Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Eroica. II
Πολίτης Kοσμάς

Στα χρόνια εκείνα το παρόν ζούσε με αυτοτέλεια κι έφτιανε ιστορία – ώρα με την ώρα.
     Τα μεσημέρια και στις τέσσερις ή πέντε το απόγεμα, ξάφνιζαν οι φωνές και τα κατρακυλίσματα πάνω στη σκάλα του γυμνάσιου. Στην πρόσοψη, πάνω από την πόρτα, έλαμπε χαραγμένο στο μάρμαρο ένα ρητό: ΕΝ ΟΙΔΑ ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ. Ένας πέτρινος όγκος με δυο σειρές παράθυρα και, στο ισόγειο, σε γραμμή, τετράγωνες κολόνες. Έτσι, μιαν αψιδωτή στοά διασκέλιζε στετή όλο το μάκρος πάνω από το πεζοδρόμιο κι έστριβε ακόμη δεξιά, προς το στενό του Ινστιτούτου.
     Ένα βουητό από τζιτζίκια ξεχυνόταν μέσα στη στοά. Τ’ αγόρια σούβλιζαν δεξιά-ζερβά με τους αγκώνες, τρυπώνανε ανάμεσα στον κόσμο και στα φρου-φρου των φραμπαλάδων. Τις ώρες τούτες όλο κυρίες με φτερά και πούπουλα και με λεπτά ομπρελλίνα. Πάνω από τη ζωϊκή μυρωδιά των αγοριών, κυμάτιζε κάποιο διυλισμένο άρωμα νταντέλλας και trèfle incarnat1 σε ρόδινη απόχρωση προς το ανοιχτό κρεατί.
     – Ανατροφή ως τόσο!
     – Μήπως σας άγγιξα; λέει στην κυρία ένα μεγάλο αγόρι και προχώρησε το δρόμο του χειρονομώντας στον αέρα.
     Πού καιρός για τέτοια μικροπράγματα! Δε βλέπετε πως κάνομε πανιά όλοι μαζί; Βιαζόμαστε, κυρίες μου! Καλή αντάμωση σε πέντε-δέκα χρόνια. Τότε βέβαια, η σειρά σας.
     Σιγά-σιγά, χώριζαν τα παιδιά σε όμιλους, τραβούσαν άλλοι από δω άλλοι από κει. Τις περισσότερες φιλίες τις σχηματίζει κάποιος δρόμος, μια κοινή κατεύθυνση. Έτσι, όποτε άλλαζε δρόμο μια κατοικία, κάποια φιλία ξέφτιζε. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις από αιτίες ειδικές.
     Κάθε απόγεμα σχεδόν περίμενε ο Λοΐζος τους δικούς του έξω από το γυμνάσιο. Μετά το πρώτο ξέσπασμα, μέσα σ’ αστεία ξεπηδούσε κάποτε μια ζωηρή συζήτηση. Δεν ήξεραν ακόμη πόσο είναι άσκοπο να ψάχνομε το λόγο μια και χίλιες δυο αιτίες διαφορετικές φέρνουν το ίδιο αποτέλεσμα – και πως αυτό μετράει.
     Κάποια μέρα τους πρόφτασε ο κύριος Βόγαρις στο δρόμο, πάνω στη διανοητική τους ώρα.
     – Ωώ! τους κάνει εύθυμα, κάπως ειρωνικά.
     Ο Μιχάλης γύρισε κι είδε τρομαγμένος. Κάθε το ξαφνικό τον φόβιζε.
     – Κύριε, πρόκειται περί του..., άρχισε ο Μεμάς.
     – Καταλαβαίνω, το χθεσινό μας μάθημα, Κρονίδη – κι έπειτα κοίταξε τον Τραβεζάνο.
     – Καλησπέρα κύριε, είπε ο Λοΐζος. Με θυμάστε βέβαια. Στη δευτέρα γυμνασίου...
     Πάει χρόνος, ένας χρόνος και μισός. Ω, δε λυπόταν βέβαια πως άλλαξε σχολείο. Είχε μείνει διετής και ούτε προβιβάστηκε στο τέλος. Στο αμερικάνικο είναι πιο εύκολα όλα, πιο ίσια, δίχως ελιγμούς. Εκείνα τα βιβλία στο γυμνάσιο, δε λέει όχι, κάτι θάξιζαν κι αυτά. Μερικές ιδέες, κάτι ωραία λόγια έδειχναν πολύ σπουδαία, έτσι, σαν λοξοδρομημένη εξάντληση. Μα έλεγες, ας πάνε οι άλλοι από κει, εγώ θα μείνω σε τούτη τη γωνιά και θα σωπαίνω – ποιος θα με πάρει είδηση σε τούτη την κρυφή γωνιά; Μα κάτι τέτοια λόγια σε ξετρύπωναν: – Πατρός τε και μητρός... Τι κάνει λέει; Και μητρός! Την ώρα που αυτός έχει κατάβαθα στη μνήμη κάποιο χάδι, μια μνήμη που ανεβαίνει από την ψυχή ως την επιδερμίδα – να τάσκιζε, νάκαιγε όλα τούτα που τίποτα δεν απηχούν μέσα εδώ...
     Στην τάξη του κύριου Βόγαρι, βέβαια, ήταν κάπως διαφορετικά. Έδειχνε συγκατάβαση για την προσπάθεια και ώρες-ώρες – λέγαν τα παιδιά – θαρρείς ανοίγει ένα συρτάρι και χώνει μέσα τις ιδέες σα μαθητής βαριεστημένος. Θαρρείς δεν ξεχωρίζει από μαθητής και τώρα εδώ ανάμεσά τους, νέος, ζωηρός, καθώς πηγαίνει με το χαρτοφύλακα στο χέρι. Και ο πληθυντικός εκείνος! – Δουλεύει βλέπω η φαντασία σας, Χαιρόπουλε. – Τραβεζάνο, δέκα για την απάντηση αλλά μηδενικό γιατί δε μελετήσατε την επανάληψη. – Τραβεζάνο, λέτε ανοησίες, καθίστε κάτω...
     – Τραβεζάνο, η γνώμη μας λοιπόν;
     – Ω κύριε, κάνει ο Λοΐζος ξαφνισμένος από την ερώτηση. Δε φιλοσοφώ εγώ, το ξέρετε.
     – Ναι, θυμούμαι, σας ερχόταν μια ιδέα σαν κραυγή. Πολύ ωραία, λέει στα παιδιά, λοιπόν ας μη φιλοσοφήσομε απόψε. Ας μείνομε και λίγο ανεξάρτητοι, δίχως να σκλαβωθούμε ούτε σε μιαν αλήθεια ούτε σε κάποια πλάνη... Και – πρόσθεσε – ίσως-ίσως να υπάρχει κάτι άλλο, κάτι «καλύτερο». Κάποια κατάσταση, μια πρόθεση έστω, η κατανόηση ας πούμε της απλότητας του βάθους... Ωραία λοιπόν, ας μη φιλοσοφούμε.
     Κυτταζόμαστε αναμεταξύ μας με το χαμόγελο εκείνο των παιδιών – σκασόγελο καθώς το λένε – που απορούν ποια στάση να κρατήσουν μπροστά στα λόγια των μεγάλων. Νιώθαμε στον αέρα κάτι σαν το φτερούγισμα χαρταετού ή όπως όταν κορωνίζει τεζάροντας το σπάγγο.
     Τότε, η βιβλική φωνή του Βενιαμίν υψώθηκε κάτω από τα βόλτα:
     – Κύριε, τι είναι το καλύτερο;
     Μην κίνησε την προσοχή του μια μετάπτωση χρωματική από την κλίμακα των ήχων στο νόημα της λέξης; Τον κύτταζε με τα υγρά του μάτια και περίμενε.
     Μα κάποια κυρία χαιρέτησε περνώντας τον καθηγητή:
     – Κάτι! Γίνατε μαθητής κι εσείς;
     – Τι τα θέλετε! Από μια ορισμένη πλευρά, έχομε όλοι ανάγκη από μαθήματα.
     Την πλησίασε – και καθώς διασταύρωναν το δρόμο οι δυο μαζί, ακούσαμε τον κύριο Βόγαρι να λέει: – Όχι, δε φιλοσοφώ απόψε, σας μιλώ τώρα σοβαρά...
     Η ένταση χαλάρωσε μονομιάς. Βάλαμε τα γέλια και λέγαμε ό,τι κατέβαινε του καθενός. Βέβαια, τη στιγμή εκείνη, κανένας από μας δε σκέφθηκε αν θ’ ανταμώναμε ποτέ όλοι μαζί μέσα σε όμοιες συνθήκες. Φιλίες, κοινές αναμνήσεις – από τόσο νωρίς! – τα νιάτα, οι κοινές εκπλήξεις. Κάποιες αόριστες νοσταλγίες άδειαζαν την καρδιά μας, άφηναν κιόλα ένα κενό. Προχωρούσαμε ψηλαφητά μέσα σε δισταγμούς, ερεθιζόμαστε από τις προαισθήσεις για πράγματα πολύτιμα νιώθοντας από τώρα την αξία της αφής. Μα ξανοιγόμαστε προς τη ζωή γεμάτοι ζωηράδα – βλέπαμε όλο και μπροστά. Κι αν έβρεχε! Η άνοιξη ερχότανε, το καρναβάλι μπήκε κιόλα. Τόσες ωραίες κυρίες περνούν ακίνδυνες για μας ακόμη – τίποτα δε ζητούν. Το πολύ, μας παραξένευε κάποια συρτή τους ομιλία ή κάτι σαν φιδίσια χάρη – ίσως και να προσβλέπαμε ήσυχοι κάποιον μελλοντικό αγώνα δίχως πρακτικό σκοπό... Πότε πάλι – αλήθεια, είχε κανείς μας τότε το προαίσθημα πώς πια ποτέ δε θ’ ανταμώναμε όλοι μαζί μέσα στη σπάνια εκείνη αρμονία;
    
