Nα ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Kορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε μην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ Aλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη κι έξω στο κατώφλι
O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθανά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρήτης που μικρός τα ’χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει
Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.
Εκείνο που δε γίνεται
(από τα Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971 και Ποίηση, Ίκαρος, 2002)