Τα φώτα της Kαστέλλας τρέμουν μέσα στα δάκρυά σου, Πρίγκηπα
οι λόφοι πεθαίνουν πριν από μας, και τα έλη δε θα στεγνώσουν με σένα
όλα είναι μοντέρνα και όψιμα προς τη Γλυφάδα, όλα κατάφωτα
στην ψίχα της νύχτας, σχεδόν ανέλπιδα μπορείς να πεις
Kι όμως τα δάκρυα τρέχουνε τώρα ασυγκράτητα
η σκληράδα στο μοντέρνο γυαλί γίνεται όαση από ατμό και νεύρα
από ανταύγειες μιας διάρκειας που υπάρχει μόνο για σε
ανάμεσα σε μιαν αγάπη και σ’ ένα παγωμένο γιαπί
Θλιμμένος γυρίζω καθώς σουρουπώνει στο Mόλυβο
και στις ακρογιαλιές όπου έσυρες τα μαλλιά σου στις θερμασμένες
πισίνες και στα παλιά αρχοντικά
και στα τερατουργήματα κάποιας απλοϊκής καρδιάς καθώς βλασταίνει
στο πιο αθώο, στο πιο φιλντισένιο φιλί
γιατί η ανεύθυνη λέξη σου ούτε καν γράφτηκε μα θα γραφτεί
Άρχοντα. Πέφτει η νύχτα στη θάλασσα κι όλα είναι λίγα.
H ελπίδα μου είσαι, ένα θρύψαλο λύπης για μένα
Δελφίνια
(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)