Η βροχή είναι πολλών ειδών: είναι η ψιλή που πέφτει, πλαγιαστά κι ανάλογα με τον αέρα, όλο βελονίτσες βελονίτσες· αυτή που σχεδόν δε φαίνεται αλλά τα καταφέρνει, με την υπομονή της, να μουσκεύει λίγο λίγο τα ρούχα και να ποτίζει ώς μέσα τον άνθρωπο που περπατάει στο δρόμο, με τρόπο ύπουλο και μεθοδικό κι η άλλη, η χοντρή βροχή, που φαίνεται: με τις βαριές σταγόνες, τις στρογγυλές, που κάνουν θόρυβο στα τσίγκια ― αυτή που θέλουν τα μικρά παιδιά γιατί τα νανουρίζει αλλά κι η γη, γιατί το φχαριστιέται.
Είναι πάλι εκείνο το νερό που πέφτει με το τουλούμι, για ώρες: βροχή, δηλαδή, στα γεμάτα και κατακλυσμός που λένε. Να πλημμυρίζει ο τόπος νερά και να κατεβαίνουν ποταμάκια σωστά στους δρόμους. Να γίνονται, δηλαδή, οι δρόμοι χείμαρροι και να παρασέρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Χώματα να παρασέρνουν, φλούδες και ξύλα· χαρτόκουτα, παπούτσια και ζωύφια: κάτι μικρά κι ανήμπορα πλασματάκια που χτυπάνε, για λίγο, απελπισμένα τα φτερά κι ύστερα αφήνονται να κατηφορίζουν ―ανάσκελα και ψόφια― σε άλλες γειτονιές ή χάνονται, πρόωρα, στους ύπουλους τους υπονόμους που καραδοκούν, με το ξεδοντιασμένο στόμα τους, πάντοτε, ανοιχτό σε κάτι απίθανες μεριές γι’ αυτόν, ακριβώς, το λόγο.
Υπάρχουν όμως κι άλλα είδη βροχής. Ανάλογα με το μέρος και με τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα, ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας, που κάθεται στο στενό πίσω απ’ το γηροκομείο, μπορεί να σας πει για τη βροχή που βλέπει πολύ συχνά να τρέχει παράλληλα με το ταβάνι του σπιτιού του χωρίς ποτέ να πέφτει σταγόνα στο δωμάτιο ή για την άλλη, τη διαρκώς σταματημένη μα πάντα ευδιάκριτη, ιδίως τις νύχτες του καλοκαιριού: βροχή, δηλαδή, κανονική με κόκκους κόκκους έντομα, πάνω στο άσπρο καπελάκι και γύρω απ’ τον δημόσιο λαμπτήρα: εκείνο το παμπάλαιο φωτιστικό του δρόμου, που μένει, πάντα, ξεχασμένο ανοιχτό ώς τα χαράματα έξω, ακριβώς, από το κόκκινο το σπίτι με τις γεροντοκόρες· για τη βροχή που βρέχει, χειμώνα-καλοκαίρι, αυτές τις δυο γυναίκες που μένουν, χρόνια τώρα, μόνες τους, σε κείνο το μεγάλο σπίτι, και βγαίνουν από κει, αραιά και πού, κρατώντας πάντοτε εκείνες τις παλιομοδίτικες ομπρέλες― με τα μικρά μαβιά ανθάκια, για το καλοκαίρι και τις γκριζόμαυρες παράλληλες γραμμές, για το χειμώνα ―όπως, μπορεί ακόμα, να σας μιλήσει για τη βροχή που πέφτει, εδώ και κάμποσο καιρό, στο πίσω μέρος του μυαλού του, θαμπώνοντας, ολοένα, το τζαμιλίκι εκείνο που χωρίζει το παρόν από το μέλλον, γιατί το παρελθόν, έτσι κι αλλιώς, είναι πίσω, σ’ άλλο δωμάτιο ―βαθιά και ξεκομμένο― μιας κι ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας, που έκλεισε κιόλας τα πενήντα του χωρίς καθόλου να το καταλάβει, δε θέλει να βλέπει πια τίποτα προς τα πίσω, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει και τίποτα σπουδαίο πια να θυμηθεί.
Τη μισή ζωή του την πέρασε σαν γιος του Άγγελου Σεβαστοκράτορα, του συμβολαιογράφου, και στην υπόλοιπη μισή έπρεπε πάντα να θυμάται πως ήταν αυτό που ήταν χάρις στο κύρος του πατέρα του.
Και τι ήταν, δηλαδή, τέλος πάντων ο Φωτάκης για να πρέπει να το θυμάται; Ένας ταμειακός υπάλληλος ήταν. Αυτό, με λίγα λόγια, ήταν όλο κι όλο! Χαρά στο πράμα δηλαδή. Η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Κι όμως. Σ’ αυτή την τρύπα έπαιζε, για χρόνια ολόκληρα, η μάνα του εκείνο τοn μονότονο σκοπό: «Εσύ, αχαΐρευτε… Ένας υιός Σεβαστοκράτορος!» κι ας είχαν γίνει τελείως ρεζίλι με τον πατέρα του στα τελευταία ― τότε που ξέσπασε εκείνο το σκάνδαλο με τα λυκόπουλα, όπου ο γέρος του ήταν έφορος από παλιά και τον έπιασαν, μια μέρα, στα πράσα, με κάτι μικρά στην εκδρομή που είχαν κάνει οι πρόσκοποι ―τάχα για λόγους εκπαιδευτικούς― ψηλά, στον Κάμπο του Δεσπότη.
Ας είναι. Τους άφησε χρόνους, νωρίς νωρίς και ευτυχώς, μετ’ από κάμποσο, τον ακολούθησε κι η μάνα του ― αφού όμως πρώτα, κατάφερε να ξεκοκαλίσει και την τελευταία δεκάρα απ’ την περιουσία που είχαν, με τη μεγαλομανία που την έδερνε.
Έτσι ήταν να γίνουν τα πράματα κι έτσι έγιναν. Πάνω εκεί ήταν που έκανε και το λάθος ο Φωτάκης να παντρευτεί. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να κάνει και παιδί· στα σαράντα πέντε του.
Έτσι έγιναν, λοιπόν, τα πράματα και τώρα πια, στα πενήντα, τριγυρνάει μοναχός του, σαν την άδικη κατάρα, απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, νιώθοντας σαν κουβαράκι που ολοένα ξετυλίγεται και χάνει, σιγά σιγά, το νήμα του απ’ τις πολλές τις βόλτες.
Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν έμεινε και τίποτα ορθό απ’ όλη αυτή την ιστορία. Το υπόλοιπο της περιουσίας που ’χε απομείνει, σπαταλήθηκε γρήγορα κι η γυναίκα του τον παράτησε σύξυλο κι έφυγε, μια νύχτα, μ’ άλλον.
Έμεινε μόνος του, λοιπόν, με το παιδί και σε σπίτι νοικιασμένο πια: σ’ ένα σπίτι σαράβαλο και μοναχά με τα χρειώδη.
Τίποτα δεν κατάφερε να κρατήσει ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας. Το μόνο πράμα που ’χε μείνει ακέραιο ―κι ήταν δυσβάσταχτα μεγάλο― ήταν αυτό το επίθετο που κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του: Σεβαστοκράτωρ το επίθετο, λοιπόν, κι ήταν μεγάλος πονοκέφαλος αυτό για το Φωτάκη. Σαν κράνος το ’νιωθε, στίλβον και μεγαλοπρεπές: περικεφαλαία, βαριά, αρχαίου ηγεμόνα, πάνω σ’ ένα κεφάλι νεοσσού.
Φωτάκης Σεβαστοκράτορας, σου λέει ― σαν να λέμε Φωτάκης με πονοκέφαλο δηλαδή. Γιατί, τέτοιο ήταν αυτό το επίθετο. Πονοκέφαλος ήταν. Κράνος τεράστιο που τον βάραινε και που, καθόλου, δεν του πήγαινε, να πούμε, του Φωτάκη αυτό το πράμα. Αντίθετα. Τον έκανε να φαίνεται πιο κωμικός κι ασήμαντος ακόμα, απ’ όσο ήταν.
Γιατί, τι ήταν, εδώ που τα λέμε, για να τ’ αντέχει αυτό το βάρος. Ένας δημόσιος υπάλληλος ήταν ο Φωτάκης και μάλιστα κατώτερος. Το επίθετό του όμως, παρέπεμπε σε άλλα πράματα, μεγάλα. Ήταν κι αυτή η κατάληξη η φοβερή που τον τσάκιζε: «Κράτωρ» σού λέει κι αμέσως σκέφτεσαι, να πούμε: Αυτοκράτωρ, Κοσμοκράτωρ και Παντοκράτωρ! Τέτοια πράματα δηλαδή· δυσβάσταχτα. Πράματα που έχουν σχέση μόνο με τα επουράνια και με τα μεγαλεία.
Γι’ αυτό κι έρχονταν στιγμές που πολύ τον βασάνιζε το Φωτάκη αυτή η υπόθεση και σκέψεις έκανε πάνω σ’ αυτό. Αντιστοιχίες έψαχνε να βρει με άλλα επίθετα ―εξίσου πομπώδη και αρχαιοπρεπή― αλλά πάντα κατέληγε ―μετά από τέτοιες έρευνες― στο συμπέρασμα πως, τελικά, αυτός ήταν ο πιο άτυχος απ’ όλους. Σ’ αυτόν είχε τύχει το χειρότερο, γιατ’ είχε και κείνη την κατάληξη που δεν κόλλαγε με τίποτα σ’ έναν κατώτερο δημόσιο υπάλληλο όπως ήταν αυτός. Ακόμα και το επίθετο με κατάληξη σε «ξ», που είχε βρει, άφηνε πολλά περιθώρια, βρε αδερφέ… Υπήρχε, να πούμε, ο Σκευοφύλαξ ―που ήταν ποδοσφαιριστής, παλιά, στην ΑΕΚ, και το επίθετό του, όσο να ’ναι, έπεφτε κάπως βαρύ για τη δουλειά που έκανε, αλλά, από την άλλη, σ’ αυτή, την κατάληξη, χώραγαν κι ένα σωρό επαγγέλματα της σειράς, όπως, αγροφύλαξ, νυχτοφύλαξ, τελωνοφύλαξ και ούτω καθεξής. Ακόμα και το «βλαξ» χώραγε εκεί, ενώ στο δικό του το «κράτωρ» δε χώραγε τίποτα το πεζό, παρά μονάχα εκείνα τα μεγάλα και τα φοβερά που λέγαμε πιο πριν, κι αυτό το πράμα στη δική του την περίπτωση, έμοιαζε με φάρσα χοντρή. Μ’ αστείο έμοιαζε που του ’χε κάνει η ζωή κι οι συγκυρίες της: Σεβαστοκράτωρ, σου λέει, κι ο Φωτάκης, ούτε το σέβας κανενός απολάμβανε ούτε να κρατήσει είχε καταφέρει, τελικά, τίποτα απ’ τα πολλά που είχε έναν καιρό η οικογένεια η δική του.
Μάλιστα. Εκεί είχε καταντήσει. Το ξέφτι ήταν μιας οικογένειας μεγάλης και ιστορικής που κράταγε από πολύ παλιά: από τον Άγγελο-Ιωάννη Σεβαστοκράτορα κι από το γιο του το Μιχαήλ.
Από το 1204 μετά Χριστόν, παρακαλώ, άντρες και γυναίκες από το σόι των Σεβαστοκρατόρων, έφτασαν μέχρι την άκρη κι άφησαν αυτόν εδώ, το Φωτάκη Σεβαστοκράτορα, μοναχά με τ’ όνομα. Σ’ ένα σπίτι ερείπιο, τον άφησαν, δίχως γυναίκα δίπλα του, χωρίς καθόλου περιουσία και κύρος και μ’ ένα γιο πέντε χρονώ, να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να υποπτεύεται το τι του επεφύλασσε το μέλλον σ’ αυτό τον κόσμο που όσο πήγαινε γινόταν όλο πιο σκληρός και πιο αβάσταχτος.
Αυτό το παιδί ήταν που σκεφτόταν ο Φωτάκης: το γιο του τον Άγγελο, σκεφτόταν, που μεγάλωνε χωρίς τη μάνα δίπλα του, μιας κι η Θεώνη τούς είχε εγκαταλείψει πριν από ένα χρόνο κι είχε κινήσει κιόλας τις διαδικασίες για το διαζύγιο, χωρίς να βρει καμιά αντίδραση, αφού, πάνω σ’ αυτό, δεν είχε κάνει και τίποτα ο Φωτάκης που να την εμποδίσει. Είχε παραιτηθεί τελείως. Έτσι κι αλλιώς ―ήταν καιρός τώρα― που ’χε παραιτηθεί από τα πάντα. Δεν έβρισκε τη δύναμη που χρειαζόταν ούτε και διάθεση είχε, εδώ που τα λέμε, να το πολεμήσει το πράμα, παρόλο που το δίκιο ήταν με το μέρος του.
Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν πώς θα τα κατάφερνε να προστατέψει εκείνο το παιδί που δε χρώσταγε σε κανέναν τίποτα, ούτε και καμιά ευθύνη είχε που αυτός πια δεν μπορούσε να σηκώνει άλλο το βάρος της ζωής και του δυσβάσταχτου ονόματος που ’χε κληρονομήσει παρά τη θέλησή του.
Χωμένος στη βαθιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα ―δίπλα, ακριβώς, στο παραθύρι― κοίταγε, έξω, τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα κι όλο συλλογιζόταν πια πως τίποτα το σίγουρο δεν είχε να προσφέρει στο γιο του· τίποτα που να τον προστατεύει, τέλος πάντων. Ούτε σπίτι είχε ούτε λεφτά. Ούτε και υπόληψη, πια, εδώ που τα λέμε. Μονάχα τ’ όνομα του είχε απομείνει, κι αυτό, πρόσθετο βάρος ήταν. Βάρος μεγάλο κι ειρωνεία θα ’ταν αυτό το επίθετο για έναν καινούργιο άνθρωπο που θα ’πρεπε να βγει στο στίβο της ζωής· γιατί, ήταν καιρός τώρα, που ’χαν τελειώσει αυτά. Τα ονόματα δεν είχαν, πια, πέραση. Μονάχα τα λεφτά μέτραγαν. Ο κόσμος είχε μπει σ’ άλλους ρυθμούς και μ’ άλλο τρόπο λειτουργούσε η κοινωνία. Κανένα ρόλο, πια, δεν έπαιζε η καταγωγή και το ήθος του ανθρώπου. Η δύναμη, μονάχα, μέτραγε, ο πλούτος και το κύρος ― που κανέναν, πια, δεν ενδιέφερε με ποιο τρόπο είχε αποκτηθεί: με τι απάτες και βρομιές· με τι κομπίνες και με τι εγκλήματα σε βάρος των αδύνατων ή και εκείνων, τέλος πάντων, που εξακολουθούν να ’χουν ακόμα ενδοιασμούς.
Δεν είχε τίποτα, λοιπόν, ν’ αφήσει στο γιο του ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας· τίποτα απ’ αυτά να του κληροδοτήσει. Το αντίθετο μάλιστα. Θα ’ταν αναγκασμένος να του αφήσει κάτι που θα τον δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ, γι’ αυτό και σκέφτηκε πως αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει κάτι το θετικό, θα ’πρεπε, τουλάχιστον, να τον απαλλάξει από κάτι που θα τον βάραινε για μια ολόκληρη ζωή.
Όλο κάτι σκέψεις τέτοιες έκανε, τη μέρα εκείνη με τη βροχή, ο Φωτάκης, αλλά και τις προηγούμενες πάλι το ίδιο έκανε, γιατ’ ήταν μόνος του στο σπίτι κι εκτός υπηρεσίας, όπως λένε.
Με άδεια ήταν, αναρρωτική, μιας και τον είχε κλείσει μέσα μια γρίπη για δυο μέρες και του περίσσευαν ακόμα δυο, μέχρι που να γυρίσει πάλι στο γραφείο, γι’ αυτό και σκέφτηκε να κάνει κάτι με το πρόβλημα, που λέγαμε, το γρηγορότερο.
Σηκώθηκε, λοιπόν, από την πολυθρόνα, κι έκοψε δυο-τρεις βόλτες στο δωμάτιο μπας και του κατέβει καμιά ιδέα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο γιο του που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο κι αμέσως ύστερα ―λες και φωτίστηκε― άρπαξε την ομπρέλα απ’ την κρεμάστρα και βγήκε, ξαφνικά, από το σπίτι.
Πέρασε, γρήγορα, απέναντι ―τσαλαβουτώντας στα νερά― και πήγε στις γεροντοκόρες. Τις παρακάλεσε. Αν ήταν δυνατόν, τους είπε, να καθήσουν για μια-δυο ώρες σπίτι του, να κάνουν παρέα στο παιδί και του ’παν, ναι, γι’ αυτό κι αμέσως ύστερα, πήρε το δρόμο που οδηγούσε πάνω στην πλατεία.
Ούτε που το κατάλαβε για πότε βρέθηκε μπροστά στο κτίριο της δημαρχίας. Τίναξε την ομπρέλα απ’ τα νερά και πήγε, κατευθείαν, στο γραφείο του Τριβλή που ’ταν γραφέας στο ληξιαρχείο.
Με συστολή μεγάλη τού εξέθεσε το πρόβλημα που τον βασάνιζε τόσον καιρό και κατέληξε, αποφασιστικά, πως έπρεπε, πάση θυσία, ν’ αλλάξει το επίθετό του.
Αυτός έμεινε άναυδος. Προσπάθησε να τον πείσει πως ήταν μεγάλη τιμή να φέρει ένα τέτοιο ιστορικό όνομα αλλά ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας ήταν αμετάπειστος. Το επίθετο έπρεπε ν’ αλλάξει οπωσδήποτε. Το ’χε πάρει απόφαση, ήταν ανένδοτος πάνω σ’ αυτό. Όταν δε μετά από αρκετή ώρα διαβουλεύσεων τον ρώτησε, τελικά, ο Τριβλής, ποιο, τέλος πάντων, θα ’θελε να ’ναι το καινούργιο το επίθετο που θα ’χε από δω και πέρα, ο Φωτάκης δε δίστασε καθόλου.
Όση ώρα κουβέντιαζαν και παζάρευαν πάνω σ’ αυτό το θέμα, εκείνος σκεφτόταν, συνέχεια, πως το παιδί του θα μεγάλωνε μοναχό του, γι’ αυτό κι όταν τον ρώτησε, να πούμε, ο Τριβλής, του ’ρθε, αμέσως, στο στόμα. Το ’χε, κιόλας, έτοιμο ο Φωτάκης: «Μοναχός. Φώτιος Μοναχός…» του ’πε, «και για το γιο μου, Άγγελος Μοναχός. Πώς σου φαίνεται;»
«Βαρύ μού φαίνεται», απάντησε ο Θωμάς ο Τριβλής. «Ακόμα πιο βαρύ κι από το άλλο».
«Ε, τότε, ας το κάνουμε Μονάχος…» έκανε διστακτικά, ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας.
«Δεν αλλάζει τίποτε…» έκανε να πει ο Τριβλής αλλά, την ώρα εκείνη, είδε να περνάει έξω απ’ την πόρτα ο καφετζής του κυλικείου.
«Γκρέμο…» του φώναξε. «Μου φέρνεις, σε παρακαλώ, ένα βαρύ γλυκό...» κι αμέσως ύστερα, γυρίζοντας προς το Φωτάκη τού ξανάπε: «Τι Μοναχός, τι Μονάχος, Φωτάκη… Ο τόνος μάς μάρανε τώρα; Δεν αλλάζει τίποτε…»
«Γκρέμος!» είπε, τότε, αποφασιστικά ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας. «Κάν’ το, Γκρέμος, να σκολνάμε μ’ αυτό το βάσανο!»
Η βροχή, έξω στο δρόμο, δεν έλεγε να σταματήσει. Τα νερά είχαν σκεπάσει για τα καλά το πεζοδρόμιο μπροστ’ απ’ το Δημαρχείο κι όλο κατέβαιναν μ’ ορμή, σα να ’ταν χείμαρρος, προς τη μεριά της Καλούτσιανης, παρασέρνοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Μες στο γραφείο είχε μεγάλη ησυχία τώρα πια και μοναχά το σούρσιμο της πένας πάνω στο χαρτί ακουγόταν. Μετά σταμάτησε κι αυτό κι ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας σηκώθηκε. Πήρε το έγγραφο, που του ’δωσε ο Τριβλής, το δίπλωσε προσεκτικά και το ’βαλε στη μέσα τσέπη του παλτού. Τον ευχαρίστησε, τράβηξε την ομπρέλα απ’ την ομπρελοθήκη και βγήκε απ’ το γραφείο.
Σαν Γκρέμος βγήκε ο Φωτάκης, διστακτικά, έξω στο δρόμο, πάλι, και στον κόσμο, αλλά μετ’ από λίγο άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τα πόδια του είχαν λυθεί κι ένιωθε τώρα πιο ανάλαφρα, λες κι είχε απαλλαγεί, μεμιάς, από το βάρος που τον βάραινε όλα αυτά τα χρόνια.
Περπάταγε, πια, γρήγορα και κάπως σαν χαρούμενα, προς τη μεριά που ήταν το γηροκομείο. Στο σπίτι του πήγαινε τώρα, ο Φωτάκης, σιγοσφυρίζοντας, όπου είχε αφήσει το γιο του να κοιμάται, σαν Άγγελος Σεβαστοκράτορας ―δίχως καν να το ξέρει― κι όπου, μετ’ από λίγο, θα ξύπναγε πάλι σαν Άγγελος, αλλά σαν Γκρέμος πια, από δω και πέρα.
Το βάρος του Φωτάκη Σεβαστοκράτορα
(από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991)