     Και τούτο το απόγεμα περίμενε ο Λοΐζος στη στοά. Είχε τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του αδιάβροχου και η ματιά του πήγαινε λοξά μέσα στο γαλατένιο ασπράδι. Ψιχάλιζε. Χθες, η νεροποντή κράτησε όλη μέρα. Το νερό έπεφτε φαρδύ, ολόισιο, μολυβένιο, μ’ έναν θόρυβο υγρό. Μια βουλιαγμένη πολιτεία. Έξω από τα σπίτια παραμόνευε μια χλιαρή αχνάδα – τρύπωνε μέσα μόλις άνοιγε η πόρτα ή από κάποια χαραμάδα, λέπταινε και ψέκαζε τις κάμαρες με υγρασία. Η Κυριακή εκείνη πήγαινε ατελείωτα.
     Μέσα στη νύχτα, βροχή κι αέρας, τι κακό! Τα σύννεφα καβάλησαν τον άνεμο. Σφύριζε η ανάσα του πάνω στα κεραμίδια και στο μαντρότοιχο ξετιναζόταν η περιπλοκάδα. Μα έτσι ξεθύμανε ο καιρός και σαν ξημέρωσε η Δευτέρα έπεφτε πού και πού μονάχα ψιλοβρόχι. Ο ήλιος φέγγριζε μουντός πίσω από ανάρια σύννεφα. Μάλιστα το ουράνιο τόξο φάνηκε δυο φορές. Πρωί-πρωί ακούμπησε μιαν άκρηα θαμπή πάνω στη ράχη του Άκορφου: ένα χάδι, ένα παιχνίδισμα του ήλιου με την πέτρα ή με το σύννεφο – δεν καταλάβαινες – τόσο ήταν εξατμισμένο το βουνό και ανακατευότανε στα ύψη. Το μεσημέρι, ξαναφάνηκε πάνω από το δρόμο κατακόρυφα – μια βάρβαρη σημαία, κάπως παράταιρο και χτυπητό στον ξέθωρο συννεφιασμένο ουρανό. Τα παιδιά που σχολνούσαν την ώρα εκείνη πάθαιναν στραβολύγγιασμα να το κυττάζουν.
     – Άκου, Λοΐζο, του κάνει κάποιος από την παρέα.
     Μα εκείνος ήταν άκεφος απόψε:
     – Αφήστε με, τους λέει.
     Απ’ όλους μονάχα ο Σταύρος κόλλησε πλάι στο Λοΐζο και πήγαιναν οι δυο μαζί, πίσω από τους άλλους. Αυτοί μπροστά κρατούσαν τη συζήτηση.
     – Το «ρήμασι»2 εκείνο..., έλεγε ο Κλεόβουλος.
     Ο Αντώνης τον σταμάτησε. Άλλο ζήτημα το πρακτικό αποτέλεσμα, τους λέει. Έτσι δεν είναι; Μα όσο για ήρωας, βέβαια όχι! Δίχως το «ρήμασι» εκείνο μπορεί και να σηκώνουταν να φύγει. Τι είναι ηρωισμός; Την απόφαση που πήρες μοναχός σου, να την κρατήσει ως το τέλος ό,τι κι αν συμβεί. Κι αν πάει στραβά, να μην το μετανοιώσεις.
     – Ακούς; κάνει ο Σταύρος του Λοΐζου.
     – Δεν ξέρω, λέει αυτός. Είναι σαν ένας πόνος, μια πίκρα εδώ στο βάθος που λαχταράει κάτι. Και στην απελπισία της τραβάει μπροστά ν’ αφανιστεί, να σπάσει το κεφάλι της στον τοίχο. Ειδεμή, ποιος θέλει το κακό του άλλου; Καταλαβαίνεις; Μια πίκρα είναι στο βάθος – και κατάπινε το σάλιο του.
     – Πρέπει ν’ ακούσεις, γυρίζει κι ο Κλεόβουλος και λέει στο Λοΐζο. Ξέρεις για ποιον μιλούμε;
     – Ναι...
     – Λοιπόν, το «ρήμασι» εκείνο;
     – Τι ρήμασι ξερήμασι!
     – Πώς! Ξέρεις για τι μιλούμε; τον ξαναρωτάει.
     – Ναι, λέει πάλι. Αλήθεια, η ιδέα να στολιστούν και να χτενίσουν τα μαλλιά τους πριν από τη μάχη...
     – Μα όχι! Δεν έχει σχέση! κάνει ο άλλος και ξανάπιασε κουβέντα με τους μπροστινούς.
     – Τι όχι! Η αξία είναι στην ιδέα εκείνη! Έτσι ωραίοι, καθαροί, κρουστοί, έτοιμοι για τη μεγάλη ώρα. Πότε την περιμένεις; Από πού; Δεν πάει να λέει ό,τι θέλει το σαράβαλο η δασκάλα! – Μίσες Μπάσκετ, θα της πει, δεν ξέρω αν το μπάνιο, καθώς λες, είναι μεγάλη ανάγκη όσο είσαι ζωντανός. Πάνω στην πλάκα όμως ή ξαπλωμένο στο αλώνι, ένα γδυτό κορμί ολόισιο, μαρμαρωμένο, αψεγάδιαστο, πρέπει ν’ αστράφτει ολοκάθαρο. Λοιπόν κι εγώ από σήμερα θα παίρνω ταχτικά το μπάνιο μου – ποιος ξέρει πότε θα μου τύχει; – O, shocking3! θα φωνάξει εκείνη. – Μίσες Μπάσκετ, αλλοιώς, φαντάσου ρεζιλίκι! Θα πουν: – Ποιος είν’ αυτός ο άπλυτος; Μυρίζει σαν ψοφίμι! Α, είναι ο Λοΐζος που είχε για δασκάλα του τη Μίσες Μπάσκετ!... Κι έπειτα, θα περάσει εκείνος που χαμογελάει σοβαρά σέρνοντας το μανδύα του στις αγριομολόχες – ξέρεις ποιον λέω. Ξοπίσω του ακολουθούν κάτι λευκές σκιες, δυο-δυο, γυρτές η μια πάνω στην άλλη μέσα στις δίπλες του μανδύα – έτσι περνούν και πάνε όλοι μαζί, επίσημα και αργά... – Κατίνα! Τρελλάθηκε το κύριο Λοΐζος, θα φωνάζει το σαράβαλο στην καμαριέρα...
     – Να πάρει ο!... λέγει φωναχτά. Τι πάθαν οι καμπάνες και σημαίνουν βραδυάτικο;
     – Αλήθεια, του κάνει ο Σταύρος. Τι γίνεται ο Αντρέας;
     Έστριψαν το δρόμο του Ινστιτούτου. Μια λεπτή ψιχάλα παραδομένη στον αέρα τα λόξευε όλα. Τα σπίτια έβαζαν τα δυνατά τους να κρατήσουν τις κάθετες γραμμές, σαν να πηγαίναν κατηφόρα. Μέσα στη στοά, οι κομψές κυρίες περνούσαν πιο ελεύθερα τώρα που αραίωσε η κίνηση. Το φουστάνι, κάτω από τη σφιχτή τους μέση, φούσκωνε πίσω καθώς το σήκωναν στο πλάι με το ένα χέρι. Κάπου πήγαιναν λίγο βιαστικές, μίκραιναν την απόσταση, χανότανε στο βάθος μέσα στις σκιές που ρίχνουν οι κολόνες.
     – Εγώ το λέω συνείδηση, μίλησε κι ο Μιχάλης.
     – Ψύλλους στ’ άχερα! μουρμούρισε ο Σταύρος. Εμένα δε θα μου κοπεί ο ύπνος ούτε κι αν...
     Δυο νεαρές ερχότανε προς τα εδώ με βήμα κοριτσίστικο, σαν πηδηχτό, μιλώντας με τρόπο που να επιδείχνουν υποσχέσεις από κάτασπρα δόντια.
     – Αλέκο! φώναξε η μια κουνώντας τ’ ομπρελλίνο. Να σου πω. Μια στιγμή Τερέζα, λέει της άλλης.
     – Πώς, βέβαια Βερενίκη.
     – Α, είναι κι ο Λοΐζος; κάνει αυτή.
     – Καλησπέρα σας, της λέει.
     – Τι με θέλεις; τη ρώτησε ο Αλέκος.
     – Α, ναι, τίποτα σπουδαίο, θα σου πω στο σπίτι. Αντίο παιδιά, αντίο Λοΐζο.
     Καθώς έφευγαν, κάτι είπε η Βερενίκη στην Τερέζα. Γύρισαν το κεφάλι και κύτταξαν για μια στιγμή.
     – Θαρρώ πως είναι η μεγάλη κόρη του πρόξενου, εξήγησε ο Αλέκος στο Μεμά.
     – Άλλο ζήτημα η κρίση, λέει ο Αντώνης εξακολουθώντας τη συζήτηση. Το ενάντιο. Με πιάνει χτυποκάρδι και πάει καλιά του το αμετάνιωτο εκείνο.
     – Ουφ! Πάλι γι’ αυτά; κάνει ο Λοΐζος. Μια κακοκεφαλιά στο βρόντο! Αν είναι να χαθώ κι εγώ ας χαθώ...
     – Τι γίνεται ο Αντρέας; τον ρώτησε συμμαζεμένα ο Σταύρος.
     – Να σας πω εγώ πάνω σ’ αυτό που συζητάτε, μπήκε στη μέση ο Αλέκος. Είναι στιγμές που δεν ενδιαφέρουν παλληκαριές και τέτοια. Θέλω να πω, να, τη στιγμή που...
     Ο Λοΐζος χαμογέλασε και του άγγιξε τον ώμο.
     – Όχι! του κάνει εκείνος κοκκινίζοντας, δεν είναι όπως το νομίζεις.
     Έτσι μιλώντας φτάσαμε στη γωνιά εκείνη όπου τελείωναν τα βόλτα και σταθήκαμε για λίγο πριν ξεκινήσουμε κάτω απ’ τη βροχή.
     – Ξεχάσαμε τον Αντρέα. Δεν ήρθε σήμερα ο Αντρέας, είπε κάποιος.
     Μείναμε σύμφωνοι πως έχει ανάγκη να ησυχάσει δυο-τρεις μέρες, σήμερα κι αύριο το πολύ. Σίγουρα την Τετάρτη θα ξανάρθει στο σχολείο. Ο Λοΐζος χάζευε ωστόσο τους δυο ξεμπρατσωμένους που κοπανούσαν μέσα στο καφεδάδικο. Καφεδιασμένοι ως τα μούτρα, τα μπράτσα λίγο πλαδαρά, δος του και ανεβοκατέβαζαν τα σιδερένια γουδοχέρια, μεγάλα πάνω από ένα μέτρο: – Γδουπ-γδουπ, γδουπ-γδουπ... Είχαν άραγε γνώσεις γεωγραφικές για Μόκα ή Βραζιλία;...
     Γυρίζει και μας λέει:
     – Θα μείνετε μαζί μου;
     Μερικοί κοντοστάθηκαν δίχως ν’ αποφασίζουν και άλλοι δικαιολογήθηκαν πως πρέπει να προμελετήσουν στο σπίτι του Κλεόβουλου. Ο Λοΐζος μας κύτταξε στα μάτια έναν-έναν. Όχι σα να εξέταζε ή να παραπονιόταν – μάλλον μια σκέψη για τον εαυτό του.
     – Ξέρω πως στο τέλος θα μείνω μοναχός, μας λέει αργά.
     Οι άλλοι έκαναν πως δεν ακούν κι έστριψαν δεξιά. Με το Λοΐζο έμεινε μονάχα ο Σταύρος – τον κύτταζε με την ματιά του εκείνη του πιστού σκυλιού. Την τελευταία στιγμή, πήγε κοντά τους κι ο Μιχάλης.
     – Τι θα κάνομε; τους ρώτησε.
     Ο Λοΐζος χαμογέλασε λίγο στραβά, έτσι που φάνηκε μονάχα το ένα σκυλόδοντο – ένα μισό χαμόγελο, σα να μισοσχημάτισε μια σκέψη.
     – Άκου, του λέει Μιχάλη. Τι θα γινότανε αν σπάζαμε το τζάμι εκείνο; Kι έδειξε μια μονοκόμματη βιτρίνα φαρμακείου, μ’ έναν χρυσό ιπποκένταυρο ζωγραφιστό στη μέση. – Έτσι, για γούστο, του λέει. Διαφορετικά, μπορεί να γίνει και χειρότερη ζημιά.
     – Πάω να φύγω, λέει ο Μιχάλης.
     – Στάσου! Δε θα το σπάσω. Η άλλη ζημιά θάναι πολύ μικρότερη – ωχ μάνα μου, απόψε πια θα κοιμηθώ!... Λοιπόν, Μιχάλη, άκου πώς γίνεται σ’ εμάς...
     Του άρχισε διάφορες ιστορίες για το αμερικάνικο σχολείο. Κάποιος από τα παιδιά – του διηγήθηκε ανάμεσα σε άλλα – τσίμπαγε το διπλανό του στο μάθημα, μέσα στην τάξη. Αυτός, σήκωσε το δάχτυλο και λέει του καθηγητή: – Sir4, με πειράζει. Και ο καθηγητής τότε του λέει: – Δεν είσαι μωρό. There is the court, go and fight! Να η αυλή, πήγαινε να παλαίψετε...
     Ο Μιχάλης τον κύτταζε ανήσυχος.
     – Μη φοβάσαι, του κάνει ο Λοΐζος κι έριξε μια ματιά αριστερά, στο δρόμο της φραγκοκλησιάς. Ξέρεις τη μις Καλένταρ;... λοιπόν η μις Καλένταρ είναι η καθηγήτρια της φυσικής για το Β. Α5. – το Μπι Έι. Παίζει και φυσαρμόνικα. Έπαιζε φυσαρμόνικα στο τσάι, τη μέρα που μας κάλεσε ο διευθυντής...
     Γέλασε τώρα ο Μιχάλης:
     – Κόφτο, του λέει, το παράκανες!
     – Ξέρει, τον ρώτησε κι αυτός με την σειρά του, το αμφιθέατρο που έχουν στο γυμνάσιο για τα πειράματα της φυσικής; Λοιπόν, δεν έφεραν ποτέ ούτε μια γάτα ούτ’ ένα σκυλί για να πετσοκόψουν – αυτό το λένε ανατομία. Μονάχα μια φορά ο καθηγητής τους έκανε πειράματα γαλβανισμού πάνω σε δυο βατράχους. Μια λοιπόν και πάει χαμένο, δεν έρχεται η μις αυτή να παίξει φυσαρμόνικα; Μην τραγουδάει κιόλα;
     Σπάσανε στα γέλια στην ιδέα ετούτη. Με τέτοιες αεροκουβέντες πέρασε η ώρα. Στεκότανε οι τρεις εκεί και ούτε σκέψη για να φύγουν μ’ όλο που έπιανε να σκοτεινιάζει. Σα να δυνάμωνε η βροχή. Από τα κεραμίδια έπεφταν χοντρές σταγόνες κι έκαναν κρότο κάθε τόσο πάνω στις ανοιχτές ομπρέλλες των περαστικών – τρα-τα-τα-πλα-, τρα-τα-τα-πλα. Το νερό έτρεχε βρύση από τα λούκια, πιτσιλούσε τρόγυρα κι αναγκαζότανε οι κυρίες να σηκώνουν το φουστάνι πάνω από τον αστράγαλο, ώσαμ’ εκεί που άρχιζε η γάμπα. Κάποια στιγμή κύτταξε και ο Σταύρος αριστερά το δρόμο και τους λέει: – Να, σκολνούν οι φρέρηδες! – κι έπειτα κάνει του Μιχάλη: – Βρε κουτέ, γι’ αυτό σε κράτησε ο Λοΐζος.
     Τότε ο Μιχάλης λέει:
     – Βρε σεις βρε, θάχομε φασαρίες!... Θα πιάσει μπόρα, πάω να φύγω – και καθώς ανοίγει την ομπρέλλα να περάσει αντίκρυ, του βάζει πόδι ο Σταύρος κι ο άλλος πήγε τρία μέτρα σκουντουφλώντας – σίγουρα θάπεφτε μπρούμυτα στη νοτισμένη γη, μα πρόφταξε να κρατηθεί απ’ την κολόνα. Μόνο του ξέφυγε η ομπρέλλα και όπως ήταν τεντωμένη, βρόντηξε μουντά πάνω στο πεζοδρόμιο – κι η σάκκα του με τα βιβλία το ίδιο. Τα μάζεψε όλα και πάει κουτσαίνοντας – και χαχανίζανε οι άλλοι.
     Αυτοί περίμεναν στη θέση τους, μόνο σα να στήλωσαν πιο στερεά τα πόδια. Το βραδυνό ξέβαφε κόκκινο ανοιχτό και γκρίζο, έτσι σαν το θαμπό μενεξεδί. Μερικές βιτρίνες φωτίστηκαν από τα μέσα και αντανακλούσανε στις γούβες. Τα τζάμια γυάλιζαν ατσαλένια μέσα στη βροχή, έπαιρναν όψη πανοπλίας. – Γδουπ-γδουπ, γδουπ-γδουπ..., κοπάνιζαν στο καφεδάδικο. Ο τόπος ευωδίαζε γύρω στο μαγαζί.
     – Εμπρός! λέει του Σταύρου ο Λοΐζος.
     – Λες; έκανε ο Σταύρος λίγο άτολμα.
     Στο αντικρυνό πεζοδρόμιο προχωρούσαν οι φρέρηδες με τα παιδιά. Τα συνόδευαν δυο απ’ αυτούς με άσπρες τραχηλιές, ο ένας είχε γένια κι ο άλλος νεαρός, αμούστακος ακόμα. Πήγαιναν δυο-δυο, ντυμένα όλα τα παιδιά ομοιόμορφα με μπλάβες μπέρτες, σαν παρθεναγωγείο, ήσυχοι και κάπως διφορούμενοι, σε γραμμές αραιωμένες από τις ανοιχτές ομπρέλλες. Το θέαμα ήταν προκλητικό και σάρωσε το δισταγμό του Σταύρου.
     Έβαλε μια χεράκλα σα χωνί μπροστά στο στόμα:
     – Παρλέ-βου φρανσέ6; Μακαρόνια φρικασέ!
     Δυο κύριοι χαμογέλασαν καθώς περνούσαν: – Τι παληόπαιδα!... Ο φρέρης με τα γένια σα νάπε κάτι στην παράταξή του και τάχυναν το βήμα μ’ όλο που τους βάραιναν τα πόδια οι γαλότζες. Τσαλαβουτούσαν δω κι εκεί. Στη βιτρίνα του «Ιπποκένταυρου» έλαμπαν οι δυο πελώριες χρωματιστές μπουκάλες – δυο φάροι, πράσινος και κόκκινος.
     – Παρλέ-βου φρανσέ!... ξαναφώναξε ο Σταύρος και λέει του Λοΐζου: – Να το Παπακοκάκι, πάει τελευταίος.
     Ο Λοΐζος έβγαλε από την τσέπη τη σφεντόνα και δυο πέτρες μυτερές, η μια τους άκρη βουτηγμένη σε καλάι. Ζύγιασε τη μια – μα σταμάτησε καθώς περνούσανε διαβάτες. Έκανε λίγο λοξά – τον θάμπωνε και η πρασινοκόκκινη βιτρίνα πάνω από τις ομπρέλλες – τέντωσε το λάστιχο, ξαναζυγιάζει με το μάτι και δίχως να καλοσταθεί την αμολάει μονομιάς. Ο ένας φρέρης γύρισε και κύτταξε. Σα να τον πήρε στο ποδάρι ή νάξυσε το ράσο του – τζίφος η πρώτη.
     – Δεν τον πέτυχα, κάνει του Σταύρου κι έπειτα του λέει βιαστικά: – Ο Αντρέας έχει πυρετό, φαίνεται πως αφόρμισε η πληγή.
     Βάζει την άλλη πέτρα στην σφεντόνα και σημαδεύει ως τα τρία. Ετούτη βούηξε – χτυπάει το Παπακοκάκι στην ομπρέλλα – τυχερός και την κατέβασε πάνω στην ώρα – ξεγλυστρά, πηδάει πάνω με ορμή και κάνει θρύψαλα το τζάμι της βιτρίνας.
     Ο Λοΐζος έσφιξε τις γροθιές του και τρίξανε τα κόκκαλα μέσα στις χούφτες: – Ωχ, μάνα μου, λέει, τι έφταιξα για να γλυτώσει; – και λίγο ακόμα δάκρυζε. Έτρεχαν άνθρωποι προς τα εδώ και άλλοι φώναζαν από το φαρμακείο. Ο Σταύρος έπιασε το Λοΐζο από το μπράτσο και τον τραβούσε γρήγορα να φύγουν μην κάνει κι άλλη κουταμάρα.
     Τόσες φορές την είχαμε ακούσει από το στόμα του τη φράση εκείνη: – ωχ, μάνα μου! – και πάντα ένα δάκρυ τρεμούλιαζε στη μέσα κόχη του ματιού, δίχως και να κυλάει. Από το πείσμα ίσως ή από άλλη αιτία.
     – Θα φύγω, μου λέει μια μέρα. Εφέτος ή του χρόνου.
     – Μπορεί να γυρίσει εκείνη, του λέω, δίχως κι εγώ καλά καλά να ξέρω.
     – Όχι, μου κάνει. Την περιμένουμε καϋμοί... Εκτός αν γίνει κάποιο θαύμα. Τα πιστεύεις εσύ;
     – Ποιος μπορεί να ζήσει δίχως ελπίδα σ’ ένα θαύμα; είπε και ο Αλέκος που έτυχε μπροστά.
     Όλοι το ξέραμε, στο μεγάλο εκείνο σπίτι έμενε ο Λοΐζος με τον πατέρα του και με τη γρηά δασκάλα. Τα παχειά χαλιά και οι βελούδινες κουρτίνες θάμπωναν τη φωνή μας. Πάνω από το τζάκι της τραπεζαρίας ένα στενόμακρο τετράγωνο ξεθώριαζε στον τοίχο σα νάχαν αφαιρέσει κάτι που είχε μείνει κρεμασμένο εκεί για χρόνια. Μ’ από κει μέσα κάποια ζωή αόρατη χυνόταν, μια θερμή ματιά θαρρείς μας παρακολουθούσε τα παιδιά εμάς και μέναμε ήσυχοι προσέχοντας τα λόγια μας και τα φερσίματά μας. Και ήταν κάποτε σα νάκλεινε την πόρτα κάποιο χέρι φιλικό ή σα να σώπαινε μια στοργική ομιλία. Σα να υπήρχαν μοναχά τους, ν’ αψηφούσανε γαλήνια τον σταματημένο χρόνο και την ανύπαρκτη απόσταση. Κάτι αναδευόταν απαλά μέσα στο σπίτι – μα ίσως όταν φεύγαμε οι ξένοι εμείς να ξέσπαγε το αναφιλητό... Τον πατέρα του Λοΐζου δεν τον είδαμε ποτέ. Ακούγαμε, στα σπίτια μας πως ξημεροβραδυάζεται στη λέσχη.
     Ωστόσο, μια υποψία μας έβαζε σε σκέψη: πως κάπου αλλού, μακρυά, ζούσε ακόμα η μητέρα του Λοΐζου. Θάξεραν βέβαια οι μεγάλοι, μα κανένας δε μιλάει – όλο και μασημένα λόγια ή σώπαιναν μπροστά μας.
     Θυμόμαστε αόριστα κάποια κυρία, την κυρία εκείνη – τίποτα περισσότερο, τίποτα θετικό. Την κυρία εκείνη. Κάποια κυρία διαφορετική – σε τι; – Αδύνατο να ορίσομε – διαφορετική από τον τύπο της μητέρας ίσως, μια μητερούλα φτιαγμένη μόνο για χάδια και φιλιά, χαμένη μέσα σ’ ένα σύννεφο από νταντέλλες και ν’ ανεμίζουν τα μαλλάκια της πάνω απ’ το προσκέφαλό μας... Ο Λοΐζος μας έδειξε μια εικόνα σ’ ένα βιβλίο – γιατί αυτό; Κυτταχτήκαμε όλοι – και βρήκαμε πως η κυρία της εικόνας σα νάμοιαζε με την κυρία εκείνη. Θα ήταν ίσως μια εντύπωση από κορδέλλες και μεταξωτά θροΐσματα κάποια μεσημεριάτικη χειμερινή λιακάδα – ένα γοβάκι τόσο δα μικρό να ξεγλυστράει από τ’ αμάξι και ν’ αγγίζει ανάλαφρα το πεζοδρόμιο στην άκρη. Δεν ήταν βέβαια η άλλη εκείνη – μας την έδειξε και τούτη ο Λοΐζος: μια κυρία με κατάλευκο δέρμα – εκτός από μια ρόδινη σκιά εκεί, στο άνοιγμα της μπλούζα. Ντυμένη στο λευκό ατλάζι, χάδευε στα γόνατά της μιαν άσπρη γάτα της Αγκύρας. Μας κύτταζαν και οι δυο με γκρίζα παγωμένα μάτια. Έγραφε κάτω από την εικόνα: «Μαρμάρινες καρδιές».
     Αργότερα – πολύ αργότερα – μας βίασαν οι αισθήσεις να δώσομε στη φαντασία κάποια μορφή με διάρκεια, στέρεα κάποτε ως την ακαμψία. Κι από την άλλη, το ανικανοποίητο ζητούσε πάντα αλλαγή, ένα ξανάρχισμα. Τότε μονάχα νιώσαμε – και όχι όλοι – τα λόγια των γερόντων στο διάβα της Ελένης: – Αξίζει να βασανιζόμαστε για μια τέτοια γυναίκα... Και τον Έχτορα που έβριζε τον αδελφό του πάνω στις επάλξεις: –Ομορφονιέ, γυναικολυσσασμένε!...7
     Όπως κι αν είναι, αυτά και κάτι άλλα έκαναν ώστε σε κανένα σπίτι να μην αρέσει ο Λοΐζος για παρέα των παιδιών. Κάτι ψιθυρίζαμε κι εμείς ανάμεσά μας, άλλοι όμως έλεγαν πως όχι, δε βαρυέσαι – ο Δάμων και ο Φιντίας, ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας...–Όσο γι’ αυτούς τους δυο!... κάνει ο Μεμάς που διάβαζε κρυφά σε μεταφράσεις κάτι αρχαίους «Διαλόγους». Δεν κατόρθωνε να μας τα εξηγήσει όλα καθαρά, κάποιες έννοιες – μας λέει – τον μπερδεύουν. Έπαιρνε τον Αντώνη κατά μέρος και κουβέντιαζαν οι δυο, τα χέρια τους στις τσέπες του πανταλονιού. Κάποτε ανακάτευαν στην ομιλία και ονόματα: – Πιάστε από κοντά τον αδελφό της... – Πού είναι τα βατόμουρα, λίγο πιο πάνω... – Λοιπόν η Ευρυδίκη...
     Όπως ήταν φυσικό, βρήκε ο Αλέκος το μπελά του το Σαββατόβραδο εκείνο για το σκισμένο πανταλόνι και τα λασπωμένα ρούχα. Δικαιολογήθηκε αόριστα δίχως να δώσει λεπτομέρειες. Μα την Κυριακή ξέσπασε το κακό μόλις γύρισε σπίτι ο πατέρας του το μεσημέρι. Έσταζε από πάνω του η βροχή.
     – Τέτοια λοιπόν, κύριε!... Και διηγήθηκε μπροστά στους άλλους – στη μητέρα του Αλέκου και στη Βερενίκη – τις πυροσβεστικές επιδρομές, το πέσιμο του Αντρέα και ό,τι άλλο τον πληροφόρησε ο γιατρός στο καφενείο.
     Μια τόση δα μικρή αράχνη κάπου σε μια γωνιά θ’ αρκούσε να κάνει τη μητέρα του να ντροπιαστεί κι ίσως να παρατούσε τούτο της το υπερβολικότατο ύφος με τα σουρωμένα χείλια – βέβαια, κι αυτή αποδοκίμαζε μια τέτοια διαγωγή. Ω, αν ήταν εδώ η θεία Φίλις, θα τελείωναν όλα μια χαρά – όπως το περασμένο καλοκαίρι στο κτήμα, τότε που κάποιο χελιδόνι τη λέρωσε στον ώμο. Την αγκάλιασε και τη φιλούσε όπου έφτανε, στα μπράτσα, στο λαιμό, στα χέρια: – Θεία Φίλις, θεία Φίλις, θείτσα μου, θείτσα μου!... Έτσι της πέρασε ο θυμός – ω, ένας τόσο κωμικός θυμός, γελούσε και η ίδια. Μα η θεία Φίλις είναι μια θεία τόσο γλυκειά – όλοι την αγαπούσαν. –Αχ, της λέει μια μέρα, πότε θάρθει πάλι το καλοκαίρι να μείνω τρεις βδομάδες μοναχός μαζί σου; Μονάχοι μας, πριν έρθουν όλοι αυτοί στο κτήμα. – Ποιοι αυτοί; – Να, όλοι αυτοί που σ’ αγαπούνε, θεία Φίλις...
     Ο πατέρας του Αλέκου τελείωσε τη ρομαντσίνα. Για τη μεγάλη περιπέτεια ούτε λέξη. Δεν είχε μάθει τίποτα ο γιατρός; Πώς δεν το πήραν είδηση, το σπίτι του γιατρού βρίσκεται κολλητά στο περιβόλι το άλλο. Ή μήπως έζησε αυτός μια φαντασία, μην άφησε τη νύχτα το παράθυρο ανοιχτό κι η διπλανή μαγνόλια ή τ’ αστέρια τον έκαναν να ονειρευτεί πάνω σε όσα κάποτε ο ίδιος... Αλήθεια, δεν ξαναμίλησε με το Λοΐζο για όλα εκείνα, κι όμως αυτά μονάχα έχει στο νου – το περιβόλι με τις παράξενες πορτοκαλιές και τις λευκές κολόνες... Τι! Να πιάσει φιλία με τον μικρό Παπακωστόπουλο; Καθωσπρέπει παιδί;
     – Αυτό αδύνατον! γυρίζει και λέει της μητέρας του.
     – Γιατί, γιατί, γιατί;
     – ...Δεν ξέρω.
     Να πει πως το Παπακοκάκι λέει merci για κάθε ψύλλου πήδημα, πως φορεί κασκέτο με χρυσά σειρήτια κι ό,τι του πεις χαμογελάει; Βέβαια κι αυτά όλα μα και κάτι άλλο πιο σπουδαίο, το μόνο ίσως: όλα τ’ ανέκφραστα και τ’ άπιαστα που μας χωρίζουν, που στενεύουν την καρδιά. Εδώ μια ομάδα κι εκεί μιαν άλλη ομάδα – και χωριστά ο καθένας, μια χολιασμένη περιφρόνηση που αναπηδάει πάνω μας. Όπως το λέει κι ο Αντώνης, αταίριαστα χνώτα.
     Η αδελφή του είχε σκύψει – τάχα πως ψάχνει κάτι – και μόλις κράταγε τα γέλια. Κούνησε το δάχτυλο – έτσι κρυφά καθώς βρισκότανε σκυμμένη, να μην τη δουν οι άλλοι. Μήπως έμαθε τίποτα χθες βράδυ από την Τερέζα; Χαζή! Κάνει σαν παιδί μ’ όλο που είναι οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του – όσο και η μητέρα τους από τη θεία Φίλις.
     Την άλλη μέρα μπήκε η Βερενίκη φουριαστή. Το βέλο της ανέμιζε πίσω απ’ τα μαλλιά της.
     – Έχω μια πρόσκληση για σένα, του λέει. Το Σάββατο, για το χορό των Μοντεκούκουλι. Ξέρεις ποιοι είναι;
     – Ο πρόξενος..., ψιθύρισε κι έγινε κατακόκκινος. Γι’ αυτό με φώναξες στο δρόμο;
     – Ήμουν με την Τερέζα και ανταμώσαμε και τη μικρή της αδελφή – αλήθεια, πώς τη λένε;...
     Κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έβαλε τα γέλια: – Α, ναι, τη Μόνικα. Λοιπόν η Μόνικα σε προσκαλεί μαζί με το Λοΐζο. Του έχει γράψει μάλιστα.
     – Πώς, και ο Λοΐζος! έκανε η μητέρα τους. Λοιπόν και ο Λοΐζος...
     – ...Μάτια πλάνα, μάτια όμορφα! τραγούδησε η Βερενίκη και ρωτάει τον Αλέκο: – Πώς πάει ο Αντρέας;
     – ...Φαίνεται πάει καλύτερα... Δεν ήρθε ακόμη στο σχολείο.
     – Θα μάθω από την Αριάδνη.
     Το βράδυ, πριν αποκοιμηθεί, φώναξε από το κρεββάτι του της Βερενίκης:
     – Ξέρει και η Τερέζα τόσο καλά τα ελληνικά;
     – Ποιος άλλος; έκαν’ εκείνη και γέλασε ξανά.
     – Πες μου, της λέει, πώς γίνεται;
     – Μα μένουν δέκα χρόνια στην Ελλάδα. Είν’ ένας μήνας που τους μετέθεσαν εδώ. Τράα-λα-λα, τράα-λα-λα...
     Κουβέντιαζαν από μια κάμαρα στην άλλη.
     – Ντύνεσαι; τη ρώτησε ο Αλέκος. Εκεί θα πας απόψε;
     Όχι, κουτέ. Κοιμήσου τώρα. Καληνύχτα.
     – Θα βάλω τα μακρυά μου στο χορό.
     – Είναι bal costumé8, σου λένε. Θα σου φτιάξομε κουστούμι. Τα μακρυά σου θα τα βάλεις από την Κυριακή.
     – Α, έκανε μονάχα και δε ρώτησε παραπάνω.
     Μα διψούσε απόψε για κάποια τρυφερότητα πριν τον πάρει ο ύπνος.
     – Καληνύχτα! της φώναξε. Θάρθεις να σε φιλήσω;
     Ουφ! Κάνει μπαίνοντας εκείνη. Να! Was willst du noch mehr?9 – και ξανάφυγε αμέσως.
     – Τραγουδούσες κάτω για τα μάτια του Λοΐζου. Πες μου, τα παρατήρησε... κι η άλλη;
     Την άκουσε να κατεβαίνει πηδηχτά τη σκάλα. Κι έπειτα το τραγούδι της; – Τράα-λα-λα, τράα-λα-λα, τράα-λα-λα-λα-λα... Halte là, qui va là – Dragon d’ Alcala10...
     Πολύ σπάνια τραγουδούσε το άλλο: La fleur que tu m’ avais donné11...
     – Μου αρέσει όπως κυττάζει κατάματα, δίχως καμμιά αισθηματικότητα, έλεγε γι’ αυτήν ο θείος Πλάτων.
     – Αποστρέφεται το αίσθημα; Ίσως νάχεις άδικο, του αποκρινόταν ήσυχα η θεία Φίλις.
     Σε μια άλλη περίσταση, λέει της Βερενίκης:
     – Τι φταίει αυτός; Δεν πρέπει να κυττάζομε ποτέ μ’ ένα ορισμένο τρόπο εκείνους που δεν επιθυμούμε να μας αγαπήσουν.
     Ο λόγος ήταν για κάποιο κύριο. Την έλεγε πριγκήπισσα – πριγκήπισσα της Λιβύης – κάτι που είχε φαίνεται μεγάλη σχέση με τα μαλλιά της Βερενίκης. Ο Αλέκος τον άκουσε μια μέρα ν’ απαγγέλλει: – Εάν ο μέγας ούτος σωρός των αδαμάντων12...
     Αλλά η Βερενίκη δεν πρόσεχε τις συμβουλές της θείας Φίλις. Γελούσε και φτιανόταν στον καθρέφτη σιγοτραγουδώντας: – Sire le Roi, donnez-moi votre fille... Sire le Roi, j’ai trois vaisseaux sur mer13... Κι έπειτα γύρισε προς τον Αλέκο, παρωδώντας κάπως το ύφος του κυρίου εκείνου:
    
     Ω συ που εις αιθέρος τας αχανείς εκτάσεις
     δι αμυδρού οράσαι φωτός και αβεβαίου...
    
     – Σ’ αρέσει; τον ρώτησε.
     Ω, αυτός, κάποια στιγμή ευτυχισμένη, θα πάει στο δάσος ν’ αφουγκραστεί προσεκτικά εκείνη τη λαλιά που αναβλύζει απέριττη και απλή, μια εκμυστήρεψη, ένας λόγος – όλα πάνω στη γη απολογούνται την αμόλυντη ετούτη ώρα, του λέει ένα πρωινό η θεία Φίλις... Πάνω στα κλαδιά του φράχτη, ο πρώτος ήλιος άναβε τα τρεμουλιαστά πετράδια της δροσοσταλίδας στα λεπτοδουλεμένα λουλουδάκια της άγριας τριανταφυλλιάς και αβίαστο κυλούσε το ρυάκι – διάφανο πάνω από τα βότσαλα και ρίζες παιγνίδιζε με φως και ίσκιους. Με ταπεινή φωνή, έτσι που μόλις να τ’ ακούει ο ίδιος, θα εκμυστηρευτεί κι αυτός την ώρα εκείνη τα όσα ντρέπεται ν’ ακούσουν άλλοι. Ή, κάποια νύχτα, θα σταθεί ολόισιος σαν το μοναχικό εκείνο κυπαρίσσι μέσα στην πράσινη αχλύ του σεληνόφωτου, έτσι γαλάζια, σαν ευωδία, σαν χρώμα, σαν αρμονία – όλα λογοδοτούν θαρρείς και τη ζαλιστική ετούτη ώρα... – Είναι αρσενικό, της είχε πει. Τα θηλυκά είναι τ’ άλλα, τα κοντοφάρδουλα με τ’ απλωτά κλωνιά. – Παληόπαιδο! του κάνει, ποιος σου μαθαίνει τέτοια πράματα;
    
