Βέβαια δεν πρόκειται παρά για μια σειρά από παιδιάτικα συμβάντα. Σε άλλες εποχές, ακόμα και την εποχή εκείνη, παρασταθήκαμε σε γεγονότα πολύ πιο σοβαρά. Μα στο ξαγρύπνι, το μνημονικό απασχολιέται με τ’ αγαπημένα όντα που η απουσία τους έφερε τη νύχτα.
Τίποτα δεν καταστάλαξε. Οι ιδέες, και τώρ’ ακόμη αναβλύζουν από τα μύχια της καρδιάς σαν προαισθήματα και χτυποκάρδια μ’ όλο που από καιρό έχει συντελεστεί το ακραίο. Αν τα πρόσωπα ήταν λιγότερο αγαπητά, το πολύτιμο δώρο της λησμοσύνης θα μας λύτρωνε από δίκαιες τύψεις. Η μεγάλη αγάπη αποσόβησε το αίσχος της δικής μας απιστίας.
Είναι λοιπόν μια τόσο προσφιλής ανάγκη να διατηρηθούν τα όσα ζήσαμε – ακόμη κι αν τα ζήσαμε σαν θεατές, παίρνοντας μέρος εσωτερικά1 στη δράση;... Ανάγκη πάσα, τη δωδέκατη ετούτη ώρα, να συγχρονίσομε το λογικό με την ευαισθησία. Χασομερήσαμε. Κάποιος πρόλαβε να πει πως τάχα όλα στάθηκαν από τη μοίρα εφήμερα και λογαριάζει για μεγάλη ανοησία το να ευχόμαστε να ήταν διαφορετικά.
Εδώ παίζαμε. Όχι προφήτης – ούτε ζητιάνος γίνεται δεκτός εν τη εαυτού πατρίδι. Σκλήρανε η γη. Άδικα διακονέψαμε για λίγο παρελθόν μέσα σε δρόμους πληκτικούς και τριγυρνώντας σε πλατείες ασφαλτοστρωμένες. Κανένας δεν ξανοίγει να μας δει: μας αγνοούν τα επιφανειακά παράθυρα και οι πόρτες – και φειδωλεύουνται όσο παν οι καμινάδες τον καπνό. Τίποτα δεν κινήθηκε, καμμιά σκηνοθεσία δεν προαπάντησε τον ερχομό μας. Τριγυρνούμε μάταια ελπίζοντας. Όλα συμφώνησαν να μας στερήσουν κάποια ενθύμηση αγαπημένη, κανένας δε μπορεί να δώσει αυτό που δεν κατέχει πια. Μια φευγαλέα εντύπωση δε θα μας ήταν λιγότερο πολύτιμη – αγαπήσαμε τα σχήματα και τις γραμμές που ξεκινούν από τις ρίζες, γύρω τους πλέχτηκε η ψυχή μας.
Ένας κόσμος τυρβάζει ανακατώνοντας ιδέες και αρχές με πλαστικά αξιώματα και στυλιζάρει ελαττώματα σωματικά και άλλα. Τριχωτός, βουβωνικός, φυματικός ο κάκτος, θρονιάζει εφέστιος θεός που ρίζωσε στο βάθρο του. Παθιασμένα σώματα τεντώνονται αντιγράφοντας νωχελικά ένα βασίλειο σιωπής και αναισθησίας.
Ω, ας τραγουδήσομε σε στίχους ομοιοκατάληκτους το μικρό τριαντάφυλλο, το τριανταφυλλάκι – ας πούμε λόγια και φαφλατισμούς για ένα πρώτο χελιδόνι που αποδημώντας έφερε το φθινόπωρο και χάραξε ασπρόμαυρες και γλυστερές καμπύλες στον αέρα.
Αγαπούσε τους μελαχροινούς. Ποιος έχει το δικαίωμα να μειδιάσει;... Ως και τα περιστέρια του Θεού – όλ’ η ζωή, εμένα ρώτα...
Ο God of silence, purifies nos coeurs, purifies nos coeurs. Χάσαμε τον πιο άξιο σύντροφό μας.
Ο God of the waters, purifies nos coeurs, purifies nos coeurs2. Αγαπούσε τα καράβια και τους μακρυνούς γιαλούς.
Εδώ παίζαμε. Οι ανεμόμυλοι – μονοί, διπλοί, τριπλοί, χρωματιστοί – όλης της γης οι ανεμόμυλοι βρισκότανε στα χέρια μας. Ο εξωτικός καρπός της καρυδιάς απ’ το Μισίρι βρισκότανε στα χέρια μας. Καθώς ανοίγαμε τα δάχτυλα, κάποιο μπαλόνι χανότανε στον κόσμο των πουλιών και μας ανάγκαζε να βλέπομε τον ουρανό γέρνοντας πίσω το κεφάλι, όπως ο κύριος που κανονίζει το ρολόγι του με το ρολόγι του καμπαναριού.
Και η καρδιά μας έλυωνε μονότονα σ’ ένα σκοπό ρομβίας.
Το σύννεφο αργοπέρασε πάνω από τα παιδιάτικα χρόνια – θαρρείς αυτό σημείωσε το τέλος τους.
Την Κυριακή το βραδυνό, στο σπίτι του Βενιαμίν, μιλήσαμε για θάνατο και για αιωνιότητα ωσάν να πρόκειται για μια συνηθισμένη οποιαδήποτε υπόθεση. Μας απασχόλησε όμως η σκέψη της ζωής. Η παρθένα, η ωραία, η πικρή ζωή που απρόοπτα ορθώθηκε μπροστά μας. Μας απασχόλησε η άνιση πάλη με την υπεροπλία της ζωής. Μια δύναμη τόσο ακαταλόγιστη που να αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο της αδικίας. Λευκή, σκληρή, γυναίκεια, κάπου μέσα στο θαμπό σκοτάδι ακουμπάει το πηγούνι πάνω στο διπλωμένο χέρι και μοιάζει να στοχάζεται στο βάθος του εαυτού της που θα χτυπήσει πιο παράλογα. Ειδεμή, ποιος σκιάχτηκε για τη χαριστική βολή στο τέλος;... Και ποιος εχθρεύτηκε την πιο γλυκειά γαλήνη;
Ο Βενιαμίν μας έπαιξε στο πιάνο ένα ρόντο.
– Καταμεσής στην έρημο, μας λέει, βρίσκετ’ ένα βουνό από διαμάντι ατόφιο που η κορφή του χάνεται στα ουράνια. Κάθε χίλιους αιώνες πετάει ένα περιστέρι κατά κει και τη χαϊδεύει ανάλαφρα στο πέρασμά του, έτσι που μόλις την αγγίζει με την άκρηα της φτερούγας. Το βουνό το λεν αιωνιότητα. Και οι εκατό χιλιάδες χρόνια μετρούν για ένα δευτερόλεπτο στο αμέτρητο του απείρου. Άμα τριφτεί ολόκληρο απ’ τη φτερούγα του περιστεριού, θάρθει και η συντέλεια του χρόνου.
Τότε ο Σταύρος λέει συλλογισμένος:
– Καταπιανόμαστε με μυστικά που ποτέ δε θ’ αποκαλυφτούνε σε κανέναν – και ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του η οδύνη για το άγνωστο.
Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι του Βενιαμίν, όλοι εκτός από το Λοΐζο. Και κάποιου άλλου μόνο η λαμπρή σκιά τριγύριζε ανάμεσό μας.
Τη Δευτέρα το πρωί, στο πρώτο μάθημα – στο μάθημα του κύριου Βόγαρι – μπήκε μαζί μ’ αυτόν στην τάξη μας και ο γυμνασιάρχης. Κύτταξε πρώτα κάποια θέση αδειανή στο τέταρτο θρανίο δεξιά κι έπειτα μας αντίκρυσε κατάματα εμάς τους άλλους:
– Καταλαβαίνω πως είναι περιττό να σας το αναγγείλω εγώ... Ήταν ο πιο επιμελής συμμαθητής σας... Τώρα, έχετε ιερά υποχρέωση... το παράδειγμά του...
Σταμάτησε τη φράση και λέει βιαστικά κυττάζοντας αλλού: – Στις έντεκα θα διακόψετε το μάθημα και όλοι εν σώματι με τον καθηγητή σας...
Ο κύριος Βόγαρις του ψιθύρισε δυο λόγια και μας έδειξε. – Καλά, όπως θέλετε, του αποκρίθηκε ο γυμνασιάρχης βγαίνοντας από την αίθουσα με σκυφτό κεφάλι.
Τότε ανέβηκε στην έδρα ο καθηγητής:
– Είστε ελεύθεροι από τώρα. Να επιστρέψετε στις δέκα και μισή, θα ξεκινήσομε όλοι μαζί... θα ξεκινήσομε όλοι μαζί... και όσοι από σας... όσοι νομίζουν πως πρέπει ν’ αλλάξουν φορεσιά να την αλλάξουν... Και βέβαια να βάλετε σκούρες κραβάτες. Πηγαίνετε.
Ο Λοΐζος δε φάνηκε ούτε στην εκκλησία ούτε ύστερα. Κάτω από τους θόλους, μέσα στις λεπτές αποχρώσεις και στις αχνόθαμπες σκιές, τα καντήλια τρεμόφεγγαν πάνω σε μια ήσυχη, αποφαστιστική και μάταιη ομορφιά. Τα κλειστά του μάτια ονειρευότανε τον ουρανό – ψηλά εκεί πιο πέρ’ από τον τρούλο – τον ουρανό γεμάτο από καράβια και πουλιά... Και η σκέψη μας φτερούγιζε προς κάποιο μακρυνό σημείο και πάλι ξαναγύριζε και συγκεντρώνουταν εκεί.
Ξαφνικά, ο Σταύρος, ο μεγάλος Σταύρος, το σκυλί, έβαλε τα κλάματα σαν το μωρό παιδί και βγήκε από την εκκλησία.
