Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών — θυσίας και σπονδάς — τω Ενδυμίωνι,
από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.—
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.
Ενώπιον του Αγάλματος του Ενδυμίωνος
(από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Αναγνώσεις: