Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Eroica. IIΙ
Πολίτης Kοσμάς

Η μασκαράτα του Αλέκου ήταν έμπνευση της Βερενίκης. Το σακκάκι της περσινής του φορεσιάς – κομμένο σε φάρμα στρατιωτική – ταίριαζε στο χρώμα με το καινούργιο πανταλόνι. Μπλάβα και τα δυο, τη νύχτα, με το γκάζι, ούτε ξεχώριζαν. Άλλαξαν μόνο τα κουμπιά με χρυσαφιά και κόλλησαν γαλόνια στα μανίκια. Πάνω απ’ όλα η περικεφαλαία εκείνη, γυαλιστερή κι επιδιορθωμένη από το μπάρμπα Λούκη. Την έφερε στο σπίτι τους η ίδια η Πολυξένη την ώρα που ο Αλέκος δοκίμαζε τη μεταμορφωμένη φορεσιά. – Αχ, κύριε Αλέκο! έκανε το κοριτσόπουλο κι έσμιξε τα χέρια της με θαυμασμό.
     Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον καθρέφτη καθώς έμπαιναν στο χωλ του προξενείου.
     Δε θ’ αργήσω, είπε η Βερενίκη κι έκανε ν’ ανεβεί τη σκάλα.
     Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και ακουμπώντας το χέρι της πάνω στο κεφάλι του μαρμάρινου λεονταριού, λέει ακόμα στον Αλέκο, πιο σιγανά: – Μην ξεχάσεις, πρέπει να χορέψεις πρώτα με τη Μόνικα. Έτσι είναι καθωσπρέπει.
     Οι κυρίες ανέβαιναν στο πρώτο πάτωμα. Η μια κρεββατοκάμαρα, πλάι στο μπάνιο, είχε διαρρυθμιστεί σε τουαλέττα.
     Μερικές νεαρές, η Τερέζα, η Βερενίκη, στεκόντανε στο πλατύσκαλο, πίσω από τα κάγκελα. Εκεί πάνω συμμαζευότανε όσο φως περίσσευε από το χωλ. Άλλες ήταν καθισμένες στα ψηλότερα σκαλοπάτια, μια κάτω από την άλλη. Χρώματα-χρώματα μεταξωτά γυάλιζαν στα ψηλά. Τις κυρίες που ανέβαιναν στην τουαλέττα τις υποδέχουταν χαρούμενες φωνές: – Καλησπέρα, καλησπέρα, καλησπέρα! Bonasera! Bonsoir, Madame1! – Σας πάει έξοχα! – Βρέχει έξω; Τι λέτε! Ξαστεριά!... Όποτε άνοιγε η πόρτα της τουαλέττας έβαζε πίσω τους ένα μεγάλο φωτεινό τετράγωνο.
     Η Μόνικα πήγαινε πεταχτή εδώ κι εκεί και ανακατευότανε με όλους: – Ω, due coppie Napolitani! Siano benvenuti, siano benvenuti2!... Ω, τι ωραίος ταυρομάχος... Αλέκο! Τι καλά!
     Πέρασαν πλάι της δυο κύριοι με κόκκινα φράκα. Ο ψηλότερος διόρθωσε το άσπρο σκουφάκι πάνω στα μαλλιά της Μόνικας: – Έτσι – και τη χάιδεψε στο μάγουλο: Cosi sei bella3...
     – Ωχ, σινιόρ Λεπάντε! Τι κρύα χέρια! Κι έβγαζε κάτι μικρές φωνές σα να τη γαργαλούσαν. – Είναι ο γραμματέας, λέει του Αλέκου, αφού προσπέρασαν. – Τον ξέρω τόσα χρόνια. Ντύθηκες έτσι;
     Την κύτταζε καθώς στεκότανε μπροστά του, λίγο άδηλος. Τα μαλλιά της σηκωμένα κότσο, μικρομέγαλη, το σωματάκι της μέσα στη μαύρη φορεσιά της καμαριέρας, κάπως παράταιρη ανάμεσα στις άλλες παραμορφωμένες κεφαλές και τα τρελλά κοστούμια.
     – Έχω το λόγο μου, του κάνει. Όχι, δε θα στο πω. Θα δεις, σαν έρθει όλος ο κόσμος... Με ποιον ήρθες; Τον ρώτησε. Με τη Βερενίκη; Κανένας άλλος;... Μια στιγμή, του λέει. Να, έρχονται κι άλλοι...
     Διάφορες παρέες συναντήθηκαν στην είσοδο. Ανάμεσα στον κόσμο οι κολομπίνες και οι πιερότοι χοροπηδούσαν κάτω από το γλόμπο, χειρονομούσανε ξεκάρφωτα. Ο αρλεκίνος χόντραινε τη φωνή του και προσπαθούσε να επιβληθεί κάτω από τη σκέπη της μεταξωτής του μάσκας.
     Μια ώριμη κυρία τον κύτταξε με συγκατάβαση και λέει του καβαλιέρου της: – Γιατί αυτός φοράει μάσκα; Το γράψαμε σε όλους: bal paré et costumé4... Έπειτα κάνει του Αλέκου: – Petit pompier de mon coeur5! – κι εξακολούθησε τη βόλτα της λέγοντας κάθε τόσο: – Σας παρακαλώ πολύ, όχι κονφετί και σερπαντίνες, όχι κονφετί και σερπαντίνες...
     Κάποια στιγμή κατόρθωσε ο Αλέκος να πιάσει τη ματιά της Βερενίκης: – Θα κατεβείς; της γνέφει. – Να περιμένεις, του κάνει με το χέρι. Και η Τερέζα έσκυβε από το κεφαλόσκαλο, το ένα χέρι πίσω από τ’ αυτί: – Εμένα μίλησες; Δεν ακούω, μίλα πιο δυνατά!...
     Όσες φορές προσκάλεσε τη Μόνικα για να χορέψουν εκείνη έβρισκε πάντα κάποια πρόφαση – τόσον κόσμο να περιποιηθεί, μια στιγμούλα, να πει δυο λόγια – κι έφευγε πολυάσχολη και βιαστική. Η αλήθεια είναι πως δεν την είδε να χορέψει με άλλον. Όποτε τύχαινε να λείψει από τα σαλόνια δυο λεπτά, ερχόταν πίσω λίγο ανήσυχη και σταματούσε όποιον τύχαινε για να ρωτήσει: – Ποιος ήρθε; Ήρθε κανένας άλλος;
     Από το βάθος των σαλονιών έβγαινε κάποιος γυριστός ρυθμός μέσα στο σύρσιμο των παπουτσιών και στο μουντό συνόδεμα του πιάνου. Πού και πού ξεμύτιζε μια νότα φλάουτου μαζί με δοξαριές βιολιού. Μερικοί δε χόρευαν, είχαν μαζευτεί στο κούφωμα πλάι στη σκάλα και περίμεναν πότε θα κατεβούν οι νεαρές. Αυτές δεν έδειχναν τέτοια διάθεση. – Kindly forget my existence for a few minutes6..., είπε η Τερέζα σε κάποιον που της μιλούσε από κάτω.
     Μόλις ανέβαινε καμμιά κυρία, ξανάρχιζαν: – Καλησπέρα, καλησπέρα... Τι θαύμα! – κι έπειτα μεταξύ τους ομιλίες και κουτσομπολιό γέρνοντας το κεφάλι τους η μια στην άλλη.
     – Γιατί αργήσατε; φώναξαν του κινέζου που περίμενε στο κάτω σκαλοπάτι.
     – Ρωτήστε τη γυναίκα μου καλύτερα. Έβαλε τρεις ώρες να ντυθεί. Από τις πέντε – τώρα πλησιάζουν οι οχτώ. Εσείς γιατί δεν κατεβαίνετε;
     – Surprise7! του αποκρίθηκαν με νάζι.
     – Θα ντυθούμε πρώτα, είπε η Βερενίκη. Σήκωσε το κεφάλι της λοξά και λέει δυο λόγια στην άλλη από πάνω. – Κάθησε ήσυχα, τη συμβούλεψε αυτή.
     – Νάρθω να βοηθήσω; φώναξε ο κινέζος κι έκανε ν’ ανεβεί.
     – Α! Α! Ι! Ι! έβαλαν τις φωνές όλες μαζί σα νύμφες τρομαγμένες, κυνηγημένες από σάτυρο.
     – Τα βλέπεις; Εσύ του δίνεις θάρρος.
     Οι κολομπίνες τραγουδούσαν κουνώντας το κεφάλι για να κρατούν το χρόνο:
    
     Au clair de la lune
     Arlequin s’en fut8...
    
     Κι ο αρλεκίνος, ανεβασμένος σ’ ένα βάθρο, αγκάλιαζε παράφορα το μπρούντζινο ελάφι με τα σπασμένα κέρατα.
     Ο κύριος Λεπάντε ανασήκωσε τους ώμους του ελαφριά και είπε κάτι στο αυτί του φίλου τους. – Ε βέβαια, κάνει αυτός χαμογελώντας. Πόσους κατοίκους έχει; – Καμμιά σαρανταριά χιλιάδες...
     Η ματιά του άλλου γλύστρησε από τον πράσινο μπρούντζο του ελαφιού στο γαλάζιο μάρμαρο της σκάλας κι έπειτα στηλώθηκε ψηλά. Μια ξεθωριασμένη φρίζα τριγύριζε τους τοίχους, λίγο ξεφλουδισμένη εδώ κι εκεί. Όπου τα χρώματα είχαν μείνει ζωηρά διακρινότανε γκιρλάντες με λουλούδια:
     – Ωραίο παλατάκι...
     – Λίγο παραμελημένο... Το προξενείο την αγόρασε δεν πάει ούτε χρόνος. Η βιλλίνα, όπως τη λένε.
     – Θαρρείς πως στάθηκε ο χρόνος κάπου εκεί και δεν κουνάει. Τίνος ήτανε προτήτερα; Κάποια γυναικεία ομορφιά λάμπει ακόμα εδώ μέσα, λίγο φαντασμένη βέβαια, κάπως εξωφρενική, μα πάντα σταθερή πάνω από το πλήθος...
     – Je vois, je vois. Vous appréciez toujours le milieu d’après la femme qui y prédomina9. Είναι το βίτσιο σας. Δεν ξέρετε την ιστορία της βιλλίνας; Όταν η Βίβα Τσάγκενφελτ έκανε την τουρνέ της στα χίλια οχτακόσια εβδομήντα...
     Η Μόνικα ερχότανε προς τα εδώ με το κεφάλι γυρισμένο πίσω να κυττάζει τα παρδαλά καμώματα του αρλεκίνου και τις αστείες του υποκλίσεις.
     – Έλα λοιπόν! της φώναξε ανυπόμονα η Τερέζα σκύβοντας πάνω από τα κάγκελα.
     – Έχω καιρό, δεν θα ντυθώ ακόμα, είμαι χτενισμένη.
     Έπιασαν μια γρήγορη λογομαχία σε γλώσσα ξενική. Το σκουφάκι πήγαινε κι ερχότανε στα μαλλιά της Μόνικας. Μιλούσαν με χειρονομίες, αυτή γυρμένη πίσω για να κοιτάζει στα ψηλά και η Τερέζα πεσμένη έξω από τα κάγκελα – sei stupida10! της λέει στο τέλος.
     Κατσούφιασε η καϋμένη και πήγαινε προς τα σαλόνια στριφογυρίζοντας στο δάχτυλο την άκρηα της ποδιάς της. Δυο νεαρά παλληκαράκια την πλησίασαν και της ζητούσαν να χορέψει. Λυπάται πολύ, τους λέει, έχει δοσμένο το χορό.
     – Σε γύρευα, κάνει του Αλέκου που στεκότανε πιο κει. Ξέρεις να βαλσάρεις;
     Το βαλς τελείωνε. Μα τα ζευγάρια χειροκρότησαν επίμονα, τόσο που ανάγκασαν τη μουσική να ξαναρχίσει.
     Χορέψανε για λίγο αμίλητοι. Κάποια σκιά θόλωνε το μέτωπο της Μόνικας.
     – Προτήτερα που σε περίμενα, της λέει ο Αλέκος, κύτταζα τις μυγδαλιές μέσα στα βάζα και θυμήθηκα το ποίημα...
     – Ποιο ποίημα;
     Το ποίημα – ξεχνάει τα λόγια ένα-ένα... Μια εξοχή, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, τριγύρω πέφτουνε νιφάδες από χιόνι. Ξάφνου, βλέπεις πως γελάστηκες: Αντί νιφάδες, κλωθογυρίζουν πάνω σου πέταλα μυγδαλιάς. Έτσι και μέσα στην καρδιά μας...
     – Στάσου να δεις... Α, ναι! Τόλεγε η Τερέζα σήμερα το πρωί καθώς έφτιανε τα βάζα...
     – Η Βερενίκη το ξέρει και γερμανικά...
     – ...Τότε της λέω: για κάθε λουλούδι που κόβομ’ εδώ κάτω, κάποιο αστέρι θλίβεται στον ουρανό...
     Με την ομιλία είχε χαλαρώσει το χέρι του γύρω στη μέση της. Η Μόνικα του έσφιξε τον ώμο και τον παράσυρε με ζωηράδα στο ρυθμό.
     – Κι έπειτα, του λέει, κάποτε θαρρείς πως είναι μυγδαλιές, μα βλέπεις πως δεν είναι παρά χιόνια. Ωστόσο, άλλο περιμένεις κι άλλο έρχεται... Γνώρισες τον αρλεκίνο; Ποιος νάναι τάχα;...
     Όχι, δεν τον γνώρισε. Ποιους και ποιους κάλεσε; – Ω, αυτή δεν κάλεσε κανέναν – εκτός από τους δυο τους μια κι έτυχε όπως έτυχε, πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο. Τα διοργάνωσε η Τερέζα και η μαμά. Όπως πάντα.
     Όταν τελείωσε το βαλς, τον παρακάλεσε:
     – Μάθε ποιος είναι ο αρλεκίνος, και τον έδειξε με το κεφάλι, καθισμένον ολομόναχο σε μια γωνιά του καναπέ στο χωλ.
     – Σε γνώρισα, σε γνώρισα... του λέει ο Αλέκος. Βγάλε τη μάσκα!
     – Ουφ! Έσκασα! κάνει εκείνος – και ανασηκώνοντας τη μάσκα του φανέρωσε το σπυριασμένο μούτρο του Μεμά.
     – Άργησα, λέει τότε στον Αλέκο η Μόνικα. Δε θάρθει πια κανένας άλλος. Πρέπει να ντυθώ. Πώς μου πηγαίνουν τούτα; Μου τα δάνεισε η Περσεφόνη, γι’ αυτό μου έρχονται μακρυά...
     Έσκυψε το κεφάλι της λίγο λοξά και μύρισε τη μασχάλη.
     – Πρέπει να τα βγάλω, λέει πάλι και καθώς περνούσε η καμαριέρα, της φωνάζει: – Περσεφόνη! Γρήγορα! Να ντυθώ!
     Το μεγάλο ρολόγι με την πλουμισμένη κάσα έδειχνε περασμένες εννηά. Στα σαλόνια χόρευαν λανσιέδες. Όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί.
     Ο Αλέκος κάθησε στον καναπέ του χωλ, πλάι στο Μεμά.
     – Ήρθα με την παρέα της εξαδέλφης μου, του εκμυστηρεύτηκε αυτός.
     Δε βάσταξε το παράπονό του. Βέβαια, τις ξέρει τις μεγάλες. Τον ήθελαν όσο τις διασκέδαζε με τούμπες – ύστερα τον παράτησαν μονάχο. – Να με συστήσεις στη Μόνικα, του λέει. Πού πάει;... Α, ξέρω – και του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί.
     – Σαχλαμάρες! είπε ο Αλέκος και κοκκίνισε.
     Για να κρύψει την ταραχή του τον πείραξε κι αυτός;
     – Έχεις μια γυναικεία τρίχα πάνω στον κολάρο σου. Ποιανής είναι, ε;
     – Καλά, κάνει αυτός ψάχνοντας για την τρίχα, δεν έχομε υπηρέτρια στο σπίτι;
     Στη θέση που στεκότανε προτήτερα η Μόνικα έμενε ακόμα κάποια διάφανη σιλουέττα με λευκή ποδίτσα, με το σκουφάκι στα μαλλιά. Ξεχώριζε θαρρείς και η ταπεινή εκείνη μυρωδιά στο φόρεμα της καμαριέρας... Όπως και τότε, στην καμαρούλα της σοφίτας, τη μέρα που είχε μπει αστόχαστα... Πέρασε φουριαστά μπροστά του – σα να χτυπούσανε φτερούγες χάθηκε κάπου – κάτι λευκό και κρεατί. Το πορτόφυλλο είχε μείνει ανοιχτό και πίσω από κει γελούσε μιαν αδρή φωνή, όπως κάποιες φωνές – δεν ξέρει πού τις άκουσε: – Μη μπαίνεις! Κύριε Αλέκο, μη!... κι έβγαζε το γυμνό της μπράτσο ίσαμε τον ώμο – κατάλευκο πάνω από το δουλεμένο χέρι. Φαινότανε κι ένα πανί πιο κάτω... Έπειτα, σιγανά, σα να παρακαλούσε: – Μη μπαίνεις, μη... Άλλη φορά...
    
     Στο πλατύσκαλο του πρώτου γίνηκε κάποια κίνηση.
     – Αλέκο! του φώναξε η Βερενίκη. Έλα πάνω μια στιγμή...
     – Πάμε λοιπόν, λέει η Τερέζα, συγχυσμένη ακόμα.
     – Ένα λεπτό! ένα λεπτό! έκαναν οι άλλες κι έφτιαναν κάποια τελευταία λεπτομέρεια μπρος στον καθρέφτη.
     – Αλέκο μου, θα πας, ε; του λέει χαϊδευτικά η Βερενίκη και τον φίλησε. Θα πας να πεις στη μουσική;...
     Όλες ήταν ντυμένες όμοια: κιμονό μεταξωτά, μεγάλες χτένες όρθιες πάνω στα φουσκωτά μαλλιά. Πίσω στη μέση άνοιγαν πεταλούδες από πελώριους φιόγκους. Τριγύριζαν τον Αλέκο και τον παρακαλούσαν όλο νάζι ανοιγοκλείνοντας τις γιαπωνέζικες βεντάλιες: – Αλεκάκι, θα πας, ε;... Να σε φιλήσομε κι εμείς που σ’ αγαπούμε – και δος του τον φιλούσαν και θρόιζαν τριγύρω του. – Η νότα βρίσκεται πάνω στο πιάνο – ή πλάι, στο τραπεζάκι της βεράντας. Να μην ξεχάσει, το νούμερο τρία, έτσι να πει, το τρία...
     Κατέβηκαν πίσω του τη σκάλα και προχώρησαν με βηματάκια σημειωτά, ίδια γιαπωνέζικα, όπως αυτές στο θέατρο, στην όπερα.
     Η Τερέζα παρακολουθούσε το πρελούντιο κουνώντας την κλειστή βεντάλια. Σαν έφτασε η στιγμή, τους έδωσε το σύνθημα. Μια μελωδία φευγαλέα, σιγανή, σα βούισμα ελαφρό...
     Το τέλος του τραγουδιού το σκέπασαν χειροκροτήματα και όλοι φώναζαν: – Μπις! Μπις!... Τότε κι αυτές ξανάρχισαν το ίδιο τραγούδι. Μερικοί δάγκωναν τα χείλια.
     Ωστόσο, σαν έκλεινες τα μάτια, κάποιο λειβάδι απλώνεται απαλά σε πινελιές πλατειές και οριζόντιες. Γαλάζιο, ρόδινο, πιο κάτω πράσινο ανοιχτό με κίτρινες κουκίδες όπως χρυσίζει ο ήλιος... Οι νότες ανεμίζουν πάνω από λουλούδια εξωτικά μέσα σε ίσκιους από χνουδωτά πεταλουδίσματα. Μεταξωτές βεντάλιες γέρνουνε λοξά κάτω από ίσια μάτια και μ’ ένα ψίθυρο ανοιγοκλείνουν ματοτσίνουρα καμπυλωτά – σαν κάτι τέτοιο είναι απόψε οι νότες, μια ιστορία όπως αυτές που λέει μέσα στην ψαρόβαρκα ο θείος Πλάτων... Μα η Μόνικα δε βρίσκεται ανάμεσα στις γκέισσες ετούτες...
     Στο τέλος, πάλι τους φώναξαν: – Μπις! Μπις!... – Ο γραμματέας όμως έγνεψε στη μουσική και βάλθηκαν να παίζουν ένα μπόστον.
     – Του-στεπ! Του-στεπ! φώναξαν μερικοί.
     Η Βερενίκη έπιασε τον Αλέκο και του λέει: – Να μιλάς την ώρα που χορεύεις, μη μένεις σα μουγγός – και πήγε πάλι με τις φίλες της που είχαν τριγυρίσει την κυρία Μοντεκούκουλι. – Μπράβο, μπραβίσιμο! τους κάνει αυτή. – Κι εγώ πριν δεκαπέντε χρόνια στο παλάτσο Μπόμπολι... Τερέζα, να πάρουν κάτι τα κορίτσια.
     – Μαμά, θα χορέψομε πρώτα! Πού είναι ο σινιόρ Λεπάντε;... Σινιόρ Λεπάντε, δε λέτε να μας παίξουν το Loin du bal11;
     – Ποιος είν’ ο άλλος; Ποιος είν’ ο άλλος; ρωτούσαν τα κορίτσια μεταξύ τους πίσω από τις βεντάλιες και κρυφόδειχναν τον άλλο κύριο με το κόκκινο φράκο.
     Τα δυο αγόρια έφερναν γύρω τα σαλόνια, τοίχο-τοίχο ή ξεγλυστρώντας ανάμεσα σ’ αυτούς που χόρευαν. Πότε και πότε τους ρίπιζαν πνοές από αρώματα κι άλλοτε πάλι τους ακινητούσε κάποια μυρωδιά. Πάνω στη φρίζα του μεγάλου σαλονιού εναλλασσόταν πράσινα στεφάνια με μικροσκοπικές αρχαίες πανοπλίες.
     Καθώς περνούσε ο σερβιτόρος τρύπωσαν ξοπίσω του μέσ’ στο σαλόνι των χαρτιών. Οι περισσότεροι αμασκάρευτοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα πράσινα τραπέζια κι άλλοι στεκότανε ορθοί και παρακολουθούσαν το παιχνίδι. Κάποιος, τα χέρια του σμιγμένα κάτω από την ουρά του φράκου, σιγοσφύριζε μια φράση ερωτηματική απ’ τη Τραβιάτα: – Σσ-σ-σσ-σσ;...
     Μια κυρία μπήκε φουριαστή και ρώτησε – Ποιος έχει το χέρι; – κι έπειτα γίνηκε μεγάλη φασαρία γύρω σ’ ένα τραπέζι.
     Πλησίαζαν το δίσκο με τα σάντουιτς όταν τους είδε η κυρία Μοντεκούκουλι; – Τι γυρεύετε παιδιά; Δεν είναι η θέση σας εδώ. Ελάτε να σας δώσω ένα τσάι – και τους παράλαβε μαζί της στην τραπεζαρία.
     Μερικές κυρίες ηλικιωμένες κουβέντιαζαν γύρω στο σαμοβάρι:
     – Δέχεται με το καπέλο:
     – Βέβαια, η μόδα βγήκε από την αυλή του βασιλέως Εδουάρδου...
     – Προτήτερα, προτήτερα! Ζούσε ακόμα η βασίλισσα Βικτώρια, κυρία Χατζάκου... – Χορέψατε, κυρία Μοντεκούκουλι;
     – Παιδιά, ένα φλυτζάνι τσάι;... Αν χόρεψα; Ω, τώρα πια είμαι καλή μονάχα να προσφέρω τσάι. Βέβαια χόρευα πολύ, θαρρώ δα πως δεν έκανα και τίποτ’ άλλο. Μα ό,τι πόθησε κανείς δεν τόχει, δεν είν’ έτσι; Μέσα στα τόσα μας παράξενα, στις τόσες ενοχλήσεις, να βρίσκεις ένα φίλο με όλα εκείνα τα προσόντα – αυτό που λέγεται φιλία με μια λέξη. Για μας που ταξιδεύομε από έναν τόπο σε άλλο... Παιδιά, πάρετε κέικ, πάρετε πτι-φουρ...
     Εκείνοι, τόση ώρα, πρόσεχαν όλο περιέργεια και σεβασμό δυο κύριους με σμόκιν. Στεκότανε κοντά στο τζάκι κι άδειαζαν μια μπουκάλα μέσα σε ψηλά ποτήρια μπροστά σε δυο καρυάτιδες ξεστήθωτες και σοβαρές. Το μάρμαρο ήταν κιτρινισμένο και γυαλιστερό, μ’ εδώ κι εκεί μια χτυπησιά πιο σκούρα.
     – Ποιος θα τόλεγε!... είπε κάποια κυρία. Στης Βίβας Κομανδόρου!
     – Στης Τσάγκενφελτ. Δεν την παντρεύτηκε, το ξέρεις!
     – Τη θυμούμαι στη σκηνή – πόσο θα ήμουν τότε, πήγαινα σχολείο... Και πριν, καθώς ερχόμουν, έλεγα: να η πέργκολα, να οι πορτοκαλιές...
     Στα σαλόνια μετακινούσαν τις καρέκλες. Είχε πάψει η μουσική. Μια βενετσιάνα ντυμένη μωβ ταφτά πέρασε χτυπώντας ζωηρά τα χέρια της και φώναξε: – Η παντομίμα! Η παντομίμα!
     Απ’ όλες τις μεριές κινήθηκαν προς το ακρηανό σαλόνι μέσα σε ομιλίες και ξεφωνητά. Η τζαμωτή βεράντα είχε κλειστεί με βυσσινιές κουρτίνες. Είχαν τοποθετήσει εκεί μπροστά διάφορες καρέκλες, μα οι περισσότεροι έμειναν ορθοί. Ο Μεμάς με τον Αλέκο ακούμπησαν στον τοίχο.
     Μια κολομπίνα έσκυψε πίσω από την άλλη και λέει στην παρακάτω: – Κάπως περίεργες προσκλήσεις... – Δεν είν’ επίσημο... Άλλες μιλούσαν για τσάγια και βεγγέρες.
     – Τους υποψιάζονται για προπαγάνδα, καταλαβαίνεις – είπε κάποιο ντόμινο κάνοντας το μάτι. – Γι’ αυτό μιλούν ελληνικά, για να μας κολακέψουν. – Μοιάζουν για λεβαντίνοι...
     Πλάι στον Αλέκο γκρίνιαζε ο Μεμάς. Τι κάθουνται; Δεν ήρθε ούτε η μικρή Χατζάκου, εξ αιτίας βέβαια του Αντώνη... Ο Αλέκος είχε τα μάτια καρφωμένα στις κουρτίνες. Ένα χεράκι τις μισάνοιξε από μέσα και πιο ψηλά κύτταζε κάποιο μάτι.
     Ο κύριος Λεπάντε σήκωσε το χέρι του:
     – Η παντομίμα έχει για τίτλο: ο καλόβολος θείος. Σα να λέμε, αγαπητές μου δεσποινίδες, γάμοι και χαρές. Τώρα, παρακαλώ, ησυχία.
     Μερικοί έκαναν: – Ω, ω! – κι άλλοι παραπονέθηκαν για τα τσιγάρα. Έπειτα, γίνηκε σιωπή.
     – Ν’ ανοίξομε κάποιο παράθυρο, ακούστηκε μια φωνή γυναικεία.
     – Δε μου λες, έχεις την ιδέα σου στη Μόνικα; ρώτησε σιγανά ο Μεμάς.
     – Σσσσ!... έκαναν δυο-τρεις.
     Η Βερενίκη γύρισε το κεφάλι της κι έγνεψε αυστηρά του Αλέκου βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα.
     Οι κουρτίνες ανοίχτηκαν αργά. Είχε αρχίσει κιόλα η μουσική. Ο Μεμάς σκούντηξε τον Αλέκο.
     Μπροστά στην πρασινάδα η Μόνικα χαμογελούσε χωμένη μέσα σ’ ένα σμήνος από τούλια φραουλί. Έφερε τα χέρια της στο στήθος και τάσφιξε στο μέρος της καρδιάς.
     Ο Μεμάς έσκυψε στο αυτί του Αλέκου:
     – Η εληά στο μάγουλο είναι αληθινή;
     Του αποκρίθηκε με μια κίνηση σα νάθελε να πει: – Ποιος ξέρει...
     – Καλά, και δεν τη φίλησες ακόμα; Ούου κουτέ!
     Η μουσική τελείωνε μια καβατίνα. Πάνω στο παρκέτο τα πόδια της μπαλαρινούλας φλερτάρουν μεταξύ τους συγκινητικά. Λίγο αδέξια. Το φραουλί φουστάκι ξανοίγεται ανακουφωτό και αλαφροσκεπάζει κάποιο μυστήριο λουλουδιού πιο κάτω από τη λεπτή μεσούλα... Ο Αλέκος άδραξε το μπράτσο του Μεμά: – Ποιος είν’ αυτός που μπαίνει απ’ το παράθυρο;
     – Σσσ! έκαναν από μπροστά.
     – Ναι, ναι! Εκείνος είναι! του λέει ο Μεμάς. Από πού ξεφύτρωσε; Βρε το Παπακοκάκι!
     Ο μικρός χαιρέτισε με μια υπόκλιση. Ένας αρλεκίνος εξελιγμένος σε δυο χρώματα μονάχα, κίτρινο προς το μελί και άσπρο. Χόρεψαν πρώτα ένα είδος μενουέτο και ακολούθησε η ερωτική σκηνή.
     – Χαριτωμένος, είπε κάποια κυρία.
     Πάνω στην ώρα, πρόφτασε ο θείος – ένα φραγκισκανό ψηλόλιγνο καλογεράκι με το καφεδί του ράσο και το σκοινί γύρω στη μέση. Τα δυο βιολιά τρελλάθηκαν στο πρέστο, τρεις νότες σουβλερές το φλάουτο, μια γκάμα κατρακύλησε στο πιάνο – και η Μόνικα στηλώθηκε σε μια γωνιά πάνω στις μύτες των ποδιών της.
     Ο Αλέκος και ο Μεμάς κυττάχτηκαν: – Ποιος είναι πάλι τούτος!
     – Molto comico12, χι-χι! ξεκαρδιζόταν η κυρία Μοντεκούκουλι. E tanto comico13!... Δείτε πώς τους κυττάζει άγρια... Να – λέει σε λίγο – μαλάκωσε ο θυμός του. Τώρα θα τους παντρέψει.
     Ξαφνικά, ο θείος βάζει τις φωνές: – Μαέστρο! Φάλτσο! Φάλτσο!
     – Γκαετάνο! Γκαετάνο! Τι κάνεις! Figlio mio14!
     – Μαμά, χαλνάει την παντομίμα! κλαψιάρισε η Μόνικα.
     Φώναζαν κι άλλοι. Γίνηκε φασαρία. Η μουσική σταμάτησε. Όλοι μιλούσαν.
     – Κατεβάστε τις κουρτίνες! Τις κουρτίνες! Κατεβάστε τις λοιπόν! πρόσταξε ο κύριος Λεπάντε.
     Μα το καλογεράκι τις ξανάνοιξε από μέσα και διαμαρτυρήθηκε στον κόσμο:
     – Τι γελάτε! La commedia non è finita15!
     Η μητέρα του τον άρπαξε από το χέρι και τον τραβούσε προς τη σκάλα. Τάβαλε μ’ έναν κύριο που γελούσε δυνατά: – Φλάβιο! Μπρος στα παιδιά!
     Ο Μεμάς είχε διπλώσει από τα γέλια: – Ωχ! Δε βαστώ – κι έφυγε όσο γρήγορα μπορούσε ανάμεσα στον κόσμο, χοροπηδώντας μια στο ένα πόδι μια στο άλλο.
     Quadrilles! Engagez – vous pour le quadrilles16! φώναξε ο κύριος Λεπάντε γι’ αντιπερισπασμό. Το πιάνο έπαιξε τις πρώτες νότες.
     Ο Αλέκος παραμέρισε τις κουρτίνες της βεράντας. Μια σάρπα φραουλί κρεμότανε σ’ ένα φυλλόδεντρο. – Να κι ο Αλέκος, είπε η Τερέζα, όρθια στο άνοιγμα της πόρτας μέσα στο διάδρομο, πλάι εκεί. – Έλα μέσα... Ω, Μόνικα, μην κάνεις έτσι! Πιες τη λεμονάδα σου και πάρε τον Αλέκο να χορέψετε. Πιερ, λέει στο Παπακοκάκι, πάμε να ξεσκάσεις λίγο. Ήσουν κλεισμένος τόση ώρα...
     – Bonsoir, είπε βγαίνοντας ο Πιερ μαζί με την Τερέζα.
     Το μικρό δωμάτιο, κάπως χαμηλοτάβανο, ήταν σχεδόν γυμνό από έπιπλα όπως ολόγυμνοι και οι τοίχοι. Ξεχώριζαν το τζάκι με το λευκό του μάρμαρο από τη μια – κι από την άλλη το φραουλί φουστάκι με τη Μόνικα πάνω σε μια καρέκλα. Και η φλόγα της σόμπας του πετρόλαδου.
     Η Μόνικα είχε γυρισμένο το πρόσωπο από την άλλη και σκούπιζε τα μάτια της. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα.
     – Δε θέλω να χορέψω, μουρμούρισε.
     Το δωμάτιο ήταν σχεδόν γυμνό: ένα τραπέζι κολλητά στον τοίχο και μια δεύτερη καρέκλα ψαθωτή. Από το ανοιχτό συρτάρι κρεμότανε διάφορες κορδέλλες. Αυτό ήταν όλο, μαζί με μιαν απόχρωση τριανταφυλλιά στους τοίχους. Το τζάκι – ίσως νάταν κι αυτό από μάρμαρο τριανταφυλλί, εκτός αν το χρωμάτιζαν οι τοίχοι – έτσι σβηστό και ντροπιασμένο από τη μυρωδιά της σόμπας, έβαζε μέσα εκεί κάτι το ακατάληπτα και αλλόκοτα ρωμαντικό. Είχε το σχήμα κοχυλιού. Δυο ανάγλυφες νεράιδες – όπως αυτές του πολυέλαιου – έδιναν τα χέρια τους ψηλά κρατώντας ένα σκαλισμένο κόσμημα πλεγμένο σε ανθουλάκια, σαν κεφαλαίο Β.
     Η Μόνικα κυττάχτηκε σ’ έναν μικρό καθρέφτη του χεριού. Γύρισε το πρόσωπο αργά και άφησε τα χέρια της να πέσουν. Αποκαμωμένα.
     – Γιατί;... λέει του Αλέκου. Μα δεν τελείωσε τη φράση της. – Πάμε στα σαλόνια, πρόσθεσε.
     Η έκφραση των ματιών της κάτι πήγαινε να φανερώσει, μα έπειτα, σε μια στιγμή, χανότανε ολότελα.
     Καθώς έμπαιναν, το κουαρτέτο ξανάπαιξε τις πρώτες νότες της καδρίλιας και περίμενε. – Ξέρεις να χορέψεις; ρώτησε τον Αλέκο ο κύριος Λεπάντε. – Βέβαια, λέει πειραγμένος. Τόσες φορές σε γκρουπ....
     – Κύριε Στακόπουλε, αποτάθηκε σ’ ένα ζευγάρι που στεκόταν άχρηστο εκεί στη μέση. – Σας βρήκα βιζαβί. Θάχετε βιζαβί την πιο χαριτωμένη ντάμα – και χάιδεψε το μάγουλο της Μόνικας.
     Όλοι χειροκροτούσαν και της έγνεφαν: Μπράβο! Ήσουν έκτακτη. Αν πεις και ο χορός!... και τέντωναν το πόδι τους όπως οι μπαλαρίνες.
     – Σταθείτε! Ξεχάσαμε τα κράκερς! πρόφτασε η κυρία Μοντεκούκουλι απ’ την τραπεζαρία.
     Οι δίδυμες Χατζάκου – είχαν κάποιο θείο σταφιδομεσίτη στο Λονδίνο – έσμιξαν τα χέρια τους και φώναξαν από μακρυά η μια στην άλλη: – See, darling! Κράκερς! – Όου, κράκερς17!
     Οι εκπυρσοκροτήσεις και οι εύθυμες φωνές κράτησαν για ώρα.
     – Βγάλε την περικεφαλαία σου, είπε η Μόνικα.
     Την ακούμπησε πάνω στην κονσόλα και φόρεσ’ ένα τρικαντό από λεπτό χαρτί που βρήκε διπλωμένο μέσα στη δική του τράκα.
     – Εμπρός! έγνεψε με το χέρι του στη μουσική ο άλλος κύριος με τα κόκκινα.
     Η Μόνικα είχε το ίδιο αποκαμωμένο ύφος.
     – Μη νομίσεις πως μ’ ένοιαξε διόλου για την παντομίμα..., λέει του Αλέκου.
     Έπαιρνε μέρος στο χορό δίχως διάθεση, αφησμένη στις περιπέτειες κάθε φιγούρας. Το τούλινο φουστάκι της αργοκυμάτιζε πλατειά. Στην υπόκλιση ακουμπούσε χάμω απλωτό καθώς χαμήλωνε και το αλαφροσήκωνε με τα δυο χέρια. Κάποια μελαγχολία της έγερνε ανεπαίσθητα τους ώμους. Ερχόταν προς τα πίσω, μια πλατίτσα σκεπτική και λεπτοκαμωμένη, αδύναμη, δίχως αντίσταση. Την έσερνε ο χορός εδώ κι εκεί.
     Ένα κύμα τρυφερότητας, κάτι σαν ποίημα ξεχείλιζε μες στην καρδιά του Αλέκου. Ξέφευγε από τη ζωή – απ’ το σχολείο, απ’ το σπίτι – κάτι το άγριο και φλογερό τον έσπρωχνε να την αρπάξει και να την έφερνε μακρυά, να την προστάτευε από κάποιο κίνδυνο, νάκανε κάτι ηρωικό... Κι έπειτα νάμεναν μονάχοι και να κύτταζε μπροστά του από ψηλά μια θάλασσα την ώρα που βραδυάζει...
     – Tourbillon18! Πού έχεις το νου σου; του λέει χαμογελώντας βιασμένα.
     Τον αγκάλιασε με τα γυμνά μπρατσάκια της κι εγκαταλείφθηκε στα χέρια του. – Più presto19..., του ψιθύρισε.
     Γύριζαν, γύριζαν γύριζαν... Η ανάσα της πάνω στο πρόσωπό του – ένα σύννεφο τους τύλιγε μέσα σε λάμψη από τούλι φραουλί. Κάτω από τα δάχτυλά του αναδεύεται, ξεχύνεται μια ζεστασιά – κι έσβηναν όλα κύκλω μέσα σε τόνους φραουλί...
     Χτυπούσαν γύρω τους τα χέρια. Η Μόνικα τρίκλιζε λίγο ζαλισμένη. Πιάστηκε από το μπράτσο του και του χαμογελούσε νευρικά, σα νάθελε να κλάψει. Κάτι κόκκινο – θάταν ο κύριος εκείνος – πέρασε μπροστά τους κι έλεγε:
     – Vous restez, vous sortez... Vous restez, vous sortez20...
     Η Μόνικα ξετίναξε τους ώμους. Το κορμί της πήρε μια έκφραση άκαμπτη κι έμεινε σαν αφηρημένη. Το ίδιο και όλα γύρω τα διαβάθμιζε μια κυμαινόμενη αναλογία. Της έπιασε το χέρι.
     – Δεν είναι η σειρά μας, του λέει και το αποτράβηξε αργά.
     Στην άλλη άκρη ο Πιερ μιλούσε με νοήματα: – Να μην ξεχάσεις, έπειτα, δίχως άλλο...
     – Μ’ αυτόν πάλι θα χορέψεις; τη ρώτησε ο Αλέκος.
     Η ερώτησή του την ερέθισε. Βέβαια θα χορέψει, γιατί να μη χορέψει; Τουλάχιστον ξέρει να φέρνεται, είναι παιδί του κόσμου... Και να μη νομίσει πως στεναχωρήθηκε που δεν ήρθε ο φίλος του – εκείνος, πώς τον λένε, ο Λοΐζος. Τον κάλεσε από ευγένεια, όχι για τίποτ’ άλλο. Κι αν την πείραξε λιγάκι πως δεν ήρθε, είναι που το θεώρησε για προσβολή δική της. Μα βέβαια, φταίει αυτή που έτσι...
     Όταν τελείωσαν τις επισκέψεις21, η Μόνικα του λέει πιο ήρεμα: – Εκτός αν έτυχε τίποτα στο μεταξύ. Τον είδες τώρα τελευταία;
     Όχι, δε φάνηκε ολόκληρη βδομάδα. Πριν αρρωστήσει ο Αντρέας, τους περίμενε κάθε απόγεμα να βγουν απ’ το γυμνάσιο.
     – Ποιος είναι ο Αντρέας; – κι έπειτα ζωηρεύοντας την ομιλία τον ρωτούσε πώς διασκεδάζουν τις απόκρηες εδώ. Αλήθεια πως την τελευταία Κυριακή οι κύριοι γυρίζουν με αμάξια και πετούν λουλούδια στις κυρίες; Και οι άλλοι; – δηλαδή, να, εσείς τι κάνετε;... Κι αυτοί πετούν λουλούδια; Τι! Κάποιες φορές φασόλια και χαλασμένα αυγά; – Χα-χα-χα! Ξέρω ποιον θάχετε για κάπο.
     Φαινόταν πάλι ξένοιαστη. Στο grand rond22, έτυχε στην promenade23 με το Παπακοκάκι. Άλλαξε πέντε καβαλιέρους και ξαναγύρισε στο μπράτσο του Αλέκου. Τον αποπήρε πάλι: – Τι τρέχει με τον Πιερ; – Α, λέει, σου μίλησε; Άκουσε Μόνικα, δε θα πας βέβαια με το μέρος αυτουνού – κι είπε δυο-τρεις φορές: – Αυτό δε γίνεται, αυτό δε γίνεται... – Φταις εσύ, του κάνει. – Α, φταίω εγώ; Φταίω εγώ; – κι έτρεμε το πηγούνι του.
     Πεισμωμένος, χόρευε ζωηρά σε όλες τις φιγούρες. Όποτε τη συναντούσε απόφευγε το βλέμμα της. Στη chaine24 ένιωσε το χέρι της Μόνικας να σφίγγει το δικό του με κάποια επιμονή. Στο τέλος της καδρίλιας βρέθηκαν πάλι μαζί. Στάθηκε μπροστά του και τον κύτταζε κάτω από τα φρύδια της, παραπονετικά, ωσότου εκείνος χαμογέλασε. Τότε του λέει: – Πάμε να μου τα πεις.
     Η Τερέζα της φώναξε: – Μόνικα, Μόνικα, έλα λοιπόν! Μα εκείνη έκανε πως δεν ακούει και πήρε τον Αλέκο κατά μέρος.
     Της διηγήθηκε όλες τις αφορμές καθώς και το επεισόδιο του Αντρέα. – Έτσι λοιπόν, κάνει εκείνη, αυτός είναι ο Αντρέας. Να μου τον συστήσεις καμμιά μέρα. Γίνηκε πια καλά; – Φαντάζεται, της λέει. Θα του το πει μεθαύριο, τη Δευτέρα, που θα ξανάρθει βέβαια στο σχολείο. Πού θα καθίσουν τώρα για το grand repos;25 – Αδύνατον! Δεν άκουσε; Τη φώναξε η Τερέζα να βοηθήσει στο σερβίρισμα – και καθώς έφευγε του λέει: – Σ’ εσένα λογαριάζω για όλα...
     Έπειτα γύρισε πίσω μια στιγμή και λέει κυττάζοντάς τον μες στα μάτια: – Ο Θεός μας έδωσε όλη τη γη κι όλο τον κόσμο ν’ αγαπούμε, μια όμως κι έχομε στενή καρδιά... Σ’ εσένα μόνο λογαριάζω...
     Κι έτσι γλυκά και μ’ επιφύλαξη του μίλησε με τρόπο που όμως άγγιζε οδυνηρά δίχως ν’ αφήνει αμφιβολίες.
     Από την τραπεζαρία ερχόταν ένα θόρυβος από μαχαιροπήρουνα και πιατικά. Η κυρία Μοντεκούκουλι έδινε διαταγές. Τα ζευγάρια έψαχναν για θέση στις γωνιές ή γύρω σε μικρά τραπέζια και άλλοι στη βεράντα κάτω από τα φυλλόδεντρα και πλάι στις μπεγκόνιες. Μερικοί προτίμησαν τη σκάλα, έξω στο χωλ. – Το νου σας μην ανεβούν και στις κρεββατοκάμαρες, λέει κρυφά στις υπηρέτριες η κυρία.
     Ο Αλέκος βρέθηκε απομονωμένος, απίστευτα μακρυά, ξένος εκεί μέσα. Φαίνεται πως στο μεταξύ τόσκασε κι ο Μεμάς.
     Πήγε και στάθηκε μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Πρέπει να κάνει κρύο έξω. Τα τζάμια είναι κρυσταλλιασμένα και θαμπά. Κροτάλισε τα δάχτυλά του πάνω στο γυαλί: – Σ’ εσένα μόνο λογαριάζω... Η ψύχρα του υπαίθρου διαπερνούσε το γυαλί και ανακούφιζε το πρόσωπο. Τι ωραία που θάταν έξω στον καθαρό αέρα.
     Μια επιθυμία να φύγει, να περπατήσει όσο μπορεί μακρυά θάφτανε την αυγή στο κτήμα την ώρα που ο ουρανός φαίνεται σα να κατεβαίνει. – Θεία Φίλις, θεία Φίλις... Θα του μιλούσε όπως εκείνη ξέρει να μιλά: – Κοίταξε, το ανθάκι τούτο δεν έχει ούτε ρίζα ούτε το τέλος του θάναι καρπός. Φύτρωσε μόνο για να τ’ αγαπήσομε...
     Σκούπισε το γυαλί με το μανίκι του. Η νύχτα καθρέφτιζε τα φώτα, το πάνε κι έλα μέσα στο σαλόνι και τη Βερενίκη που περνούσε πίσω του μαζί με την Τερέζα.
     – Γιατί δεν ήρθε ο Λοΐζος; του λεν αυτές.
     – Αφήστε με ήσυχο! τους κάνεις εκνευρισμένος.
     – Τι τρόπος είν’ αυτός; τον μάλωσε η Βερενίκη.
     Η Τερέζα του λέει: – Μη στέκεσαι μονάχος. Έλα μαζί μου... Τρέχα, σε περιμένει, κάνει της Βερενίκης κι έδειξε με το μάτι τον κύριο Λεπάντε.
     Αντάμωσαν τη Μόνικα όπως βιαζόταν προς το χωλ με μια πιατέλα κρύα φαγητά στο κάθε χέρι. – Χμ, χμ, ξερόβηξε η Τερέζα, και καθώς εκείνη κοντοστάθηκε πήρε μια στάση σα να παίζει όπερα και λέει τραγουδιστά ενώ αεριζόταν με τη γιαπωνέζικη βεντάλια: – Dove è, dove è? Cosa fà, cosa fà?26...
     Μια υγρή γυαλάδα έλαμψε στη ματιά της Μόνικας.
     – Δεν πρέπει, δεσποινίς Τερέζα..., είπε ο Αλέκος.
     Τον παράτησε ορθό μπροστά σ’ ένα γεμάτο πιάτο. Πλάι εκεί, ο ηλικιωμένος κύριος που γελούσε δυνατά στην παντομίμα κουτσόπινε μ’ εκείνον που είχε διευθύνει τις καδρίλιες. Διέκοψε για μια στιγμή την ομιλία να προσφέρει τσιγαρέττα. Έπειτα ξανάρχισε:
     – Της βρίσκετε κάποιο μυστήριο; Τι λέτε!... Ακόμη κι αν φορούσε, τη μια πάνω στην άλλη, τις εκατό εκείνες μάσκες που έστειλε για δώρο στον Τσέζαρε Μπόρτζια η Ιζαμπέλλα ντ’ Έστε...
     Ο άλλος κάτι του ψιθύρισε και γέλασε ο πρώτος: – Vous êtes un polisson27 – κι έφερνε πάλι βόλτα με το μάτι τα σαλόνια.
     – Να μια εξαίρεση, του λέει πάλι. Εκεί, πλάι στην πόρτα. Ετούτη δυσκολεύομαι να την ταξινομήσω. Κυττάχτε την...
     Δεν φαίνουταν το πρόσωπο. Στηρίζοντας τον ώμο ελαφριά στο κούφωμα της πόρτας, είχε το ένα μπράτσο διπλωμένο και πάνω του ριχμένη την ουρά της φούστας. Το ύφασμα γυάλιζε ασημί στο φως και όσο κατέβαινε προς τη σκιά ο τόνος άλλαζε θαμπόγκριζος, πρασινωπός. Γύρω της ακινητούσε μια εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα. Κάποιος μιλούσε. Ο άλλος ώμος έγερνε λίγος αριστερά, συγκρατημένος, θαρρείς κι αυτός προσεκτικός ν’ ακούει.
     – Έχει μια χάρη μυστηριακή, εξακολούθησε ο κύριος με το μαύρο φράκο. Είν’ ένα σύμβολο... Αλήθεια, τι να παρασταίνει μια γυναίκα που στέκεται ακουμπισμένη στο κούφωμα της πόρτας και ακούει;... Ας μη χανόμαστε σε υποθέσεις, είναι το σύμβολο της γυναίκας που ξέρει ν’ ακούει – δεν είναι δα και λίγο!
     – Φαντάζομαι πως το μοντέλλο θα επιθυμούσε να μοιάζει στο πορτραίτο που της φτιάξατε...
     Η Τερέζα έφτασε βιαστική και λέει: – Πάπα, λείπει τίποτα; Μια στιγμούλα, κάνει στον άλλο κύριο. Θάρθω σε λίγο να σας πάρω. Η σινιορίνα Κάλλια θα μας δείξει κάποιο νέο χορό, το ουάν στεπ. Λοιπόν, σε λίγο.
     – Πάλι θα χορέψουν..., μονολόγησε ο πατέρας της.
     Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του άλλου:
     – Δεν το παρατηρήσατε κι εσείς; του λέει. Παντού, σ’ όλο τον κόσμο χορεύουν οι γυναίκες. Κυττάχτε, να, έτσι στον αέρα τα πόδια τους σα ροδοπέταλα και σιγογέρνουν ελαφριά με απαλό ρυθμό – λες είναι κοιμισμένες σκέψεις ομορφιάς... Απ’ όπου κι αν περάσουν, πάντα, κάποιο κεφάλι αντρίκειο κυλάει στα πόδια τους μπροστά. Ξέρετε τι σημαίνει;... Σκοτώνουν τη σοφία εκείνη που είναι σοφότερη από τη γνώση... Μαραίνεται η ομορφιά – η πιο ενδόμυχη από την ομορφιά που νιώθουν οι αισθήσεις μας. Έτσι αφανίζουν τα όνειρά μας!... Και μας λεν αθώα: – Τι ψάχνετε ψηλότερ’ από μας; Εμείς δεν είμαστε η πραγματική ομορφιά; Η μόνη;... Ας μην τις αδικούμε όμως περισσότερο απ’ όσο πρέπει: η ομορφιά είναι ομορφιά – κι ακόμη αν μας σκοτώνει...
     – Είστε ποιητής, του χαμογέλασε ο άλλος.
     – Στα νιάτα μου είχα κάποια κλίση. Όμως τούτο εδώ ήταν ιδέες κάποιου συμμαθητή μου Εγγλέζου... Ακούστε και το τέλος. Είναι ο ξορκισμός εκείνου που δειλιάζει μπροστά στον κίνδυνο της ομορφιάς – και βέβαια του έρωτα:
    
     Χορεύετε, χορεύετε, ω θυγατέρες της Ηρωδιάδας...
     Αλλά χορεύετε, παρακαλώ σας, έτσι που από μακρυά
     ν’ ακούω το χορό σας πιο κούφιο κι απ’ το θρόισμα
     του τελευταίου πέταλου που πέφτει από ’να ρόδο28...
    
     – ...Τον έλεγαν Αρτούρο Σάιμονς, είπε στο τέλος.
     Μέσα στην κίνηση που γίνηκε για το χορό της σινιορίνας Κάλλια, ο κύριος Μοντεκούκουλι πρόσεξε τον Αλέκο εκεί πλάι.
     – Δεν άγγιξες το πιάτο σου μικρέ, του λέει. Δεν είν’ εδώ κι ο γυιος μου να σου κρατήσει συντροφιά: τον τιμώρησε η μαμά του να μην κατέβει στα σαλόνια. Θέλεις να πας στην κάμαρά του;... Περσεφόνη, οδήγησέ τον στην κάμαρα του κύριου Γκαετάνο.
     Η Μόνικα πρόσφερνε μανταρίνια και μπανάνες στα ζευγάρια που καθότανε στη σκάλα. – Δεν είμ’ ελεύθερη ακόμη, αποκρίθηκε στην παρακλητική ματιά του Αλέκου.
     Βρήκε το Γκαετάνο ξαπλωμένο στο κρεββάτι μπρούμυτα να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο.
     – Si accomodi29, του κάνει αυτός και ανασήκωσε τη μέση του. Σε θυμούμαι κάτω. Είχες περικεφαλαία! Δε φορούσες χάρτινο τρικαντό. Πώς τα κατάφερες!
     Έτσι, ξαπλωμένος και λιγνός, έδειχνε πιο μακρύς ακόμα. Τα κεριά, πάνω στο κομοντίνο, έριχναν τη σκιά του λοξόμακρη στον τοίχο, λίγο τρεμουλιαστή. Χάδευε με τα δάχτυλα το δεμένο εξώφυλλο του βιβλίου. Δίπλα στο αυτί και κάτω από το πηγούνι γαλάζωναν οι φλέβες τη λεπτή και τεντωμένη επιδερμίδα.
     – Δεν έβγαλες το ράσο; ρώτησε ο Αλέκος.
     – Όχι, γιατί;
     – Σ’ εμάς – του λέει και κόμπιαζε – σ’ εμάς δεν επιτρέπεται... το καρναβάλι...
     Ο Γκαετάνο διαμαρτυρήθηκε. Δεν είναι μασκαράτα, τόχει τάξιμο – θα το βγάλει πάνω στο χρόνο. Τάχτηκε, του λέει, για κάποιο περασμένο περιστατικό. Όποτε του ερχότανε στο νου τον τυραννούσε η συνείδησή του κι έτρεμε την ημέρα της οργής – dies irae... dies irae30...
     Ένωσε τις παλάμες του ακουμπώντας του αγκώνες στο κρεββάτι και ψιθύρισε: – Requiem aeternan dona mie, Domine31... Καταλαβαίνεις τα λατινικά;
     Βέβαια, πάει δεύτερος χρόνος που μαθαίνει στο γυμνάσιο λατινικά. Με την αφορμή αυτή μίλησαν για τα μαθήματα. Ο Γκαετάνο τελείωσε το κολλέγιο από πέρσι. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα φύγει στο εξωτερικό, ίσως στην Αγγλία, εκεί που σπούδαζε ο πατέρας του. Ως τότε θάχει βγάλει και το ράσο. – Κυττάζεις τα ποδάρια μου; ρώτησε τον Αλέκο. Τα σαντάλια τα συνήθισα και δεν κρυώνω.
     Του εξήγησε πως το πιο δύσκολο ήταν το ράσο. Το φορεί κατάσαρκα και η τρίχα του ερεθίζει το κορμί.
     – Κύττα, του κάνει.
     Πετάχτηκε ορθός και ανασήκωσε το ράσο του ως τη μέση.
     – Ναι, λέει ο Αλέκος και κύτταζε αλλού.
     – Βλέπεις, την αμαρτία μου τη νιώθω και τιμωριέμαι μοναχός μου.
     Δεν ήταν αδικία που τον τιμώρησαν απόψε γιατί γελούσε ο πατέρας του; Όλα μπορεί να τα υποφέρει εκτός απ’ τις παραφωνίες. Φταίει κι ο Πιερ που έβαλε λόγια πως χάλασε την παντομίμα...
     – Είναι φίλος σου ο Πιερ;
     Λόγο με λόγο διηγήθηκε ο Αλέκος το ιστορικό της έχθρας με τον μικρό Παπακωστόπουλο, την τελευταία σπιονιά για την αντλία, την ανανδρία του Πιερ, πως χτύπησε ο Αντρέας...
     – Είσαστε παλληκάρια, λέει ο Γκαετάνο. Έχετε τουφέκια; – κι έδειξε μια καραμπίνα κρεμασμένη στη γωνία. – Χτυπάει με βόλι.
     – Είσαι κυνηγός; ρώτησε ο Αλέκος.
     – Όχι, δεν πήγα ακόμα στο κυνήγι.
     – Τι την χρειάζεσαι λοιπόν;
     – Για τα φαντάσματα και για τις γάτες, του κάνει εμπιστευτικά.
     Ξεκρέμασε την καραμπίνα και την έφερε κοντά στο φως. Χραπ-χραπ, την ανοιγόκλεινε κάτω απ’ τη μύτη του Αλέκου. Η μυρωδιά του χάλυβα τρύπωσε στα ρουθούνια του. Τραβήχτηκε λιγάκι με μια κίνηση ένστικτη.
     – Για να δούμε, μπορεί νάρθει κι απόψε ο κοκκινοτρίχης, είπε ο Γκαετάνο.
     Σκούπισε με το χέρι του το τζάμι και προσπαθούσε να κυττάξει έξω: – Δε διακρίνω τίποτα, φταίει το φως.
     Φύσηξε τα κεριά, το ένα μετά το άλλο. Στα σκοτεινά, ο Αλέκος άπλωσε το χέρι του για ν’ ακουμπήσει κάπου. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το κρύο μέταλλο της κάννας πάνω στο κρεββάτι. Τ’ αποτράβηξε με ρίγος.
     – Άδικα, δεν μπορώ να δω. Έχεις σπίρτα ν’ ανάψω τα κεριά; Τι, δεν καπνίζεις; Ούτ’ εγώ. Πάω να ψάξω κάτω στην κουζίνα.
     Σαν έμεινε μονάχος ο Αλέκος προχώρησε ψηλαφητά ως το παράθυρο και άνοιξε το τζάμι. Μια ψυχρή ακίνητη πνοή του άρπαξε το πρόσωπο. Μαυρίλα και ησυχία μέσα στο περιβόλι. Δεξιά, το φανάρι του δρόμου βάζει μια θαμπόλευκη αχλή πίσω από τα κλωνιά που ξεπερνούσαν το μαντρότοιχο. Ευκάλυπτοι δεν ήταν;... Κάπου εκεί, πιο πέρ’ ακόμα, ίσως κρυμμένοι από το σπίτι, κουρνιάζουνε στα σκοτεινά οι μενεξέδες... Τι γαλήνη! Θεέ μου, νάναι πάντα έτσι, όλος ο κόσμος να ζει μέσα σε τέτοια μια γαλήνη και πάνω απ’ όλα να χαμογελάει ένα προσωπάκι. Όλα να μένουν έτσι, όπως τη στιγμή ετούτη, να μη σαλέψει τίποτα κι ούτε να διαλύσουν οι ελπίδες, έτσι θαμπές και ασάλευτες να μένουν – τι περισσότερο από το λίγωμα ετούτο στην ψυχή;... Θεέ μου, να μεγαλώσει και η καρδιά μας για να χωράει όλη σου την πλάση, όλους τους ανθρώπους...
     Μια βαθειά ανάσα του φούσκωσε το στήθος. Κύτταξε ψηλά. Πάνω από τα δέντρα τρεμόσβηναν τα φώτα ενός χωριού στη χαμηλότερη πλαγιά του Άκορφου, σκόρπια, έτσι σα νάγραφαν άγνωστα λόγια με ακατάληπτα ψηφιά. Άραγε λένε τίποτα καλό;... Η ράχη του βουνού χανόταν μέσα στο σκοτάδι τ’ ουρανού. Κάτι μεγάλ’ αστέρια – έξη εφτά, οχτώ – γέρνουν λοξά όλα μαζί σα να παραμονεύουν, στήνουν θαρρείς καρτέρι κάτι ν’ αρπάξουν και να φύγουν, να χωθούνε μέσα στη σπηλιά της νύχτας.
     Ζάρωσε τους ώμους και γύρισε την πλάτη στο παράθυρο. Να, έρχεται ο Γκαετάνο. – Εσύ ’σαι Γκαετάνο; φώναξε ζωηρά κι έμεινε κυττάζοντας την πόρτα.
     Λάθος. Είναι η φασαρία κάτω στα σαλόνια. Τελείωσε ως φαίνεται το grand repos – πάλι θ’ αρχίσει η μεγάλη ανησυχία;... Στα σκοτεινά παραμορφώνουνται οι ήχοι. Να, και το πιάνο ακούεται αλλόκοτα όπως σφυροκοπά... Το φλάουτο κακαρίζει και τα βιολιά τρίζουν σαν τα σκοινιά που κάποιο βάρος τα τεντώνει. Θεέ μου, να σταματήσουν όλα τη στιγμή ετούτη, να μην αλλάξει τίποτα στον κόσμο...
     – Τι φώναζες; λέει ο Γκαετάνο τρίβοντας ένα σπίρτο. Σ’ άκουσα στην κουζίνα, λίγο ακόμα να με πιάσουν.
     – Μη και τα τρία κεριά! Θα φέρεις γουρσουζιά!
     – Πφ! Άσε να φέγγομε. Δες τι σου φέρνω.
     Έβγαλε κάτω από το ράσο του μια μισογεμισμένη μπουκάλα της σαμπάνιας και δυο ποτήρια του νερού. – Δεν είναι άσκημη, του λέει. Πιες να δεις. Πιπερίζει σαν γκαζόζα. Εγώ δοκίμασα κιόλα.
     Ξαναδοκίμασε μαζί με τον Αλέκο.
     – Θα κατέβω στα σαλόνια, του λέει αυτός γλείφοντας τα χείλια του.
     Τι! Θα τον αφήσει! Τέτοιος φίλος είναι;... Με μια πλατειά χειρονομία του έδειξε απ’ το παράθυρο τη νύχτα: – Έλα να ρεμβάσομε και να ξεχάσομε πως ζούμε...
     – Αχ, κάνει ο Αλέκος. Καλύτερα νάχαμε ξεχάσει αυτά που ονειρευτήκαμε... Τι περίεργο! Μου έρχουνται κάτι παράξενες ιδέες... Το σκέφθηκες ποτέ σου Γκαετάνο; Τα όνειρα λες νάναι μια εικόνα της ζωής – ή μήπως πλάθομε όπως-όπως τη ζωή μας πάνω στα όνειρά μας;...
     – Χμ, με μπερδεύεις. Είναι σαν την κότα με τ’ αυγό...
     Τα δυο αγόρια έβαλαν τα γέλια. Έπειτα ο Αλέκος τεντώθηκε:
     – Δεν ξέρω, υποψιάζομαι πως πρέπει να υπάρχουν στη ζωή πράματα εξαίσια, σαν όνειρα χειροπιαστά...
     – Και τ’ άλλα, τ’ άλλα; λέει ο Γκαετάνο κι έδειξε το ράσο του... Δεν σου τελείωσα για τα μερμήγκια – mea culpa, mea culpa32. Ξέρεις τις μερμηγκοφωληές στα περιβόλια...
     Με λόγια και χειρονομίες του διηγήθηκε την αμαρτία του, γι’ αυτήν που τώρα μετανοιώνει και παιδεύεται. Τοποθετούσε πλάι στη φωλιά τους ένα βώλο ζάχαρη και παραφύλαγε να βγουν. Σε λίγο, πέφτανε σα σύννεφο. Μια μαύρη μάζα. Τότε – mea culpa, mea culpa – με μια μεγάλη πέτρα τάκανε ζούπα όλα μαζί έτσι, πάνω στη γλύκα... – Και είπα: πρέπει να κάνω πράξη συντριβής, τίποτα κρυπτό δε μένει, judex ergo cum sedebit quidquid latet apparebit33...
     – Γκαετάνο, δε θα σ’ αφήσω, ενθουσιάστηκε ο Αλέκος κρατώντας το ποτήρι του αδειανό. Είσαι μεγάλος! Έχεις ψυχή! – Κι έσφιγγε με τα δάχτυλα του άλλου χεριού την τραχιά τσόχα του ράσου. Γκαετάνο! Με θες για φίλο σου;
     – Στη φιλία μας! του λέει ξαναγεμίζοντας τα δυο ποτήρια.
     – Θα μου δανείσεις και βιβλία; Τι βιβλίο διάβαζες προτήτερα;
     – Ένα βιβλίο γεμάτο αγάπες κι αίματα...
     – Αίματα;...
     Το πήρε και το άνοιξε στην τύχη. Το μάτι του στάθηκε μια στιγμή πάνω στους τοίχους. – Καταλαβαίνω τι θα πουν, του λέει. Όλα τα καταλαβαίνω απόψε, όλα... Σ’ αρέσει να διαβάζεις παραμύθια; Τα παραμύθια είναι σαν τα όνειρα, είναι η ψυχή μας, η ψυχή μας, η αγάπη... Πες μου, δεν είναι αμαρτία ν’ αγαπάς;
     Ο Γκαετάνο έδειξε το μέρος της καρδιάς: – Έτσι ε; του κάνει.
     – Γκαετάνο, απόψε βλέπω καθαρά... Να, βλέπω τη ζωή μπροστά μου – τι όμορφη που είναι η ζωή, Γκαετάνο!... Δυο πράματα μονάχα μου μένουνε να μάθω: τον έρωτα και το μεθύσι... Μέθυσες ποτέ σου;... Ούτ’ εγώ!
     – Σώπα, του λέει. Άκου! Νάτος πάλι ο κόκκινος – κι έκανε να πάρει το τουφέκι.
     – Μην τ’ αγγίζεις! Όχι απόψε! Και τον κρατούσε απ’ το μανίκι. Μην χαλνάς την ησυχία... Να δεις πόσο ήσυχα είν’ έξω!
     Έπειτα λέει: – Πώς νάναι άραγε σαν αγαπάς... Ξέρεις πώς θάναι; Κάτι θαρρείς πως ξεχειλάει μέσα σου, δεν ξέρω πού, βαθειά, μέσ’ από την ψυχή... Γκαετάνο, πάω κάτω να χορέψω. Θα χορέψω μ’ εκείνη που αγαπώ, με τη γλυκειά μου Βίβα, με τη Βίβα Μόντεφελτ...
     Σταμάτησε και τον ρωτάει σοβαρά: – Τι όνομα σου είπα: Βλέπεις πως ξέρω τι μου γίνεται... Δεν πάω μοναχός μου κάτω, όλες αυτές σκοτώνουν, όλες αυτές που αγαπούμε μας σκοτώνουν... Μα η ομορφιά είναι ομορφιά – ρώτα και τον πατέρα σου που τόλεγε απόψε...
     – Μην τον πιστεύεις... Άκου με που σου λέω: κάποιες φορές ξεχνάει πως είναι σοβαρός. Να! λέει στήνοντας τ’ αυτί του – ακούς;... Ο κοκκινόγατος! Εμπρός! Τίποτα πια δε με κρατάει!
     Πήρε βιαστικά την καραμπίνα του και πήγε στο παράθυρο.
     – Νάτος! κάνει σημαδεύοντας. Στην περιπλοκάδα, στο μαντρότοιχο... Ίσια εκεί που φέγγει πάνω απ’ το βουνό... Μη με κουνάς!
     Πίεσε τη σκανδάλη – κλικ...
     – Σάκρα!34.... Ξέχασα να γεμίσω!
     Στο ισόγειο, άνοιξε κάποιο παράθυρο με κρότο και ξεχύθηκε απότομα ένα κύμα μουσικής. Ο γάτος ξεγλύστρησε απ’ την περιπλοκάδα.
     – Άκουσε Γκαετάνο, του λέει ο Αλέκος ήρεμα. Δεν μπορώ να σου το κρύψω. Θα πάω κάτω να χορέψω μ’ εκείνη που... Τώρα πια ξέρω να μιλήσω. Θα τα πω ίδια όπως τα διάβασα – κι έδειξε το βιβλίο. Ξέρω να τα πω... martirio... amore... dolore35... Πάμε οι δυο μαζί να της τα πούμε...
     Πάνω από τον Άκορφο το λειψό τέταρτο του φεγγαριού ανέβαινε σα φωτοστέφανος χρυσώνοντας φτερούγες από συννεφάκια. Η ράχη του βουνού φωσφόριζε ασημιά πασπαλισμένη χιόνι. Κάτω, η μουσική σταμάτησε. Κάποιο ζευγάρι στεκότανε στη μπαλκονόπορτα. Έπειτα, ένα βιολί μοναχικό έπαιζε με σουρντίνα κάποιον αργό σκοπό.
     Τα δυο αγόρια είχαν ακουμπισμένους τους αγκώνες στο παράθυρο, ήσυχοι για μια στιγμή και ζαλισμένοι. Ο Αλέκος γύρισε και κύτταξε το Γκαετάνο. Εκείνος έκανε με το κεφάλι του: – Ναι, ναι... – κι έδειξε το φεγγάρι.
     – Κύτταξε, του ψιθύρισε. Μια άγια ψυχή ανεβαίνει από τη γη. Άκου τις ψαλμωδίες... Τη φέρνουν τ’ αγγελάκια στο Θεό, ψηλά εκεί που λάμπει τ’ ασημένιο σύννεφο πάνω απ’ τα σκοτάδια.
     – Δε θέλω να κυττάξω, είπε ο Αλέκος κι έσκυψε το κεφάλι.
     Άφησε το παράθυρο απότομα κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Σκέπασε τα μάτια του με τις γροθιές: – Δε θέλω να κυττάζω, δε θέλω να κυττάζω...
     Η ουράνια κόγχη περίμενε ανοιχτή. Ίσκιοι πλατειοί από φτερούγες ανοιγόκλειναν πάνω στη γη... Τα γόνατα του Γκαετάνο γδούπησαν χάμω στο σανίδωμα. Η φωνή του βγήκε παράταιρη, συρτή, σαν ξεγδαρμένη:
     – Oro supplex et acclinis... gere curam mei finis... qui salvandos salvas gratis, salva me fons pietatis36...
     – Σώσον με πηγή αγάπης, πρόφερε τσεβδά ο Αλέκος...
     Ένας παληάτσος βγήκε στο περιβόλι και φώναξε: – Ποιος είναι στο παράθυρο;... Έβγαλε το σκούφο του με τα κουδούνια και τον πέταξε ψηλά. Χτύπησε στον τοίχο κάτω από το παράθυρο και ξανάπεσε στο περιβόλι κουδουνίζοντας.
     – ... Confutatis maledictis... flammis acribus addictis37...
     Μπέρδευε τα λόγια, τ’ ανακάτωνε. Στο τέλος, μάσησε κάμποσα: – Agnus Dei... peccata mundi requiem sempiternam38...
     – Αμήν, είπε ξοπίσω κι ο Αλέκος. – Έλα, πάμε κάτω να γλεντήσομε...
     Ο Γκαετάνο σηκώθηκε με κόπο. Για να στηλωθεί ακούμπησε στον τοίχο, πλάι στον Αλέκο: – Εγώ δεν κάνει, του λέει και κουνούσε το χέρι του δεξιά-ζερβά. Δεν κάνει!... Θα με μαλώσουν...
     – Εγώ είμ’ εδώ για σένα... Δεν είμαι φίλος σου;...
     Κάποιο τραίνο νυχτερινό έσερνε μια βραχνή φωνή, κάπου μακρυά.
     Κρεμάστηκε πάνω στο Γκαετάνο. – Μη μ’ αφήσεις μοναχό... Δεν πάω κάτω μοναχός...
     Πιάστηκαν μπράτσο κι ακουμπώντας μια στο κρεβάτι μια στις καρέκλες βγήκανε στο διάδρομο. Κατέβηκαν τη σκάλα με βαριά πατήματα.
     – Κύτταξε το φεγγάρι! λέει ο Αλέκος. Να, έτσι να κάνω θα το πιάσω... Πώς στρογγύλεψε!
     Στο χωλ έφεγγε μονάχα ένας γλόμπος. Μέσα στο σαλόνι κάποιος βροντούσε στο πιάνο ένα ζωηρεμένο pas de quatre39. Κάθε τόσο φαινότανε από το κούφωμα της πόρτας δυο αντρείκελα να κρατούνε χέρι και να χτυπούν με δύναμη τα πόδια στο παρκέτο – τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα-τα – διαγράφοντας χειρονομίες ασουλούπωτες πίσω από τις ίδιες τους σκιές πάνω στον τοίχο αντίκρυ. Κάποιο γέλιο τρεμουλιαστό αντηχούσε. Μια γυναικεία φωνή σα νάκανε πως τραγουδά...
     – Για δες αυτόν που σκύβει πάνω από κείνη εκεί – έδειξε ο Γκαετάνο... Τα δυο νευρόσπαστα... Θαρρείς πως είναι κουρντισμένοι...
     – Χα-χα! γέλασε ο Αλέκος. Να ο κόκκινος κούκλος, ο ψηλός... αυτός που βγήκε να καπνίσει... Τον είδα πριν σε μια γωνιά με... τη Βερενίκη...
     – Όλοι ξεμασκαρεύτηκαν... Ξανάγιναν φαντάσματα, γι’ αυτό δεν κάθουνται ήσυχοι σε μια μεριά... Νάχαμε το τουφέκι μου!
     Ξαφνικά, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Βγήκαν μερικοί στο χωλ: Ποιος ήρθε τέτοια ώρα;... – Α, ο κύριος Παπακωστόπουλος!... – Ναι, ο γιατρός. – Γιατί αργήσατε, γιατρέ;...
     Έμπασε μαζί του, μέσα στα ρούχα του, την παγωνιά της νύχτας.
     – Γιατρέ, ωραία μας την καταφέρατε! Είναι μία η ώρα, είπε η κυρία Μοντεκούκουλι.
     Εκείνος δικαιολογήθηκε. Του έτυχε κάποια επείγουσα δουλειά. Δε βλέπουν; Δεν πρόφτασε ούτε να ντυθεί... Να μείνει λίγο; Αδύνατον! Δε στέκεται στα πόδια του από την κούραση. Πού είναι ο Πιερ;... Κοιμήθηκε στον καναπέ; – Πιερ, είναι αργά για σένα, πάμε. Τα παιδιά πρέπει να φυλάγουνται, δεν ξέρεις τι συμβαίνει...
     – Γιατρέ, και η κυρία; Γιατί δεν ήρθε η κυρία;
     Η γυναίκα του; Τον περίμενε για νάρθουν στο χορό μαζί ώσπου την πήρε ο ύπνος... Πέρασε πρώτα μια ματιά στο σπίτι. Σαν είδε πως δε γύρισε ο Πιερ πετάχτηκε ο ίδιος...
     Τον συνόδεψαν ως κάτω κι εκεί στάθηκαν πάλι και κουβέντιαζαν με χαμηλή φωνή. Ακούστηκαν δυο τρία: – Για φαντάσου!... Ποιος θα τόλεγε!...
     – Κυρίες μου, το νου σας στα παιδιά, είπε στο τέλος ο γιατρός και κλείστηκε η πόρτα.
     Ο Γκαετάνο κι ο Αλέκος στεκότανε μισοκρυμμένοι πίσω από τα κάγκελα της σκάλας.
     – Ουφ! Σα να μου πέρασε, κάνει ο Γκαετάνο βάζοντας το χέρι του μπροστά στο στόμα.
     – Τον είδες; λέει ο Αλέκος. Μούριχνε ματιές... Όλο μιλούσε με τη Βερενίκη ο σπιόνος... Τάχει μ’ εμένα, ε; – κι έκανε μια χειρονομία: – Θα δεις!...
     Χλώμιασε απότομα κι έβαλε το χέρι πάνω στο στομάχι.
     – Πώς πας; τον ρώτησε ο Γκαετάνο.
     Δίχως ν’ αποκριθεί, κάθησε στο σκαλοπάτι κι ακούμπησε το μάγουλο στο κάγκελο. Από πάνω του στεκότανε ο Γκαετάνο. Είχε σηκωμένη και τη μυτερή κουκούλα στο κεφάλι του.
     – Ποιος έπαιζε βιολί;... ρώτησε ο Αλέκος μελαγχολικά.
     – Βιολί;... Α, ναι, θάταν η Μόνικα. Τότε που κράζαν τα κοκόρια.
     – Όχι, του λέει, σφύριζε το τραίνο... Έπαιζε τόσο εύθυμα και θλιβερά μαζί...
     Έφευγαν κι άλλοι και τους ξεπροβόδιζαν:
     – Καληνύχτα, καληνύχτα... Au revoir Madame... Arrivederla40...
     Οι νεράιδες του πολυέλαιου γυάλιζαν ιδρωμένες κάτω από τα γκάζια. Σα να κούτσαινε λίγο η Μόνικα. Πήγαινε κουνιστή και αργή μέσα στο φραουλί φουστάκι, σα γυναικούλα κάποιες ώρες πρωινές. Το τούλι είχε χάσει τη φρεσκάδα του, έπεφτε γύρω της τσαλακωμένο και κρέμαγε από τη μια μερηά.
     Το παρκέτο έχει θαμπώσει, σπαρμένο με τα πατημέν’ απομεινάρια των χαρτιών από καπέλα κι από κράκερς. Όχι, δεν κούτσαινε η Μόνικα. Μόνο το ένα πόδι στραβοκανιάζει προς τα μέσα την τελευταία στιγμή, σαν ακουμπάει χάμω.
     – Μόνικα..., της λέει από μακρυά κι έκανε να σηκωθεί.
     Του έγνεψε φιλικά: – Τι γίνηκες!... Έπειτα λέει: – Μια στιγμή. Με κόβει αυτό εδώ – κι άγγιξε το γοβάκι πίσω, πάνω από τη φτέρνα. – Πάω να βάλω λίγο μπαμπάκι.
     Ο Αλέκος ξανάκανε να σηκωθεί. Του ήρθε λόξιγκας κι έπιασε πάλι το στομάχι του.
     – Χμ, χμ..., έκανε ο Γκαετάνο. Τον πήρε από τις μασχάλες, τον σήκωσε – κι έτσι κρατώντας τον από το μπράτσο τον πήγε στην κουζίνα.
     Όταν ξαλάφρωσε του έδωσαν να πιει καφέ. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και δακρυσμένα. Καθότανε σε μια καρέκλα στην κουζίνα και κύτταζε μπροστά του. Ξαφνικά, έριξε γύρω μια ματιά και ρώτησε: – Πού είν’ ο Γκαετάνο;... Γκαετάνο, κανένας να μη μάθει τίποτα, κανένας! Ακούς Γκαετάνο, κανένας! Θέλω να μου το υποσχεθείς, ούτε η Βερενίκη ούτε κανένας άλλος... Γκαετάνο, τι θα γίνω!
     – Έλα, του λέει, νίψου τώρα. Τι κάνεις έτσι;...
     – Όχι Γκαετάνο, πρέπει να μου το υποσχεθείς... Δεν ξέρεις Γκαετάνο...
     Κάποιος μπήκε στην κουζίνα και λέει στην καμαριέρα: – Πες μέσα πως ήρθε το αμάξι.
     Απ’ το σαλόνι ακουγότανε μια γυναικεία φωνή: – Το manchon41 μου... Μήπως είδατε το manchon μου; – κι έπειτα πάλι: – Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα... – κι όσο πήγαινε απομακρυνόταν.
     – Γλεντήσαμε όμως ε;... λέει του Γκαετάνο αφού νίφτηκε. Λες να το πήρε είδηση ο γιατρός την ώρα που;...
     – Αλέκο! Αλέκο! Πού είναι ο Αλέκος; φώναζαν έξω.
     Βγήκαν με τρόπο οι δυο τους από την κουζίνα και έκαναν τον αδιάφορο.
     – Αλέκο, έλα λοιπόν! είπε η Βερενίκη. Μείναμε τελευταίοι για να σε ψάχνω.
     Τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι: – Τι έχεις; Είσαι άρρωστος;
     – Όχι, της λέει, λιγάκι κουρασμένος.
     – Έχεις χάλια. Δεν είναι άλλη φορά να ξενυχτάς.
     Στο βεστιάριο, τον πρόφτασε η Μόνικα.
     – Σε γύρευα, του λέει. Θα ξανάρθεις;... Πότε θα ξανάρθεις; Μην ξεχνάς, πρέπει να κάνεις την επίσκεψη μέσα σε μια βδομάδα...
     Έτσι είναι το σωστό, του λέει. Όταν σε καλέσουν, είτε πας είτε δεν πας πρέπει να κάνεις την επίσκεψη μέσα σε μια βδομάδα.
     – Και βέβαια, της λέει, το ξέρω.
     – Ναι, βέβαια... Να μην ξεχάσεις όμως να του πεις... Πρέπει νάρθει κι εκείνος... Έτσι είναι το σωστό...
     – Α, ναι..., της λέει και την κύτταζε. Δε θα ξεχάσω να το πω...
     – Μα νάρθεις βέβαια κι εσύ, το λέω και για σένα.
     – Ευχαριστώ...
     Η Βερενίκη περίμενε στην πόρτα. – Τι γίνηκε ο Αλέκος; Αλέκο! Αλέκο!... Κάνει ένα κρύο!
     – Να τυλιχτείς καλά, της φώναξε η Τερέζα. Έχετε αμάξι;
     – Όχι, θα περπατήσομε. Το αμάξι μπάζει από τα τζάμια και κρυολογούσε πιο πολύ.
     Βγήκε και η κυρία Μοντεκούκουλι στο χωλ. – Ναι, λέει. Πήρα κι εγώ προχθές ένα συνάχι! Ευτυχώς έχω μια συνταγή σπουδαία, όποτε τη χρειαστείτε...
     – Αλέκο! Ήρθες επί τέλους!... Καληνύχτα, καληνύχτα...
     – Καληνύχτα Βερενίκη, καληνύχτα...
     – Τερέζα, καληνύχτα. Μην ξεχάσεις, την Τετάρτη...
     – Ναι, καληνύχτα, καληνύχτα.
     – Καληνύχτα...
     Ο Αλέκος τραβούσε το μανίκι της. – Τι με τραβάς; του κάνει. – Τι σούλεγε ο γιατρός; της λέει σιγανά. Όλο με κύτταζε και σου μιλούσε. Τι σούλεγε; – Θα σου το πω στο σπίτι. Πες καληνύχτα να πηγαίνομε. – Όχι, θα μου το πεις αμέσως! – Αλέκο! – Θέλω να μου το πεις! – Ουφ! κάνει. Δεν είναι ώρα για τέτοια. Επί τέλους να, ο Αντρέας... Ναι, του λέει κουνώντας το κεφάλι θλιβερά. Έλα τώρα, είπες καληνύχτα; – Πότε; Χθες; – Όχι, απόψε. Πριν από μια ώρα. Έλα, μην κάνεις έτσι! Έχεις μαντίλι;... Εσύ νάσαι καλά. Πες καληνύχτα...
     Έτρεξε στη Μόνικα και την πήρε κατά μέρος:
     – Ο Αντρέας που σου έλεγα... Ναι, σήμερα τη νύχτα, πριν από μια ώρα... – Γι’ αυτό λοιπόν..., έκαν’ εκείνη. Ευχαριστώ Αλέκο. Καληνύχτα, να θυμηθείς εκείνο!... Καληνύχτα!
     Κάτω από τα γκάζια της εισόδου, τα πρόσωπα ολωνών έδειχναν πιο χλωμά.
     – Τι είναι; είπε η Βερενίκη και αφιγκράστηκε ψηλά.
     – Τίποτα, ψέλνει ο Γκαετάνο...
     – Αλέκο, είπες ευχαριστώ;
     – Ευχαριστώ πολύ...
     – Καληνύχτα, καληνύχτα...
     – Καληνύχτα Τερέζα, καληνύχτα Μόνικα.
     – Καληνύχτα, καληνύχτα...
     – Καληνύχτα...
     – Καληνύχτα.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Καλησπέρα, κυρία μου».
 
2. «Δύο ζευγάρια Ναπολιτάνοι! Καλώς ήρθατε!»
 
3. «Έτσι είσαι ωραία».
 
4. «Χορός διακοσμημένων και μεταμφιεσμένων...»
 
5. «Μικρέ πυροσβέστη της καρδιάς μου!»
 
6. «Έχετε την καλοσύνη να ξεχάσετε την ύπαρξή μου για λίγα λεπτά...» (J. Joyce, «The Dead», στη συλλογή Dubliners).
 
7. «Έκπληξη!»
 
8. «Στο σηληνόφωτο ο Αρλεκίνος έφυγε».
 
9. «Κατάλαβα, κατάλαβα. Εκτιμάτε πάντα το περιβάλλον σύμφωνα με τη γυναίκα που επικρατούσε εκεί».
 
10. «Είσαι ανόητη!»
 
11. «Μακριά από το χορό».
 
12. «Πολύ κωμικό(ς)».
 
13. «Είναι τόσο κωμικό(ς)».
 
14. «Γιε μου!»
 
15. «Η κωμωδία δεν τελείωσε!» [πρβλ. «τέλειωσε η κωμωδία, Leoncavallo, I Pagliacci].
 
16. «Καδρίλιες! Ετοιμαστείτε για τις καδρίλιες!»
 
17. «Βλέπεις, χρυσή μου! Τράκες! –Ω, τράκες!» [τα crackers, που συνηθίζονται στην Αγγλία τα Χριστούγεννα, είναι χάρτινοι κύλινδροι που περιέχουν τράκες και διάφορα μικροπράγματα, όπως χάρτινα καπέλα, κ.λπ.]
 
18. «Στριφογύρισμα» [φιγούρα στις καδρίλιες].
 
19. «Πιο γρήγορα...»
 
20. «Μένετε, βγαίνετε...»
 
21. Φιγούρα στις καδρίλιες.
 
22. «Μεγάλος γύρος».
 
23. «Περίπατος».
 
24. «Αλυσίδα».
 
25. «Μεγάλη ανάπαυση».
 
26. «Πού είναι, πού είναι; Τι κάνει; Τι κάνει;»
 
27. «Είστε ένας κατεργάρης».
 
28. Από το ποίημα «Χορεύουν οι θυγατέρες της Ηρωδιάδας» (1899) του Άγγλου Arthur Symons (1865-1945)· σχεδόν όλα τα λόγια του κ. Μοντεκούκουλι, από το «Κοιτάχτε, να» μέχρι και το «μας σκοτώνει...», αποτελούν παράφραση του ίδιου ποιήματος.
 
29. «Βολέψου».
 
30. «Ημέρα οργής...» [από το Ρέκβιεμ των Καθολικών].
 
31. «Δος μου αιώνια ανάπαυση, Κύριε... [το me είναι λάθος αντί mihi].
 
32. «Ήμαρτον».
 
33. «Όταν ενθρονισθεί ο Κριτής, ό,τι κρυφό θα αποκαλυφθεί...» [από το Ρέκβιεμ].
 
34. «Να πάρει η ευχή!»
 
35. «Μαρτύριο... έρωτας... πόνος...»
 
36. «Προσεύχομαι και ικετεύω γονατισμένος... φέρε θεραπεία στο τέλος μου... εσύ που σώζεις δωρεάν αυτούς που πρέπει να σωθούν, σώσε με, πηγή της ευλάβειας...»
 
37. «Όταν κατατροπωθούν οι άνομοι και παραδοθούν στις άγριες φλόγες...» [από την «Ημέρα της Οργής»].
 
38. «Αμνέ του Θεού [που αφαιρείς] τις αμαρτίες του κόσμου, [δώσε τους] αιώνια ανάπαυση...» [από το Ρέκβιεμ].
 
39. Είδος χορού.
 
40. «Αντίο σας, κυρία μου... Εις το επανιδείν...»
 
41. Είδος μανικιού.

(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)