Το Λοΐζο είχαμε να τον δούμε από την αρχή της περασμένης εβδομάδας. Η απουσία του τη μέρα εκείνη μας ήταν ακατάληπτη. Στο σπίτι του, μας πληροφόρησαν πως πήγαινε σχολείο. Μα κάποιος από τους συμμαθητές του ορκίστηκε πως είχε μέρες να φανεί εκεί.
Το βράδυ της Τετάρτης, την ώρα που καθένας μελετούσε τα μαθήματά του, ο Σταύρος χτύπησε μια-μια τις πόρτες κι έφερε τα νέα. Είδε τον αρχηγό. Παραγγέλνει σε όλους, αύριο Τσικνοπέφτη που το σχολείο είναι το απόγεμα κλειστό, να μαζευτούμε στο κάτω μέρος του Ψωμάλωνου, πίσω απ’ τον εμπορικό σταθμό. Θα κάνομε αγώνες. Στις τρεις η ώρα να βρισκόμαστε στη θέση μας, θα έρθουν και ο τάδε και ο τάδε. – Μα πώς, αυτοί δεν είναι της παρέας. – Τους κάλεσε ο Λοΐζος επειδή ο ένας είναι δυνατός στο πήδημα κι ο άλλος στο λιθάρι. – Πού ήταν ο Λοΐζος τόσες μέρες; – Δε μούπε...
– Τι σ’ ήθελε ο Σταύρος; ρώτησε τον Αλέκο η μητέρα του.
– Τίποτα, για κάποιο μάθημα...
Τώρα και λίγες μέρες η κυρία Κοδράτου τον έβλεπε κάπως χλωμό και αδυνατισμένο. Είχε μιλήσει σχετικά μ’ αυτό και στον πατέρα του. Συμφώνησαν και οι δύο πως πρέπει να περάσει τις διακοπές του Πάσχα στο κτήμα με τη θεία Φίλις, να ξεκουραστεί απ’ τα πολλά μαθήματα. Κάποια σκέψη έδειχνε να κυριεύει το μυαλό του Αλέκου. Στιγμές-στιγμές έμενε αφηρημένος, μ’ ένα χαμένο ύφος, σα να μην ήταν ολότελα παρών.
Οι γονείς των παιδιών ανησυχούσαν και σε κάθε ύποπτο σημάδι. Το δυστύχημα του Αντρέα ήταν πολύ πρόσφατο και είχε κάνει τέτοια εντύπωση που σε κάθε ομιλία το θέμα τούτο ξαναρχότανε στη μέση. Ανακατεύτηκαν και οι εφημερίδες. Από την πρώτη μέρα η μία έκανε υπαινιγμό για τους ορρούς – για τον αντιτετανικό προπάντων πως η χρησιμότητά του δεν είναι αποδειγμένη: «απ’ εναντίας, η διείσδυσις των μικροβίων, έστω καλλιεργημένων, εν τω οργανισμώ...» – και ο φαρμακοποιός του Ιπποκένταυρου έλεγε σ’ όποιον ήθελε ν’ ακούσει πως αυτός προσωπικά έφερε αντιρρήσεις αλλά μια και είχε διατάξει ο γιατρός... Ξεδίπλωνε αμέσως την εφημερίδα κι έδειχνε το άρθρο: – Το λέει καθαρά... Ξέρετε βέβαια ποιος τόγραψε. Ναι, ναι, αυτός που υποθέτετε. Μη με βιάζετε ν’ αποκαλύψω τ’ όνομά του καταλαβαίνετε, μυστικό επαγγελματικό... Αφήστε δα που έσπασαν το τζάμι της βιτρίνας – για ποια αιτία σας παρακαλώ; Και η Αστυνομία;... Ο δράστης – ποιος είναι ο δράστης;
Στο σχολείο, τα παιδιά συζητούσαν για την ίδια υπόθεση με πιο μεγάλο πάθος. Στην άλλη εφημερίδα δημοσιεύτηκε μια δήλωση του ιατρικού συλλόγου πως η ένεση του αντιτετανικού ορρού έγινε υποχρεωτική, για παρόμοιες περιπτώσεις, σε όλα τα νοσοκομεία του Βερολίνου και του Παρισιού. «Αλλά – πρόσθετε στο τέλος – όρος απαραίτητος να είναι ο ορρός νωπός».
– Ώστε δε φταίει ο γιατρός, συμπέρανε κάποιος από τα παιδιά.
– Πώς! διαμαρτυρήθηκαν οι φίλοι του Λοΐζου. Τον εξέτασε ο γιατρός; Ήταν ο ορρός νωπός;
– Αν δεν ήταν ο ορρός νωπός, φταίει ο φαρμακοποιός, είπε το ίδιο αγόρι.
– Μου φαίνεται κι εμένα πως δε φταίει ο γιατρός, παρατήρησε σιγανά και ο Αντώνης στους δικούς του.
Τότε πετάχτηκε στη μέση ο Αλέκος:
– Αν είσαστε στου πρόξενου τη νύχτα εκείνη θα βλέπατε τα μούτρα του Παπακοκού! Βέβαια φταίει εκείνος, γυρίζει και λέει στο πρώτο παιδί που είχε μιλήσει. Κι αν έχεις γνώμη διαφορετική να καταπιείς τη γλώσσα σου, κατάλαβες;
Οι άλλοι κύτταξαν τον Αλέκο με κάποια έκπληξη. Έσκισε με τα δόντια του μια γωνιά στυπόχαρτου και τη μασούσε.
– Σήμερα είναι Τσικνοπέφτη; ρώτησε πιο μαλακά.
Το ίδιο μεσημέρι, μόλις φάγαμε – θα ήταν δύο η ώρα – ξεκινήσαμε για το Ψωμάλωνο. Εκτός από το Σταύρο βέβαια, οι άλλοι εμείς ανταμώναμε το Λοΐζο πρώτη φορά μετά το – μετά τόσες μέρες. Σαν φτάσαμε οι δυο μας με το Λάιο – ήταν κι αυτός απ’ το αμερικάνικο σχολείο – τον βρήκαμε ανάμεσα στους άλλους να κουβεντιάζει όπως πάντα. Μόνο σαν πιο ηλιοκαμένος ο Λοΐζος κι ένα σοβαρό χαμόγελο έγερνε τις άκρηες των χειλιών του.
– Ποιος είν’ αυτός που περπατάει πλάι του;
– Ποιος; Κάνει ο Λάιος ξαφνισμένος. Αχ, πού πήγε ο νους μου! Ο Πέτροβικ. Μην ήταν κάποιος άλλος;
– Α όλα κι όλα! Σε παρακαλώ! Μη μ’ εκνευρίζεις!
Πίσω από το σταθμό είχαν κατασκηνώσει κάτι γύφτοι. Τραβήξαμε πιο πέρα, προς τη θάλασσα. Φαίνεται πως ο Λοΐζος με το Σταύρο είχαν έρθει από νωρίς και φρόντισαν για όλα. Βρήκαμε κιόλα χαραγμένα τα σημάδια και στημένους τους κοντούς.
– Τα ξύλα τούτα θα μας εμποδίζουν, είπε κάποιος.
– Όχι, αποκρίθηκε ο Σταύρος. Ο δρόμος πάει από κει. Να η αφετηρία.
Ήταν κοντόχοντροι δοκοί πασαλειμμένοι πίσσα – τραβέρσες για το σιδηρόδρομο – στοιβαγμένοι σταυρωτά και ανάρηα. Ο σωρός έφτανε πάνω από τα κεφάλια μας, πολύ πιο πάνω.
Τ’ αγόρια ετοιμάστηκαν. Κάτω απ’ τα ρούχα φορούσαν κιόλα την αθλητική στολή: κοντά πανταλονάκια, λεπτές φανέλες – κι έπειτα ξυπολύθηκαν για να υποδεθούν και τα κατάλληλα παπούτσια. Κανένας δε ρώτησε το λόγο γιατί να γίνουν σήμερα οι αγώνες, ούτε τι δήλωνε ο ξαφνικός συναγερμός. Όλοι νιώθαμε μια έφεση σωματική για την αθανασία, να επιδείξομε τη δύναμή μας σαν πρόκληση, σα μιαν εκδίκηση γι’ αυτό που είχε γίνει.
Περιμένοντας ν’ αρχίσουν τ’ αγωνίσματα, άλλος δοκίμαζε κάποιο παλμό και άλλος διασκελιές για πήδημα ή για δρόμο. Τέντωναν τα ελαστικά κορμιά κι έπαιζαν οι μυώνες. Ήταν μια λύτρωση μέσα στο ισορροπημένο φως. Τις στιγμές εκείνες παραμερίστηκε κάθε τι μεταβλητό, ιδέες και άλλα τέτοια μαλθακά φαινόμενα. Οι γραμμές, το σφρίγος, τα κορμιά, σήμαιναν κάτι σταθερό κι αιώνιο: την αγαλμάτινη αρμονία των θεών που θριαμβεύουν δίχως κόπο πάνω από ανθρώπινες κακομοιριές.
– Ε, σεις τι θέτ’ εδώ; φώναξε ο Κλεόβουλος σε δυο ξυπόλητα γυφτάκια.
– Εγώ τους είπα νάρθουν, του λέει ο Λοΐζος.
Οι άλλοι γύφτοι και οι γύφτισσες με τη γυφτομαρίδα έμειναν παράμερα, γύρω στις σκηνές, καθισμένοι ανακούρκουδα στο χώμα. Χαμογελούσαν λίγο πικραμένα και σαν ειρωνικά για όλα τούτα που δεν ένιωθαν. Τα δόντια τους αστράφτανε πάνω στα σκοτεινά τους μούτρα. Οι γυναίκες με τα γιορτινά φορέματα ξεσπούσανε στον ήλιο μιαν άνθηση πολύχρωμη και χτυπητή, άδετη από πρασινάδα πάνω στο κίτρινο αλώνι.
Λες πρωτάνοιξε η θάλασσα και η στερηά τη μέρα εκείνη. Το καλοκαίρι, έστελνε μηνύματα σημαδιακά. Στη ράχη του Άκορφου, προς το μέρος του βορηά, λοξόκοβαν τα χιόνια εκεί που χτύπαγε ο ήλιος το βουνό και ήταν σα διάφανα πάνω στην πέτρα. Πιο κάτω πρασίνιζε η πλαγιά κι όσο κατέβαινε γινόταν μαλακή σα χώμα πάνω στους λόφους και στα χαμηλά διάσελα – έτσι την καταλάβαινε το μάτι. Και φούντωνε πυκνό το πράσινο, λογής-λογής, μεταξωτό, βελούδινο, χνουδάτο ή ασημένιο, αλλού πιο σκούρο, αλλού ανοιχτό σαν νάταν πρώτο χέρι. Πίσω από τη γραμμή του σιδηρόδρομου άνθιζαν πρώιμα κάτι δέντρα με λευκά λουλούδια. Και πλάι μας εκεί, στο πλατύ αυλάκι κάτω απ’ την επιχωμάτωση, η δρακοντιά καβάλησε τα γαϊδουράγκαθα και την τσουκνίδα. Φρεσκοδίπλωνε ολούθε τα καινουργιοβαμμένα φύλλα της. Στριμώχνουταν και μπλέκανε όλα μαζί, ποδοπατούσανε το ένα τ’ άλλο κι ο τόπος έδειχνε στενός για τη μεγάλη άνοιξη που ερχόταν. Τα γαϊδουράγκαθα μπουμπούκιαζαν ακόμα. Δυο-τρια λουλουδάκια, τόσα δα μικρά πάνω στο μίσχο τους, στεκόταν σαστισμένα μπροστά στους θάμνους της ασφάκας.
Ο Λοΐζος κύτταζε ήσυχα το βασιλιά των καραβιών που αρμένιζε στο μάκρος. Έπειτα πήγα αργά ως την ακρογιαλιά όπου απλώνουταν το κύμα και βούτηξε τα χέρια του στη θάλασσα. Το χειμωνιάτικο πρασινωπό γύριζε τώρα στο γαλάζιο. Αποτραβιόταν το νερό με ανοιξιάτικα τσακίσματα κι άφηνε μύριες μπουρμπουλίθρες πάνω στα βότσαλα και στα κοχύλια. Ο αφρός τους μύριζε νεραντζιά και δεντρολίβανο. Ποιος ξέρει πόση ώρα θα στεκότανε ακόμα ο Λοΐζος εκεί πέρα. Μα ο Σταύρος τον έπιασε από τη μέση και τον ξανάφερε σ’ εμάς.
Όρθια πλάι στο σωρό τα ξύλα, τα δυο γυφτάκια πιάσαν το σκοπό, το αγόρι με την πίπιζα και το κορίτσι το νταούλι. Άρχιζαν οι αγώνες.
Κράτησαν ως το βράδυ, ως την ώρα που έπεσε ο άνεμος – κι η μέρα, φεύγοντας πίσω από τ’ αντικρυνά βουνά, στην άλλη άκρηα του κόλπου, γύρισε κοκκινίζοντας να μας κυττάξει μια τελευταία φορά. Ύστερα, μια πυκνή λουρίδα ομίχλης απλώθηκε στα πόδια των βουνών και μόνο οι κορφές τους αντανακλούσανε θαμπά μέσα στα ήσυχα νερά μιας θάλασσας κλεισμένης, μιας λίμνης δίχως όχθες.
Δεν πήρε μέρος στους αγώνες ο Λοΐζος. Έτσι, δυο πρώτες νίκες κερδίστηκαν από τους ξένους – το Λάιο και τον Πέτροβικ – και δυο άλλες δε θάχαν βέβαια κερδιστεί πριν από δεκαπέντε τόσες μέρες. Μα τώρα πια, όλα είχαν τελειώσει. Το τίποτα, το πώποτε, το αδειανό εδώ κάτω.
Στο αγώνισμα της πάλης συνέβηκε κάποιο ασήμαντο επεισόδιο την ώρα που ο Κλεόβουλος άδραξε το Μεμά πίσω από τη μέση και του ζόριζε το ραχοκόκκαλο στη βάση. Μια γύφτισσα φώναξε κάτι λόγια και οι άλλοι, άντρες και γυναίκες – ως και τα παιδιά – έβαλαν τα γέλια κι έλεγαν τα δικά τους γνέφοντας με χειρονομίες και κουνήματα. Μέσα στην άνοιξη, έτσι άστεγοι και πλουμιστοί από ζωή κι ελευθερία, τίποτα δεν έδειχνε άπρεπο ή άσεμνο απ’ τα καμώματά τους. Τότε σηκώθηκε με κόπο ένας γέρος και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο ενός παιδιού, χτύπησε χάμω τη μαγκούρα και τους μιλούσε αυστηρά δείχνοντας το Λοΐζο. Έτσι σώπασαν οι γύφτοι και ξαναγίνηκε ησυχία. Μόνο τα δυο γυφτόπουλα βαρούσανε τα όργανά τους κι εδώ μπροστά μας λαχάνιαζε η ανάσα του Κλεόβουλου και του Μεμά. Σαν πιο πολύ του πρώτου.
Μια έκπληξη σ’ εκείνους τους αγώνες ήταν η δευτεριά του Αλέκου στο λιθάρι. Στην τρίτη του βολή πέρασε τον Αντώνη και το Λάιο. Στην τελευταία έριξε πάνω στο ίδιο του σημάδι, κατόρθωσε να τον περάσει τρία εκατοστά του μέτρου. Άλλοτε ο Αλέκος ερχόταν τέταρτος, ή τρίτος το πολύ κάποιες φορές, μα πάντα πίσω απ’ τον Αντώνη.
– Μπράβο! του κάνει ο Σταύρος. Αν πρόσεχες λιγάκι τη θέση του αριστερού ποδιού... – κι έπιασε να του εξηγάει τεχνικά ζητήματα.
Ο Λοΐζος καθόταν σε μια πέτρα κ’ έβλεπε. Στα οχτακόσια μέτρα – κάποιος έλειπε κ’ εδώ – σηκώθηκε να παρακολουθήσει πιο καλά το δρόμο. Κρατούσε πάντα την ίδια ηρεμία. Μόνο δεν μπόρεσε να βασταχτεί τότε που ο Μιχάλης έβαλε τα κλάματα για ένα τίποτα. Τον είχε πάρει ο δίσκος στο καλάμι ξώφαρσα σε μια ριξιά του Αντώνη.
– Παληόσκυλο! του λέει. Τι κλαις; Πέθαναν άλλοι δα πολύ καλύτεροί σου! – κι αν δεν πρόφταινε ο Κλεόβουλος θα του στραμπούλαγε το χέρι να τον σακατέψει για καλά σ’ όλη του τη ζωή.
Έπιανε να σκοτεινιάσει σαν πέρασε σφυρίζοντας το τραίνο. Τούτο δε σταματούσε στον εμπορικό σταθμό, τραβούσε κατ’ ευθείαν για την πόλη. Το τελευταίο φως της μέρας μόλις φώτιζε τα βούρλα και τη χθαμαλή ακρογιαλιά.
Πρώτη απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού σελάγισε η Αφροδίτη πάνω από κάτι σύννεφα μουντά. Στο πράσινο λυκόφως κάλπαζαν καβαλάρηδες πίσω από κάποιο μυθικό αγρίμι με στριφτή ουρά και ορθάνοιχτες φτερούγες χαρακωμένες βυσσινί. Τα δέντρα που ολημερίς λεν την αλήθεια του θεού, την ώρα τούτη ξεγελούσαν παίζοντας κάποιο ρόλο φαντασματικό. Έπρεπε να μαζέψεις το μυαλό σου για να τα φέρεις σε λογαριασμό.
Στην πέτρα του ο Λοΐζος καθόταν αποτραβηγμένος, αμίλητος, κυττάζοντας στο χώμα τη σκιά που πλήθαινε. Δεν θα σήκωνε ποτέ, ποτέ, το μάτι του από τη γη. Ούτε το νου του.
Τότε ο Αλέκος πήγε και στάθηκε στο πλάι και του μιλούσε σιγανά για ώρα.
Τότε ο Αλέκος πήγε και στάθηκε στο πλάι και του μιλούσε σιγανά για ώρα.
– Όχι, του λέει στο τέλος ο Λοΐζος.
– Μα πρέπει! Να, μεθαύριο το Σάββατο. Μας περιμένει και τους δυο. Τι να της πω;
– Δεν ξέρω...
– Κάνε το για μένα, επέμενε ο Αλέκος. Δεν έχω τόσο δα χατήρι;... Δεν είμαι φίλος σου;... Κάνε το λοιπόν για μένα...
Ο Λοΐζος τον κύτταξε κι έπειτα λέει τρυφερά:
– Λίγνεψες λιγάκι.
– Ναι, μα δυνάμωσα. Είδες απόψε στο λιθάρι. Λοιπόν;
– Όχι! φώναξε ο Λοΐζος. Δεν μπορώ, δεν μπορώ..., παραπονέθηκε πιο σιγανά. Πήγαινε, άφησέ με.
– Α, έτσι! Έκανε ο Αλέκος. Είσαι λοιπόν εγωιστής... Καθόλου δε – καθόλου δεν τη συλλογιέσαι. Δεν έχω τόσο δα χατήρι;... Κι εγώ λογάριαζα να γίνω φίλος σου αδελφικός, να όπως ο... Πε μου Λοΐζο, δεν το θες;... Τι απόμεινε;... Σου τάπα και προτήτερα...
Εκείνος τον αγκάλιασε.
– Αλέκο μου, του λέει, πάψε, πήγαινε. Αχ, δεν ξέρεις τι είτανε για μένα, δεν ξέρεις απ’ αυτά... – και κύτταζε τριγύρω του σα νάψαχνε για πέτρα ή για κοντάρι.
Τους πλησίασε ο Σταύρος.
– Άφησέ τον ήσυχο, λέει του Αλέκου.
Πήγα κι εγώ και είπα στον Αλέκο πως είναι ώρα να πηγαίνομε οι τρεις μας με το Λάιο. Οι άλλοι έμειναν ακόμα.
Είχε νυχτώσει πια. Καλά που οι γύφτοι άναψαν φωτιές και κάτι βλέπαμε. Καθώς περνούσαμε μπροστά από τις σκηνές, τους βρήκαμε να κάθουνται στην ίδια θέση, να κυττάζουν κάπου στα χαμένα με τη φλόγα της φωτιάς πάνω στα πρόσωπά τους – κυττάζανε μακρυά, στο μέλλον, μια περιπλάνηση δίχως κανένα τελειωμό. Έτσι το εξήγησε ο Λάιος. Κι έπειτα μας λέει: – Ας ξαναπεράσομε ακόμη μια φορά.
Περάσαμε πίσω τους τη φορά ετούτη, ολότελα σιμά τους. Κυττάξαμε από πάνω. Μα οι γύφτισσες είχαν απόψε τα λαιμά τους φορτωμένα με φλουριά και δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσομε τα στήθια τους.
Ο Αλέκος πήγαινε αμίλητος.
– Πώς δε βγήκαμε στους δρόμους, σήμερα Τσικνοπέφτη, απόρησε ο Λάιος. Θαρρώ – λέει πάλι ο ίδιος – πως τους πλήρωσε ο Λοΐζος για να μείνουν.
Οι απόμερες γειτονιές γύρω στο σταθμό ήταν ήσυχες και αδειανές όπως όλα τα βράδυα. Η μούρλα της απόκρηας άρχιζε στα ψαράδικα. Πρώτος-πρώτος στη γωνιά ένας βρώμικος παληάτσος κρατούσ’ ένα σκληρό μπαλόνι φτιαγμένο από στομάχι σφαχταριού και χτύπαγε με τούτο κατακέφαλα τη μορταρία του δρόμου – και όπου φύγει-φύγει.
– Κολόρια, κολόρια! διαλαλούσαν την πραμάτεια τους οι μικροπουλητάδες κι άναβαν κάπου-κάπου ένα βεγγαλικό και το πετούσανε ψηλά, είτε από τα κόκκινα είτε από εκείνα που ξεσπούν σε αστρουλάκια και μυρίζουν θειάφι. Και άμα έπεφτε κανένα πάνω στις χάρτινες γκιρλάντες που στόλιζαν τα χασαπιά και τα μπακάλικα γινότανε οχλοβοή, έτρεχε κόσμος κι όλα τελείωναν με κάποιο καυγαδάκι.
Στον δρόμο των εμπορικών η κίνηση εκφυλιζότανε πιο καθωσπρέπει. Κυρίες πηγαίνανε κι ερχότανε στα πεζοδρόμια. Οι νεαροί χάζευαν τις κοπέλες κι αυτές χαμογελούσαν στον αέρα ή έστρεφαν απότομα κι έδειχναν στη μαμά κάποια βιτρίνα. Σαν έφταναν ως τη γωνιά γύριζαν πάλι πίσω, άλλες έβρισκαν πρόφαση να μπουν σε κάποιο εμπορικό για μια στιγμή (όχι, δε μας κάνει..., θα περάσομε και μέρα να το ξαναδούμε..., έχετε ανοιχτά την Κυριακή;) κι έπειτα ξανάρχιζαν τις βόλτες από τη μια γωνιά στην άλλη, ως εκατό μέτρα ή τόσο. Μόνο που κάπου-κάπου μια τράκα τρόμαζε κοριτσόπουλα ή τους ξεκούφαινε τ’ αυτιά κάποια σφυρίχτρα. Ξετιναζόταν με μικρές φωνές και στράβωναν τα μούτρα: – Ουφ! Σαχλαμάρες! Πολύ έξυπνο!...
(Για όλα τούτα, οι κυρίες που μύριζαν trèfle incarnat – σε ρόδινη απόχρωση ως το ανοιχτό κρεατί έβγαιναν για ψώνια το πρωί μονάχα ή – το πολύ – στις πέντε το απόγεμα.)
Εδώ, τα δυο περίπτερα, ένα στην κάθε μια γωνιά, είχαν το μονοπώλιο για τράκες, για βεγγαλικά και τσιγαρέττα. Πουλούσαν κι επιστολικά δελτάρια – τα λέγαν καρτ-ποστάλ – στη μέση ένα στεφάνι από μυοσωτίδες που το κρατούσαν δυο περιστεράκια δεμένα με γαλάζιες κορδέλλες.