     Εκτός από το θείο Πλάτων, το θείο Τζώρτζη και τη θεία Φίλις, η μητέρα του είχε ακόμη έναν αδελφό. Τον έχασαν μόλις γεννήθηκε ο Αλέκος. Μετά τόσα χρόνια διατηρούσε την επιβολή του πάνω στους ζωντανούς, λες τη βεβαίωνε ο χρόνος – κρατούσε ακόμη ακέραια τα δικαιώματά του. Δίχως το κέφι της Βερενίκης, τις τολμηρές της τουαλέττες που εισορμούσαν και ξάφνιζαν το σπίτι, θάχε θρονιάσει εκεί μέσα μια γκρίζα μισοθλίψη επαρχιακή.
     Κουδούνιζε από γεγονότα η ζωή του θείου Ανδρόνικου. Ένας δημιουργός δοσμένος στο παράδοξο. Ακρότατες υπερβολές – στα όρια που μια υπόσχεση αφανισμού άγγιζε πια τη βεβαιότητα.
     – Δεν τη διάλεξε ο ίδιος, δεν ήταν η ζωή που είχε ονειρευτεί, έλεγε γι’ αυτόν η αδελφή του.
     Και όταν κάποιος έκανε νύξη για ένα περιστατικό:
     – Τι τον κατηγορείτε; τους λέει με παράπονο. Πληθώριζε από ζωή, ποια σχόλια χωρούν σ’ αυτό;
     – Μητέρα, είπε η Βερενίκη, έναν τέτοιον άντρα θάθελα να παντρευτώ.
     Πάνω στη φωτογραφία, το μάτι του θείου Ανδρόνικου ακολουθάει μιαν ευθεία λίγο ψηλότερ’ από τη γραμμή του ορίζοντα, παραδομένο σε ονειροπόλημα, σ’ έναν βαθύ στοχασμό. Ποιος ξέρει αλήθεια, πριν αρχίσει τη ζωή του εκείνη, μη δεν απόκαμε να κυνηγάει τα όνειρά του! Ένα πρόσωπο κουρσάρου ή ασκητού, στεγνό, πελεκημένο με μπαλτά. Όταν κάποτε η κυρία Κοδράτου κυττάζει τα μάτια του Αλέκου, αναπηδά η καρδιά της. Μην της θυμίζουν τη ματιά του άλλου;
     Το τέλος του δεν είναι ιστορία να τη διηγηθεί κανείς – ή θάπρεπε να μεταχειριστεί λόγια διαφορετικά, ανύπαρχτα ή αμεταχείριστα ως τώρα, μια και πρόκειται για εξωανθρώπινη κατάσταση. Να δώσει π.χ. την έννοια τούτη: έφτασε ακαρτέρευτος μια τέτοια ώρα, ξαφνικός, όπως παρουσιάζεται ο αρσενικός κάποιες στιγμές μέσα στη φύση.
     Τέτοιος παρουσιάστηκε στο χάνι κάποιο πρωινό, τρεις ώρες δρόμο από το κτήμα, ψηλά, πάνω από τη ρεματιά της Όλενας. Το χειμώνα εκείνο δεν έπαψε να χιονίζει από Γενάρη ως την πρώτη Απριλίου. Μπήκε τινάζοντας το χιόνι από το κοντογούνι και χτύπαγε τις μπότες χάμω, το πρόσωπό του αναμμένο από το κρύο. Μύριζε πετσί και αλογίλα. – Τα σκυλιά μου δε με ακολουθήσανε, τους λέει – κι έτσι, στ’ αστεία, έτριψε τα γένια του πάνω στο μάγουλο της κερά-Κρούμενας μ’ ένα τσαλίμι ερωτιάρικου αγριμιού.
     Κατά το σούρουπο είχε τελειώσει τη δουλειά του, σέλωσε το άλογο και πάει. Μα όχι πια μονάχος. Είχε μπροστά του καθισμένη μια κοπέλα – μαγείρισσα, τους λέει, και για ό,τι άλλο. Ο χαντζής και η μητέρα της κοπέλας τον συμβούλευαν να κοιμηθεί στο χάνι. Ψήλωνε το χιόνι, πού πάει νύχτα τόσο δρόμο και με γυναίκα στο λαιμό του; –Ο πονηρός, του λένε, παραμονεύει πάνω από το βουνό. Εκείνος λέει όχι, βιάζεται απόψε. – Θες; ρώτησε την κοπέλα. – Θα με παντρέψεις έπειτα; του λέει εκείνη. Γέλασε τ’ αφεντικό κι είπε μια λέξη όπως τις συνηθούσε – έτσι τα διηγήθηκε ο χαντζής. Γέλασε κι αυτός και λέει: –Έτσι βέβαια! Και τότε το αφεντικό καβάλησε από πίσω. Το χιόνι τους πασπάλιζε όπως ξεκινούσαν κι η γρηά έριξε πίσω τους κρυφά μια χούφτα ρύζι.
     – Έννοια σου, της λέει ο χαντζής, κι αυτή θα την προικίσει πάνω στον έκτο μήνα. Τόσο τις κρατάει.
     Το τι γίνηκε μετά, μονάχα φαντασίες βάζανε στο νου. Τη νύχτα εκείνη το χιόνι σκέπασε πρινάρια ως ένα μπόι – έτσι θυμότανε οι χωριάτες. Και ξέροντας την κράση του αφεντικού, ευχότανε στη μάνα καλορίζικα της κόρης και με γιο. – Ε, ε, κι αυτή θα την προικίσει...
     Το μόνο βέβαιο είναι πως για δυο μήνες δεν ξαναφάνηκαν στο κτήμα – ούτε το άλογο ούτε κανένας. Δυο μήνες δίχως είδηση. Ψαξίματα και αγωνία. Αρχή Απριλίου γλύκανε ο καιρός. Σαν τότε, δυο ντόπιοι χωροφύλακες κοιμήθηκαν αποβραδίς στο χάνι και την άλλη μέρα πήραν τον μονοπάτι που τραβά κατά την Αγουλίνα. Τα χιόνια έλυωναν σιγά-σιγά και τόπους-τόπους πρασίνιζε η πλαγιά. Θάταν προχωρημένη η ώρα, ο ήλιος χτύπαγε στο βάθος, εκεί που στρίβουν τα νερά για το Βαλέσικο.
     – Σαν τ’ άλογο δε μοιάζει; λέει ξάφνου ο ένας. Ή με τρελλαίνει το αγέρι του βουνού;
     – Νωματάρχη, αποκρίθηκε ο Βάος, νωματάρχη έχεις δίκηο!
     Το άλογο κοιτότανε φαρδύ-πλατύ, ακέραιο, δεμένο ακόμα σ’ ένα σχίνο από το χαλινάρι. Πλάι του ο Ανδρόνικος πεσμένος με τα μούτρα και κάτω απ’ αυτόν η Θεανώ. Κοκκαλιασμένοι, άλυωτοι και οι τρεις. – Μα είσαι σίγουρος; Δεμένο από το χαλινάρι; – Ε καψοκυρούλα, τι να γίνει! Βλέπεις, τους άρεσαν τα δροσερά σεντόνια.
     Από τότε, πήρε πάνω της το κτήμα η θεία Φίλις μια κι είχε πια εξοφλήσει με την άλλη της ζωή. Στο σπίτι όλοι μιλούσαν για ένα παρελθόν και μια μεγάλη αυτοθυσία. Τόσο νέα – πότε τα πρόφτασε;... Είναι στιγμές που η λάμψη των ματιών της θαμπώνει μέσα σε μια θλιμμένη απάθεια. Τότε αφαιριέται και σωπαίνει. Λες και θεία Φίλις έζησε τον άκρο εκείνο πόθο που αφομοιώνει τις πίκρες με τις πιο αγνές χαρές. Τώρα, μένει στο κτήμα ολοχρονίς και σπάνια έρχεται στην πόλη. Το υποστατικό πήρε μια πρόσχαρη αγνότητα, μιαν άγνωστη δροσιά ως τότε. Μα το κρεββάτι του θείου Ανδρόνικου τρίζει κι αναστενάζει μελαγχολικά. Και το φθινόπωρο, πίσω από τον ελαιώνα, οι μηλιές ολημερίς απλώνουν με το φύλλωμά τους την κρόκινη αποθέωση της δύσης.
     Στον Αλέκο είχαν διηγηθεί κάτι διαφορετικά σπουδαία κατορθώματα του θείου του. Περπατούσε πάνω στα χέρια είκοσι τόσα μέτρα, τα πόδια στον αέρα. Μια μέρα, έναν ταύρο, τον άδραξε από τα κέρατα, του στραμπουλάει το λαιμό και τον τινάζει χάμω. – Αυτό απαιτεί μάλλον τέχνη παρά δύναμη, επέμβαινε στερεότυπα ο πατέρα του Αλέκου – και τότε άναβε η λογομαχία με τους άλλους. Ο Αλέκος δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει ποιο από τα δυο είναι ανώτερο.
     Από τα πέντε αδέλφια ερχόταν μεγαλύτερος ο θείος Πλάτων και δεύτερος ο θείος Τζώρτζης – αυτός εμπορευότανε κουνέλια στο Αβινιόν. – Μάλιστα, κουνέλια, βεβαίωναν οι αδελφές του σε όσους απορούσαν. Κι έδιναν εξηγήσεις πως, εκτός από τη γούνα, τα κουνέλια στη Γαλλία κτλ. κτλ. Ο θείος Τζώρτζης δεν είχε ιστορία. Μα δε συνέβαινε το ίδιο με τον πρωτότοκο αδελφό. – Όποιος αγαπάει ζωντανά τα ψάρια, να βουτά στη θάλασσα να τα μαζεύει, έλεγε συχνά ο θείος Πλάτων.
     Ωστόσο, μαθεύτηκε η σπιονιά του κύριου Παπακοκού. Και ο Κλεόβουλος είχε στο σπίτι φασαρίες και είπε στα παιδιά τα άλλα πως δεν πρόκειται να μείνει έτσι και να ξεχαστεί μια τέτοια υπόθεση. Τότε φανέρωσε και ο Αλέκος πως κι αυτόν τον είχε καταδώσει ο γιατρός.
     – Έχω ένα σχέδιο, λέει ο Κλεόβουλος κι έπιασε να το καταστρώσει με τους άλλους.
     Το ερχόμενο Σάββατο, να πάρουν πάλι την αντλία και να τη στήσουν πιο δω από το γεφυράκι, μπροστά στη μάντρα του γιατρού. Δεν είναι ανάγκη, τους λέει, ν’ ανέβουν στο μαντρότοιχο να κόψουν τα κλαριά όπως την άλλη μέρα.
     – Βέβαια, λέει κι ο Αλέκος, την τελευταία φορά στου πρόξενου...
     Αλήθεια, δεν ξαναμίλησε με το Λοΐζο. Χθες, δεν το βρήκε σπίτι του και ούτε ξαναφάνηκε, όπως συνήθιζε, στο δρόμο του γυμνάσιου.
     – Λοιπόν, εξακολούθηκε ο Κλεόβουλος, είναι πολύ πιο εύκολο να βάλουν κατ’ ευθείαν τη φωτιά στις κλάρες της περιπλοκάδας. Θα πετάξουν κουρέλια βουτηγμένα στο πετρόλαδο κι έπειτα μ’ ένα σπίρτο...
     – Θ’ αρπάξουν τα κλωνιά του διπλανού μαντρότοιχου, τον έκοψε ο Αντώνης.
     – Και η αντλία;
     – Πφ! Χωράει νερό τρεις τενεκέδες.
     Τότε και ο Αλέκος είπε μπορεί να πεταχτούν και σπίθες να καούν τα σπίτια. Το σπίτι του γιατρού είναι από ξύλο, ανάβει σαν μπουρλότο. Ξέχασαν πως τόφεραν λυμένο σε κομμάτια, μέσα σε κάρρα, και το βίδωσαν εκεί, καταμεσής της μάντρας; Ο πατέρας του λέει πως η δική του εταιρία δε δέχεται να το ασφαλίσει, ούτε και άλλη εταιρία. – Κι έπειτα – πρόσθεσε με κάποιο δισταγμό – εγώ δεν είμ’ ελεύθερος το Σάββατο.
     – Φοβάται! Γιούχα! έκανε ο Μιχάλης.
     – Είμαι καλεσμένος στο χορό του προξενείου, του λέει και τον κοίταξε περιφρονητικά.
     – Αά! έκαναν δυο-τρεις.
     – Να περάσω να σε πάρω; τον ρώτησε ο Μεμάς. – Παιδιά, νάτος! έβαλε αμέσως μια φωνή δείχνοντας το άλλο πεζοδρόμιο. Κύριε Κλήμη!
     – Άσε τον! λέει ο Σταύρος.
     Οι άλλοι φώναζαν: – Κύριε Κλήμη! Ε, ε, κύριε Κλήμη! – κι έδειχναν κάποιον κύριο που πήγαινε σκυφτός πλάι σ’ ένα ξυπόλητο μπακαλοπαίδι. Όλο του έλεγε, μιλούσε ακατάπαυτα δίχως να το κυττάζει, λίγο πιο πίσω, σαν να μην ήθελε να δείξει πως πάει μαζί. Τ’ αυτιά του λόξευαν προς τα πάνω, άγγιζαν το καπέλο, τα χαρακτηριστικά του όλα πήγαιναν λοξά, τα χείλια, το πηγούνι, ακόμα και τα μάγουλα – μαβιά, πουντραρισμένα. Θα ήταν εξηντάρης.
     Το μπακαλόπουλο – δεκάξη με δεκαεφτά χρονών – δε βιάζουταν στο δρόμο του. Τον άκουγε να λέει αν κι έκανε πως δεν προσέχει – και ανεβοκατέβαιναν οι βρώμικες ποδάρες. Κι ο άλλος όλο έλεγε, όλο μιλούσε – σα νάτρεμε και λίγο το κεφάλι του.
     – Τον δ’ επαμειβόμενος! του φώναξε ο Αντώνης.
     – Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Αλέκος.
     – Δεν ξέρω. Έτσι μούπε ο Λοΐζος να φωνάζω.
     Είναι στον Όμηρο, λέει κάποιος: Τον δ’ επα-μείβομε-νος ε-φή Πολυ-φήμος14...
     Μας είχε συχνά μιλήσει ο Αντρέας για τον κύριο Κλήμη. Τον είδαμε και μια ή δυο φορές μαζί του πριν από καιρό. Μα ο Λοΐζος έκανε την παρατήρηση στον Αντρέα – σα νάγινε κάποια σκηνή – και από τότε έκοψε τις σχέσεις. – Είναι φιλόσοφος, μας είχε πει. Να δείτε πόσα ξέρει! Λέει κάτι περίεργα ποιήματα – θαρρώ πως είναι και δικά του, τα τύπωσε μονάχα για τους εκλεκτούς, μούπε μια μέρα – παράξενα, μια σε τραβούν θαρρείς και θες ν’ ακούσεις και μια λες όχι, τα συχαίνεσαι. Στην ομιλία του ανακατεύει αγάλματα, ζωγράφους, εκκλησιές, παπαδοπαίδια μαζί με αγένειους Χριστούς και ιστορίες καλογέρων. – Να, μας λέει, μου έδωσε φωτογραφίες από αρχεία – και μας έδειξε καμπόσες. Στη μια, παρμένη από αγγείο, ένας γενάτος άντρας κρατάει απ’ το πηγούνι έναν έφηβο γυμνό. Κι έγραφε πλάι του λοξά: Ο ΠΑΙΣ ΚΑΛΟΣ.
     Επί τέλους, καλά με τον Αντρέα, μα τι έβρισκε να πει στον μπακαλόγατο εκείνο;
     – Ε, ε, κύριε Κλήμη!...
     Μα εκείνος τραβούσε στη δουλειά του δίχως να δίνει προσοχή.
     – Άσε τον, έκανε πάλι ο Σταύρος στον Αντώνη και πήρε το λόγο πάνω στο άλλο ζήτημα: – Τίποτα δε θ’ αποφασίσομε, τους λέει, δίχως την έγκριση του αρχηγού. Έχω να τον δω από προχθές...
     – Πε μου, κάνει ο Μιχάλης. Ποιος έσπασε το τζάμι του «Ιπποκένταυρου»;
     – Πώς θες να ξέρω! Μόλις μας άφησες φύγαμε κι εμείς... Λοιπόν, εξακολούθησε, και ο Λοΐζος πάλι τίποτα δε θα κάνει δίχως τον Αντρέα. Ο Αντρέας βέβαια θα το τραβήξει ως το Σάββατο και θα ξανάρθει τη Δευτέρα στο σχολείο. Ώστε, από βδομάδας. Σσσσ!... Τίποτα, μου φάνηκε πως είδα ένα κόκκινο γατί.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Κόκκινο τριφύλλι» [όνομα αρώματος].
 
2. Αναφέρεται στο γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους Αθηναίους που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες («...ρήμασι πειθόμενοι»).
 
3. «Αχ, τι απαίσια!»
 
4. «Κύριε».
 
5. Βρετανικό πανεπιστημιακό πτυχίο.
 
6. «Μιλάτε γαλλικά;»
 
7. Ιλιάδα, Γ 39, μετ. Α. Πάλλη.
 
8. «Χορός μεταμφιεσμένων».
 
9. «Tι άλλο θέλεις;».
 
10. «Αλτ, τίς ει; – Ο Δράκοντας του Αλκαλά» [από την Carmen του Bizet].
 
11. «Το λουλούδι που μου ’χες χαρίσει...» [στην Carmen η φράση έχει jetée (ρίξει) αντί donnée].
 
12. Από το ποίημα «Εις εν άστρον» του Σμυρνιού Ιω. Καρασούτσα, του οποίου οι δύο πρώτοι στίχοι παραθέτονται πιο κάτω.
 
13. «Αφέντη βασιλιά, δώσε μου την κόρη σου... Αφέντη βασιλιά, έχω τρία καράβια στο πέλαγο...»
 
14. Πρβλ. Οδύσσεια, ι 446: «τον δ’ επιμασσάμενος προσέφη κρατερός Πολύφημος» («Κι αυτά είπε ο δυνατός Πολύφημος, καθώς τον ψαχουλούσε», μετ. Καζαντζάκη-Κακριδή)· πιθανόν να γίνεται μνεία εδώ και της στερεότυπης φράσης του Ομήρου, «τον δ’ απαμειβόμενος».

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)