Άνοιξε πάλιν απρόοπτα η μυστική καταπακτή,
το έδαφος, που ’ταν τόσο στερεό, υπεχώρησεν έξαφνα σαν
έλος
και βυθίζεσαι βρίσκοντας στο χέρι σου βαρίδι
αυτή την κεφαλή που ’χες θάψει και που μαρμαρώθηκε
στους ρηχούς τάφους της λήθης.
Δεν θά ’βρης συγγνώμη στα χείλη μήτε στο βλέμμα
της λίθινης κεφαλής με τα εκατό πρόσωπα
που όλο κι αλλάζουν, ασύλληπτα, μες στους βυθούς·
και κάποτε παίρνουν ανοικτίρμονες μορφές
απαρνημένων εαυτών σου.
Mην ελπίζεις άφεσι, μην περιμένεις χάρι
από τ’ αγάλματα που διεκδικούν ζωή,
από τα είδωλα που δεν συγχωρούν αποστασία,
από τα φάσματα που ζητούν δικαίωσι,
στον έναστρο πυθμένα της ψυχής.
Όσο κι αν ήσουν επιδέξιος στη διαπραγμάτευσι,
όποιαν ασφάλεια κι αν σου φαίνεται ν’ απέκτησες,
ενέδρες θα στήνουν στην εγρήγορσι και στον ύπνο σου·
πίσω απ’ τα κάτοπτρα της κτίσεως, πίσω απ’ τον Kαιρό,
θά ’βρης το πέτρινο κεφάλι της μομφής.
Δύτης
(από τα Ποιήματα, Eρμής 1995)
Αναγνώσεις: