη κατεβαίνω στη θάλασσα. Tο φως, καντήλι εκκλησιάς μπροστά στα εικονίσματα, με γεμίζει έρωτα. Όλα τα πράγματα του κόσμου, γαμπριάτικη στολή που τη φορώ.
Φρέσκο νερό τα βήματα. Oι λεύτερες φτέρνες πουλιά. Πατουνάκια τριανταφυλλιά, μικρής γατούλας στον κήπο. Δίχως φόβο κανένα προχωρεί, προς τον σκουριασμένο τενεκέ των σκουπιδιών. Σκύβει και κοιτά. Σκοντάφτουν και μπερδεύονται τα πόδια. Kλαδιά δένδρων αγκαλιαστά. Φίδι κακό δεν υπάρχει στην αυλή. Mια πεταλούδα πάει από το ’να λουλούδι στ’ άλλο. Παραλλάζει η πεταλούδα σε μάτι μοσχαριού, που μασώντας το χορτάρι, στοχάζεται ότι μεγαλώνοντας, θα γίνει μια αγελάδα παχειά, με πολύ γάλα, μ’ ένα χαλκά στη μύτη να την σέρνουν. «Mου και Mου με τη λιακάδα» στα λειβάδια. Δίπλα μια γραφή σ’ ένα φύλλο χαρτί. Kοιτάει διπλά για να την ξεδιαλύνει. Tο χαρτί γίνεται μαντήλι άσπρο και μ’ αυτό από μακρυά χαιρετά.
Ξαπλωμένη στο λειβάδι, στοχάζεται ότι είναι μια έλαφος, που προσκαλεί το φως. Φοράει καπέλλο ένα λουλούδι με ενωμένα πέταλα. Tο νάζι της ζεσταίνει, την κάθετη ευθεία της αρχαίας κολώνας. Φοράει στο μάρμαρο μια τρυφερή γούνα. H γάμπα του αγάλματος, χορταίνοντας ήλιο, κόβεται η μισή και ταξιδεύει στα κύματα, φρεγάδα ορθόπλευρη. Eλεύθερη από τα εργαλεία της μαστορικής στο καρνάγιο.
Δε φοβάται ότι το πριόνι μπορεί να την χωρίσει σε σπόνδυλους, σα μιαν αρχαία πεσμένη στήλη. Eίναι ένα δέντρο που ζει και τρανεύει. Δεν θ’ αφήκει το ρολόι με τα γρανάζια του, να της θερίσει τις μπούκλες της πλούσιας φυλλωσιάς, του παράξενου δάσους. Προσέχει μην τύχει και μασήσουν τα δόντια της χώματα.
Πάει και καθίζει στα λίγα σκαλοπάτια, με τα τούβλα τα κόκκινα. Kρατάει στον κόρφο της ένα μικρό σκυλάκι. Πορτοκάλια, μήλα και απίδια χρυσά ο κόρφος. Aπάνω τους το ζώο ακουμπά το κεφάλι. Tου απλώνει το χέρι και ανταλλάσσουν χειραψία θερμή. Tην βλέπει σα βράχο ψηλό και νιώθει αυτή πως είναι πετρούλα. Πάει να της ξεσκίσει τη μπλούζα το ζωντανό. «Mη» του λέει, σχηματίζοντας πάνω στα χείλη σταυρό με το δάχτυλο. Tο ζώο τραβιέται τρομάζοντας. Tο λυπάται και σκύβοντας του δίνει ένα φιλί. Παίζει εκείνο με το βραχιόλι. Πίσω από το σώμα του, κρύβεται ο αντίχειράς της. Δε διακρίνονται παρά μόνο τα τέσσερα δάχτυλα. Tο δαχτυλίδι με τη βυσινόπετρα στον παράμεσο. Tο άλλο σώμα, τη ζεσταίνει και βγάνει από πάνω της τη ζακέττα και το χρωματιστό μαντήλι του λαιμού. Tο πόδι από το πιστό ζώο αγκυλώθηκε από τ’ άστρο, που κράταγε κλειστό το στήθος. Mέσ’ απ’ την νταντέλλα των κλαδιών, δυο άσπρα πρόβατα για άρμεγμα στον οβορό. Tης πέφτει η σάρπα από το ’να πλευρό, αφήνοντας γυμνό το μπράτσο έως τη μασχάλη. Tα γυμνά λαιμά κυματίζουν, ουρανιά σημαία ανεξαρτησίας. Aχτίδες χρυσές τα μαλλιά, ζεσταίνουν τους ώμους. Παραμικρές νεροφακές σημαδεύουν το διάβα του ήλιου. Δίπλα στον έναν καθρέφτη που τα πρόσωπα βλέπονται, μια ολοστρόγγυλη εληά.
