1
Eγώ που αγαπώ τις νύχτες ώς την αυγή
βρέθηκα στο ξεδίπλωμα μιας άλλης νύχτας
κι έχω πια την εικόνα της να την κοιτάζω,
τα πουλιά μόνο λείπουν, φαντάσματα,
μα τα θυμάμαι σαν τρόμαξαν
κι ήρθαν στη γέφυρα γύρω μου,
ταξιδεύοντας από την Tήνο στην Πάρο·
τις μικρές τρομαγμένες φωνές τους ακούω
ξαναβλέποντας το μπρούτζινο χρώμα που τα πέτρωσε
και την άσπρη σαν έβαψε έτσι φορεσιά μου.
Nοτισμένος μες στην αυγή κοίταζα
στα καθημερινά μου το φαινόμενο
όταν εσύ την ίδια στιγμή
στο Σούνιο που ’γραφες
το φως εκείνο στο σκοτάδι,
στις εικόνες τους
σε ανάμνηση.
Eίταν αυτά στις 19/6/35
ανάμεσα 5 και 6.40΄ το πρωί.―
2
Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη–πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.
Δυο Άτιτλα Ποιήματα
(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)