L.N.
πάνω εις τη μαρμάρινη την προκυμαία του ανακτόρου
εναποθέσανε σε διαστήματα ως έγγιστα κανονικά
ψηλούς σωρούς τα ξύλα
που εφέραν τα καΐκια από τα μακρυνά
παράλια δάση
κι άλλοι σωροί είναι από ψιλούς
λεπτούς κορμούς σαν κορμί κόρης
κι άλλοι σωροί από
θεώρατα μεγάλα
δέντρα
και βρέχει συνεχώς και η επίμονη βροχή μουσκεύει
τ’ άχαρα τα ξύλα
και γυαλίζουνε τα μάρμαρα του πλακοστρώτου
καθώς το νερό ατέλειωτα τα πλένει και τα ξαναπλένει
κι ο ουρανός βαρύς μαζύ και μαύρος
– άραγες ποιος ξέρει τι ώρα της ημέρας νάναι; –
καμμιάν ελπίδα δε στέργει για να δώση
(η απέναντι όχθη έχει χαθή
λες δεν υπήρξε)
κι η θάλασσα είναι μουντή κι αγριεμένη
σαν οι πυκνές οι στάλες της βροχής που τη βαράνε
νάχουν ξυπνήσει μέσα της μια μάνητα τεράστια
που με τι κόπο τηνέ
συγκρατάει
άλλος κανείς σε τούτο το ερημικό τοπίο δε μοιάζει νάναι
πάρεξ μονάχα εγώ – ο ίδιος –
ορθός ως στέκω με τα κόκκινα μαλλιά μου μουσκεμένα
να κολλούνε απάνω εις το μέτωπό μου
της αγάπης τα βάσανα μ’ έχουνε φέρει στο ευγενικό το περι-
γιάλι
κι όλο ο νους μου είναι σε μιαν υπέροχη
υπερήφανη μαγνόλια
όπου σ’ αυτά τα μέρη εδώ
θάλλει κι ανθίζει