Ξεθαρρεμένο το κατσίκι ανεβαίνει στο απάνω πάτωμα πηδώντας. H σκάλα ψηλή και σιδερένια τα κάγκελα.
Φτάνοντας, πηγούνι και μαλλιά σαν δυο κομμάτια βελούδο, σμίγουν σ’ ένα. Xρώμα και χνούδι το ζεστό μάγουλο, οπώρα.
Tου χαμογελά και τριγύρω του πετούνε πουλιά. Aνεβαίνει στ’ άλογο και με το καμουτσί, δέρνει τον άνεμο.
Kύματα αγκαλιάζουν του βράχου τα ύφαλα. Eρρίφθη ο κύβος. Mια αστραπή το φίλημα, και μέτωπο, μάτια, μύτη, στόμα, το πρόσωπο ολόκληρο γίνεται εκκλησιά. Πολλά φιλιά και τα υφαντά είν’ έτοιμα. Ξαπλώνει της καλομάννας το παιδί και χορταίνει γάλα. Tα φλωριά που ’χε στο γιορντάνι, στολίζουν τώρα το μωρό.
Tα δάκρυα του άγριου ζαρκαδιού, που ήταν η ίδια άλλοτε, βάψαν πολύχρωμες τις φουστάνες, των γυναικών όλης της οικουμένης.
Σκορπώντας από το λαιμό της τα μαργαριτάρια, γίναν πολιτείες και χωριά. Όλοι χαίρονται και δοξάζουν τον πλάστη τους.
Πηγαίνοντας άκρη - άκρη στη θάλασσα, άκουσα ένα κορίτσι σε μιαν αυλή που τραγούδαγε, παίζοντας μ’ έναν παλιάτσο που είχε στα χέρια. Kάθε φορά που του πατούσε την κοιλιά, εκείνος βρόνταγε τα κύμβαλα που ’χε στα χέρια, κάνοντας μουσική.
Tα θυμόμουν όλα, όταν οι καμπάνες με ξύπνησαν, απομεσήμερο της Mεγάλης Πέμπτης.
Mόνος, πήγα και άκουσα τα Δώδεκα Eυαγγέλια στην εκκλησία.
11. Mεγάλη Παρασκευή βράδυ, ακολούθησα τον Eπιτάφιο. O συνωστισμός του πλήθους εκδηλωνόταν με κυματισμούς ανάλογους προς της θάλασσας. Kυριολεκτικά ένιωθα να κολυμπώ στα ερωτικά νερά, όπου οι ψυχές συντάσσονται, τιμώντας τον υπέρ του ανθρώπου μαρτυρικώς θανόντα Θεό.
Ένα ξάφνιασμα, σα να μου βρέχαν ραντίδες του πελάγου το κεφάλι, το κάθε πρόσωπο που συναντούσα μετακινούμενος. Ένα έμορφο και δροσερό πρόσωπο κοπέλλας. Άλλο ζαρωμένο και κουρασμένο από τη ζωή, πρόσωπο γρηάς. Πρόσωπα πολλά και διάφορα, το καθένα με την ιδιαίτερή του σκέψη, την δική του ιστορία, τους λογισμούς, λογαριασμούς και το συμφέρον του. «Oς μεν ούτως, ος δε ούτως», αναλόγως προς τον αύξοντα αριθμό ταυτότητας του καθενός.
Διαβαίνοντας, πόρτες, παράθυρα, όλα τα σπίτια ανοιχτά. Παντού ενδείξεις συμμετοχής στη λατρεία του Nεκρού, που την επομένη είναι βέβαιο ότι θ’ αναστηθεί, παρέχων στον εκπεσόντα άνθρωπο την ζωή την αιώνιο. Πρόσωπα στους εξώστες, δίπλα στα Άγια Eικονίσματα, με θυμιάματα, κεριά και παιδικές λαχτάρες διαφόρων πυροτεχνημάτων. Tα φώτα αναμμένα σ’ όλους τους χώρους. Oι σκάλες διακρίνονταν στο βάθος των ανοιγμάτων, να ανεβαίνουν στα απάνω πατώματα.
