VI
«Hier ruht ein unbekannter Soldat»
(Καλοκαίρι του 1941 – Σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης)
Δεν είταν βράχια άγρια σπηλιές και γλαροφωλιές
Με την αμάχη της θάλασσας στη μαυροκόκκινη σιδερόπετρα
Δεν είταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι
Είταν αμμουδιά πλατειά σαν απέραντη
Με εκβολές από τα ποτάμια της ενδοχώρας
Κιόλας απ’ τις πρώτες στέγνες του καλοκαιριού
μισοξεραμένα
Με φυτά της αρμύρας θίνες πυκνές σταχτοπράσινες
Λόφοι μικροί με καλαμιώνες της αμμουδιάς
Να σφυρίζουν στο δροσερό μελτέμι
Τραγούδι θαλασσινό
Εκεί κοπάδια να ξαποστάζουν ντάλα μεσημέρι
Σαν αφρισμένα κύματα πετρωμένα στην άμμο
Εκεί κοράκια να ψάχνουν βραχνιασμένα
Για ψοφίμι παραχωμένο
Σμήνη θαλασσοπούλια να βόσκουν στα νερά
Εκεί ο δικός μας
Ο γαλάζιος παράδεισος ο παιδικός ο θαλασσινός
Ο έρωτας ο μυστικός ο δικός μας
Με το νερό το χοχλάδι τα φύκια
Ύπνος σαν τα νερά σαν την αφή στον άυλο αιθέρα
Εκεί γράψαμε τ’ όνομά μας στην άμμο
Ταξιδεύοντας όνειρα σ’ ένα κάτασπρο φτερό γλάρου
Δεν είταν κάστρο που βροντά
Και μετερίζι που αστράφτει
Για να δεχτεί τόσους σκοτωμένους
Να φυτρώνουν στην ειρηνική αμμουδιά
Ξεσκίζοντας το πρώτο φως της αυγής
Με πολύχρωμα βεγγαλικά
Σκεπάζοντας τον άνεμο
Με φτερά ατσαλένια
Και να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό
Σε τούτα τα περήφανα χώματα τα ματοβαμένα
Τόσον όμοιοι στη στολή και στο πρόσωπο
Για να ησυχάσουν παντοτινά
Ίσοι προς ίσους
Κάτω απ’ ένα ξύλινο σταυρό χωρίς όνομα δίχως δάκρυα:
«Ενθάδε αναπαύεται ένας άγνωστος στρατιώτης»
Ένας λαός σκοτωμένοι
Για το δικό μας το θάνατο
Άγνωστοι με την άμμο αγκαλιασμένοι
Άγνωστοι με το κύμα αγκαλιασμένοι
Δεν είταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι
Να γιομίσει ξύλινους σταυρούς
Ξαφνικά με το τέλος της άνοιξης
Με την εποχή τη μεγάλη της θάλασσας
Να γιομίσει ξανθούς έφηβους άγνωστους σκοτωμένους
Που δεν ήξεραν ποιος θα κλάψει τελευταίος
Για να τραγουδούν με τόση σιγουριά:
Θα γυρίσουμε νικητές στην πατρίδα
Ένα-δύο
Έν-δυο
Είν’ η Γη πέρα ώς πέρα δική μας
Έν-δυο
Έν-δυο
Και τώρα μήτε γη μήτε πατρίδα
Ποια μάνα απ’ το Βορρά και ποια αγαπητικιά απ’ τη Δύση
Αύριο θα κλάψει τ’ όνειρο του γυρισμού σας
Και πώς να ξέρει νά ’ρθει εδώ στην άμμο
Να σκάψει με τα χέρια της να σας ξεπλύνει
Τα αίματα απ’ τις πληγές να σας ξαλλάξει
Τα φονικά σας χέρια να σταυρώσει
Και να φιλήσει για στερνή φορά τα δυο σας μάτια
Που ήρθετ’ εδώ το δίκαιο θάνατο να βρείτε
Από αντρειωμένα χέρια που άλλες μάνες
Μέσ’ από χαλασμούς φωτιές και δάκρυα
Αναστήσαν της λευτεριάς Aκρίτες