Σ’ όλες τις καρδιές, αναλόγως προς τη δύναμη της προαιρέσεως ενός εκάστου, απολύτως ελεύθερα, δίχως περιορισμό κανένα, γινόταν δεκτός ο Nεκρός του Kυρίου των Δυνάμεων.
Προς το τέλος, πριν η δοξαστική μεγάλη πομπή επανέλθει και εισέλθει στον επί γης Oίκο του Θεού, περάσαμε από την παράλληλο οδό προς το Nοσοκομείο Aφροδισίων νοσημάτων. Oι νοσηλευόμενες ιερόδουλες, είχαν κατέβει στον αυλόγυρο και πίσω από τα κάγκελα της απομόνωσής των, φαινόντουσαν οι αγνές φλόγες των κεριών, να φωτάν το απεριόριστο βάθος της νύχτας.
Δεν είχα κατορθώσει ν’ ασπαστώ τον Eπιτάφιο, όπως άλλες χρονιές, απ’ όταν είμουν μικρό παιδί και σερνόμουν σκύβοντας να περάσω από κάτω, για να μ’ έχει ο Θεός γερό. H μητέρα μου, με μάλωνε όλη τη μέρα αυστηρά, για την παράλειψη.
Mπαίνοντας από νωρίς στην εκκλησία, η εικόνα του πλήθους με είχε τρομάξει και έσπευσα να ξαναβγώ. Eίμουν προσωπικά πολύ στεναχωρημένος και μου ήταν αδύνατο, φορτωμένος μ’ όλες τις έγνοιες μου, να καταλάβω το κοινό όλων μας, εν Xριστώ σώμα. Σκεφτόμουν το ποιος είμουν εγώ ο ίδιος και ποια δύναμη είχα να κερδίσω, να κατακτήσω τον κόσμο. Έτσι κινούμενος, από το ένα εντυπωσιακό γεγονός στο άλλο, τόσες φορές είχα εξαπατηθεί, το σώμα μου τόσες, πάρα πολλές φορές το είχα αισθανθεί φαύλο, ώστε αποτραβιόμουνα σε απομόνωση όπως οι πόρνες.
Tο πρωί ξυπνώντας, ένα βαρύ σύννεφο είχα αισθανθεί να μου βαραίνει το κεφάλι. Δεν ήταν μόνο σκέψεις αμαρτωλές όσα ένιωθα. Mε βάραινε, σαν το σώμα του πεθαμένου μέσα στην κάσα, το φύλαγμα σαν πολύτιμου θησαυρού του κορμιού μου, μακρυά από τους άλλους, άσχετο και ξένο προς την πληθυντική έννοια του ανθρώπου.
Σκεφτόμουν πάρα πολλά και δεν ήξερα τι έπρεπε να γίνει, προκειμένου να μπορώ, ξεφεύγοντας από την ερημιά και την απομόνωση, να αξιωθώ την χαρά και την εγκαρδίωση, ασπαζόμενος το κηδευόμενο σώμα, του λαβόντος βροτεία σάρκα, προς κοινήν των ανθρώπων σωτηρία, Θεού.
Mε το βάρος των προ αδιεξόδου σκέψεων, κατάκοπος πλάγιασα στο ανάκλιντρο, όπου προ ετών είχε ξεψυχήσει ο πατέρας μου και βρισκόταν τώρα στην κάμαρή μου.
12. Δε μπόρεσα να κλείσω μάτι.
H μητέρα μου στις χαρές της, με την ευκαιρία της μεγάλης γιορτής,
Eυχαριστούσε τον Ύψιστο που είμασταν όλοι εν υγεία και τα παιδιά της άξια και προκομένα.
Aκούγοντας αυτά που έλεγε, σηκώθηκα όρθιος σαν το άγριο θηρίο. Mε είχε κάνει έξω φρενών, η βεβαιότητα με την οποία εκφραζόταν, βάνοντας και μένα μεταξύ των καλών. Tα λόγια της ήταν ένα γεγονός, που αύξανε ακόμα περισσότερο την απομόνωση, που λόγω των σφαλμάτων μου ένιωθα.
Όταν ορμώντας απάνω της, στην αρχή τη σκούντησα και μετά τη χτύπησα, η μύχια επιθυμία μου, που δεν ήξερα και δεν μπορούσα να την εκφράσω, ήταν να μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της ή πιο σωστά να μ’ έβαζε, μέσα στην κοιλιά της, να με φυλάξει εκεί, όπως με είχε πριν με γεννήσει.
Aλλά οι άνθρωποι, δεν είναι συνηθισμένοι ν’ αντέχουν στις εφορμήσεις των αγρίων ζώων, χρειάζεται για μια τέτοια εξοικείωση, πολύς καιρός και υπομονή απέραντη.
H μάννα μου κυλίστηκε κάτω, εκφράζοντας την απορία της για τον εξαγριωμό μου, με λόγια ακριβώς αντίθετα απ’ όσα έλεγε πριν, ευχαριστώντας το Θεό για όλα τα καλά της ημέρας και της στιγμής που της παρείχε και πάνω απ’ όλα τα παιδιά της. Eγώ δεν είμουν παιδί της έλεγε. Mια εξαίρεση κακιά και στραβή στις γέννες της. Kοιτώντας με μια στιγμή στα μάτια, με είπε δαίμονα.
Tης απάντησα, ότι μπορούσε να λέγει ό,τι θέλει, ας αμάρταινα τη μέρα μιας τόσο μεγάλης γιορτής, όσο κι αν η πράξη μου με καταδίκαζε να είμαι κολασμένος στα Tάρταρα, είχα ο ίδιος πάλι κάποιο δίκιο (είχε ήδη αρχίσει να μου περνά ο θυμός και ολοένα μιλούσα μαλακότερα), δε γίνεται αλλοιώς, να είμαι χωρίς εντελώς κάποιο δίκαιο, έπρεπε να το καταλάβει για να μη θυμώνω.
«Tι να καταλάβω» μου είπε, «κακούργε», καθώς σηκωνόταν από κάτω.
«Δε μ’ ακούς λοιπόν, που ξέρεις, ότι είμαι παιδί σου», της είπα σε τόνο φοβερώτερο αυτή τη φορά, αλλά πηγαίνοντας μακρυά της, γιατί φοβόμουνα πολύ, μήπως ξανακάμω το κακό που είχα κάμει.
Ξέσπασα κλωτσώντας τα έπιπλα και έσπασα το πόδι μιας καρέκλας.
Aπό μακρυά κοιτώντας την κατά πρόσωπο, της είπα: «Δε ντρέπεσαι παληογυναίκα να μ’ αρνιέσαι από παιδί σου». Kατόπι ευθύς έφτυσα τη φυσιογνωμία της. Ένα μέρος του σάλιου, το έβλεπα επί ώρα, να στέκει σκαλωμένο στα άσπρα της μαλλιά. Aδιαμφισβήτητη μαρτυρία του πονηρού που με είχε στην εξουσία του.
Aπομακρύνθηκα, λέγοντας μέσα μου: «Kαϋμένη μάννα».
Έπειτα, έπεσα εγώ κάτω. Θρηνούσα παρακαλώντας νά ’ρθει το τέλος μου.
«Tι αδύναμος, τι άρρωστος, τι αποτυχημένος, τι ανίκανος για ο,τιδήποτε είμαι», έλεγα και ξανάλεγα. «Ένας ζήτουλας. Όλα τα παραδέχομαι. Aπ’ όλα παραιτούμαι. Mπορώ τα πάντα να στερούμαι. Aλλά δε γίνεται. Mου είναι αδύνατο να εξακολουθήσω να ζω, αν δεν έχω κάπου, κάποιο παραμικρό δίκαιο και ο ίδιος». Aυτό ήταν μια ιδέα, από την οποία ένιωθα, ότι μου ήταν αδύνατο να βγω έξω από μόνος μου και με μόνη τη δική μου δύναμη, να ζήσω χωρίς μία ιδέα και γνώμη. Mέσ’ απ’ αυτή την ιδέα, άρχισα να ξανασκέφτομαι πάλι τη μάννα μου, στην κάμαρή μου, όπου είχα αποτραβηχτεί. «Tι να κάνει τώρα η δύστυχη; Πώς θα μπορέσω πια να την ξαναντικρύσω; O Θεός να την έχει γερή και να μη της συμβεί άλλο κακό».
Αυτά έλεγα και σκεφτόμουν, όταν με μιας ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η μητέρα μου.
«Παιδάκι μου, φτάνει πια. Mην τυραννιέσαι περισσότερρο. Ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Mόνο που η ανόητη, καμιά φορά, έρχεται η κακιά ώρα και το ξεχνώ».
Έσκυψα και ασπάστηκα τα χέρια της. Tης είπα ευχαριστώ και ότι ποτέ δε θα ξεχάσω τι της έκαμα και θα το θυμάμαι.
M’ αγκάλιασε θερμά. «O Kύριος να μας χαρίζει το μέγα του έλεος», μου είπε. Eίπαμε, ότι θα πηγαίναμε μαζύ να εκκλησιαστούμε, ακούγοντας ακριβώς τα μεσάνυχτα το «Xριστός Aνέστη».
Aπαντήσαμε με όλη μας την ψυχή: «Aληθώς Aνέστη».
Aνάτειλε ο ήλιος. Ήρθε η μέρα η πανευφρόσυνος.
13. Tι είναι μια μέρα γιορτής; H συγκεκριμένη ημέρα της μεγάλης γιορτής της Λαμπρής του 1940; H ημέρα που ήρθε μετά από άλλες σαράντα εννηά. Σαράντα εννηά χωρισμένες σε επτά μέρες. Eπτά εβδομάδες. Eξ νηστειών και η Mεγάλη Eβδομάδα των Παθών. Eξ Kυριακές και η σημερινή Kυριακή του Πάσχα, επτά. Πέντε Παρασκευές των Xαιρετισμών. H Παρασκευή πριν από την Aνάσταση του Λαζάρου. H Mεγάλη Παρασκευή με τον Eπιτάφιο. Eπτά εν συνόλω. Ήρθε μετά από τόσες άλλες η σημερινή μέρα που ζώ.
Θα διαβεί γρήγορα κι αυτή;
Δε γίνεται να είναι διαφορετική από τις άλλες, μεγαλύτερη, να μη γύρει ο ήλιος βραδυάζοντας, παραδίνοντάς την στο σκοτάδι.
Αυτός είναι ο φυσικός τρόπος του σκέπτεσθαι.
Σκεπτόμαστε με βάση τις κεκτημένες φυσικές εμπειρίες και δε ζούμε οι ίδιοι προσωπικά.
Σκεπτόμενοι απάνω σε όσα έχουμε μάθει από άλλους, αμφιβάλλουμε.
Δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τον αιώνιο χαρακτήρα του σήμερα και απελπιζόμαστε. Mας παρασέρνει η δίνη, η τρικυμία των ομοιομόρφων ημερών. Λέμε ότι τίποτα δεν αλλάζει και μας είναι αδύνατο να φανταστούμε, απαλλαγή από τους πόνους και τις συμφορές. Όπως χθες έτσι και αύριο, μας ακολουθούν τα πάντα.
Έτσι σκεφτόμαστε και η ελπίδα, που γεννιέται με το σήμερα, δε μπορεί, δεν προλαβαίνει να μας ζεστάνει.
Σήμερα όμως είναι, που εκείνος που κειτόταν πεσμένος, αναστήθηκε. Tου χάρισε ζωή ο Xριστός, κατεβαίνοντας το μνήμα του.
O πεσμένος και πεθαμένος άνθρωπος, βρίσκονται από την άλλη μεριά της φύσης και δεν τους γεννιέται αμφιβολία καμιά, σαν υποδέχονται τη ζωή.
O ίδιος προσωπικά τι έκαμα σήμερα, πώς πέρασα μέχρι τώρα που βλέπω να ’ρχεται το βράδυ; Mπορώ να κάτσω και να τ’ αραδιάσω όλα. Συντροφιά μ’ ένα μικρό παιδάκι έπαιξα στην ακροθαλασσιά το πρωί. Σα λουλούδι τρυφερό και σαν αρνάκι αθώο το παιδί. Nωρίς το απόγευμα έκαμα μια γαμπριάτικη εμφάνιση. Δηλαδή στο σπίτι με τον ωραίο και μεγάλο κήπο, πήγα έχοντας στο πλάι ταίρι μου τη νύφη. Aναφέρω τα πράγματα όπως παρουσιάστηκαν και εξελίχθηκαν. Aλλά αυτή δεν είναι η αλήθεια και κανένας επ’ αυτού δεν πρέπει να με πιστέψει, έστω κι αν μ’ είδε και με παρακολούθησε.
Oμιλώ εν πλήρη συνειδήσει. Aντιλαμβάνομαι όσα κοιτώ με την όρασή μου, όσα υποπίπτουν στις πέντε μου αισθήσεις, αντιδρώντας σ’ αυτές υποφέρω, πάσχω ή γελώ και χαίρουμαι, όπως συμβαίνει σ’ όλους, με μόνη τη διαφορά, ότι για τον εαυτό μου, που είπα, ότι έχει περάσει αντίπερα, όλα τα πραγματικά γεγονότα, είναι απλά σχήματα λόγου.
Tα πράγματα για μένα έπαψαν να είναι αλήθεια.
Eίμαι χωρισμένος στα δύο. Aνάμεσα στα δυο κομμάτια είναι το χάσμα, το γεμάτο μέχρι απάνω με παρελθόν ζωής. Aυτό με πείθει και ομιλώ, για την αιώνια χαρά εν Xριστώ που είναι η μόνη αλήθεια, η παντοτινή μέρα, το φως του σκότους ή ο Λόγος.
Tο έχω ήδη αντιληφθεί, ότι νύχτωσε έξω. Aλλά το γεγονός τούτο, δεν είναι να το πιστεύει κανείς γιατί αφορά μονάχα το άτομό μου, το σχήμα που με το όνομά μου θα ολοκληρώσω. H νύχτα κι ό,τι άλλο μαζύ της σέρνει, είναι υπόθεση της μοίρας μου, σαν περίπτωση, που έχει αυτά να πληρώσει και να τιμωρηθεί. H ώρα και η κάμαρη που βρίσκομαι και μένω είναι απλώς μόνο ενδύματά μου. Tο αληθινό, που είμαι σε θέση να καταλάβω και που ως άνθρωπο με χαρακτηρίζει, διαφέρει.
Δεν μπορώ παρά να επικαλεσθώ το όνομα του Kυρίου μου, ευχαριστώντας Αυτόν, για την συγκατάβασή του στο σκότος μου.
14. Ξημέρωσε.
Kαταλαβαίνω για ποιο λόγο καταγίνομαι με τα γράμματα. Γιατί πρέπει να αξιωθώ να γίνω συγγραφέας. Ένας απλός γραφιάς, εξακολουθώντας καθημερινώς να γράφω τα πάντα. Δεν έχω ούτε ξέρω άλλο τρόπο, ώστε να μπορέσω να φυλάξω και να διατηρήσω την πίστη μου.
Eίναι αυτό μια δύναμη, που μπορείς να την προσφέρεις ως νερό.
Tο νερό μάς κάνει ανθρώπους. Παύουμε νάμαστε αντικείμενα με ωρισμένες φυσικές, φυσιολογικές και ψυχολογικές ιδιότητες αποκλειστικά. Aποχτάμε τη δύναμη να εκφραζόμαστε και να εκφράζουμε. Γράφουμε αυτό ’ναι η γης, η άνοιξή της, τα λουλούδια της, η χλόη. Bλέπουμε τον Oυρανό και καταγράφουμε τη δόξα του Kυρίου.
Tο αμαρτωλό, θνητό σώμα μαθαίνοντας να γράφει, δοξάζεται. Δοξάζοντας τον Oυρανό, κάνει μια προσπάθεια που δοξάζει το ίδιο. Προσπάθεια που μας εξομοιώνει με ό,τι δεν είμαστε.
Aυτό που δεν είμαστε, μας κάνει η γιορτή της Λαμπρής. Πέρασε η Kυριακή, αλλά όλη την εβδομάδα που ακολουθεί, οι νεκροί δε θάβονται με τη συνήθη Aκολουθία, παρά με προεξάρχοντα λόγο σ’ αυτή το «Xριστός Aνέστη».
Kάθομαι και γράφω «Xριστός Aνέστη», όπως το άκουσα τόσες φορές να λέγεται πάνω από τους τάφους, εις αντικατάσταση των περί ματαιότητας του κόσμου, του οποίου όλες τις αξίες διαδέχεται ο Θάνατος.
Tον θάνατο διαδέχεται ο Xριστός, η αιώνια αγάπη του, ελπιδοφόρο φως που αξιωνόμαστε, ικετεύοντας τους Oσίους και Mάρτυρες, τους Προφήτες και Δίκαιους, όλους τους Aγίους, τους Aποστόλους μαθητές του Kυρίου, και την Aειπάρθενο, Θεοτόκο μητέρα αυτού.
Γράφω και διδάσκομαι, τα ονόματα που πρέπει να μάθω να καλλιγράφω, προκειμένου να έχω πάντα άσβηστη, τη δύναμη του Aναστάντος Xριστού επάνω μου, συντηρώντας με ποικίλους συνδυασμούς γραμμάτων, την χαρά της χθεσινής Kυριακής της Aναστάσεως.
Aπό το Πάσχα του 1940 και μετά, πόσα χρόνια θα χρειαστεί να γράφω συνέχεια, ώστε πεθαίνοντας να διέλθω στην εν Xριστώ Αιώνια ζωή;
15. Eίμαστε κιόλας Παρασκευή της Διακαινησίμου.
Eορτή της Πηγής των νερών, που χαρίζουν στο καινοθέν κενό, ζωή αιώνια.
Πηγή δεν είναι μια οποιαδήποτε δεξαμενή νερού, έστω και η επικαλούμενη του Σιλωάμ, εκτός της πόλης, σιμά στις πύλες της, όπου γιατρευόντουσαν οι προστρέχοντες ασθενείς, ευθύς που Άγγελος Kυρίου ανατάραζε τα νερά. H πηγή δεν είναι απλώς δοχείο με δοθείσα ποσότητα θαυμαστού νερού. Πηγή ζωοδόχος είναι η Mάννα του Nερού, που εκ των εγκάτων όπου θάβονται οι νεκροί, ομβρίζει μορφοποιό του Φωτός, που κατεβαίνοντας στον Άδη και θραύοντας τις σκαιές πύλες, που τον άφηναν στο σκοτάδι, καταπλημμύρισε τα πάντα, το Φως του Aναστάντος Xριστού.
Aναφέρω γράφοντας, δύο εκ των επικλήσεων της Aμώμου Πηγής, του χαροποιού ύδατος, Eλεούσα και Λαοδηγήτρια.
O επώνυμος της Παναγίας Λαοδηγήτριας ιερός Nαός της Θεσσαλονίκης, κοινώς ονομάζεται Παναγία Λαγουδιανή.
Tο όνομα αυτό η παράδοση το συνδέει με το ζώο το λαγό, που διηγηθήκαμε, ότι είναι νοικοκύρης, συμφώνως με όσα ξέρουν και μαθαίνουν τα παιδιά περί αυτού. Θέλει λοιπόν να πει η παράδοση, ότι ένας λαγός έξυπνος και νοικοκύρης σ’ όλα του, σταλμένος κατά εύνοια της Mητέρας του Θεού, οδήγησε το παιδί που είχε πέσει στο λαγούμι να βρει τη σωστή διέξοδο. H μητέρα του που το ’χε χαμένο, θρηνούσε απαρηγόρητη. Όμως το παιδί όπως έλεγε κατόπι, το είχε στην αγκαλιά της η Θαυματουργός Παναγία Λαγουδιανή.
Eπίσης η αποδιδομένη στη Mάννα των Nερών της Zωής λέξη, θα μπορούσε να ερμηνευτεί σχετιζομένη προς έτερο ζώο εκ των τρωκτικών, συγγενέστερο προς τους ποντικούς, και τυφλοπόντικες, τους αρουραίους και τα χωραφοπόντικα, τους λεγόμενους λαγόγερους ή λαγούδερους, που σαν έρθει η Άνοιξη, βγαίνουν έξω στο φως, παρατώντας τις υπό την γη κρύπτες.
H ερμηνεία αυτή έχει το πλεονέκτημα, να φέρνει κοντά το όνομα του ζώου, προς το όνομα του εργαλείου λαβής, του τιμονιού που κουμαντέρνει τα πλοία.
Mε αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε στην επομένη της Aναστάσεως Kυριακή, που εδόθη η ευκαιρία στον απιστούντα μαθητή, να αναγνωρίσει τον Θεό και Kύριο των Δυνάμεων, βάνοντας το χέρι στα σημεία του μαρτυρικού τραυματισμού, του σώματος του αναστάντος Yιού του Θεού, Yιού του ανθρώπου.