Η οδός Αλόης με τα καφενεία – δεξιά στο δρόμο των εμπορικών – ήταν πιο ήρεμη σ’ εμφάνιση. Έτσουζε λίγο παρ’ όλη τη γλυκειά βραδυά και οι πελάτες προτίμησαν να μείνουν στα κλειστά. Μερικές οικογένειες έφεραν μαζί και τα μωρά τους, τα περισσότερα μασκαρεμένα βλαχοπούλες και τσολιάδες. Τα μικρά καθότανε ήσυχα κρατώντας μια τούλινη σακούλα γεμάτη κονφετί. Διασκέδαζαν να βλέπουν τους μεγάλους να τρων διάφορα γλυκά και να κυττάζουν σχολιαστικά την πλαϊνή παρέα. Όλ’ αυτά φαινότανε από το δρόμο, μέσα στην αχνάδα του καπνού πίσω απ’ τις φαρδειές τζαμόπορτες.
Κάποια στιγμή γίνηκε ρεμπελιό στο δρόμο. Κάμποσοι κουρελιάρηδες κρεμανταλάδες με μουντζαλωμένα μούτρα στάθηκαν μπροστά στο «Μέγα Καφενείον» παίζοντας τουμπελέκια και κουνώντας τα κορμιά τους σαν αρκούδες. Πίσω τους βούιζε η μαρίδα. Ο κόσμος άφησε τα τραπεζάκια για να δει το θέαμα. Οι μαμάδες σήκωναν τα μωρά κι αυτά ζουλούσαν τα μυτάκια τους πλατσουκωτά πάνω στα τζάμια. Ένας από τους κουρελήδες γύρισε το δίσκο για πενταροδεκάρες. Τότε αραίωσε ο κόσμος γύρω τους. Κάποιος φώναξε: – Να οι χωροφυλάκοι! – Και οι αραπάδες τόστριψαν σηκώνοντας τις πουκαμίσες για να τρέχουν πιο γερά.
Τρία μορτάκια πήγαιναν και λέει το πιο μεγάλο δείχνοντας μακρυά μια λάμψη πάνω από τα σπίτια:
– Τι ’ναι κει κάτω; Πυροτέχνημα; Πάμε να δούμε.
Πυροτέχνημα; Ποιο λόγο έχει τις απόκρηες; Μόνο στον επιτάφιο διασκεδάζει ο κόσμος καίοντας πυροτεχνήματα και ρίχνοντας ρουκέτες. Το βέβαιο είναι πως κοκκίνιζε ο ουρανός στο βάθος, προς το μέρος του σταθμού. Δε γίνεται νάναι οι φωτιές των γύφτων, δυο-τρία ξυλαράκια τόσο δα!
Τις επόμενες μέρες διαδόθηκαν πολλά για τη βραδυά εκείνη. Πως τάχα οι γύφτοι θέλησαν να κάψουν το σταθμό κι έβαλαν φωτιά στα πισσωμένα ξύλα κι άλλοι έλεγαν πως φταιν κάτι αγόρια – πως κάποιο πλουσιόπαιδο έκανε τα δικά του και μέθυσε με τους ατσίγγανους ως το πρωί και άλλα τέτοια. Ακόμη και πως έκλεψαν μιαν αγελάδα και την ψήσαν ζωντανή.
Μα οι λιγοστοί που παραστάθηκαν, είτε στο τέλος είτε από την αρχή – κανένας δεν τ’ ομολογούσε – είδαν μια τελετή ολότελα σεμνή. Αλήθεια είναι πως κάποιο ζωντανό πετάχτηκε τσουρουφλισμένο μέσ’ από την πυρά. Δεν ήταν ούτε αγελάδα, ούτε γαϊδούρι, ούτε σκυλί. Κυλίστηκε στο χώμα κι έπειτα τόβαλε στα πόδια νιαουρίζοντας σα γάτα. Ανάσυραν κι από τις στάχτες μια τενεκεδένια περικεφαλαία μισολυωμένη από τη φωτιά – κι άλλα σιδερικά, γάντζους και το λεπίδι ενός μπαλτά. Ο μπάρμπα Λούκης είπε πως ο Λοΐζος με το Σταύρο, μια μέρα πριν, πήγαν στο μαγαζί και ζήτησαν τα σύνεργα του Αντρέα.
Η φωτιά περιορίστηκε να κάψει τις τραβέρσες – και βέβαια δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά μια και στεκόταν ξέχωρα στη μέση του αλωνιού. Άναβαν σα λαμπάδα και ανέβαινε η φλόγα ολόρθη μέσα στη νηνεμία. Ο ρόχθος της φωτιάς έκανε να χλιμιντρούνε τ’ άλογα των γύφτων. Όσο γι’ αυτούς, μαζώχτηκαν οι γύφτισες κι έπιασαν μοιρολόγι τραβώντας τα μαλλιά τους και κλαίγοντας η κάθε μια κάποιο καϋμό δικό της, αναπολώντας θύμησες κρυφές και απαγορεμένες. Ξεσκίζανε τα στήθια και τραγουδούσαν λόγια που σπάραζαν την καρδιά – κι ας μην την καταλαβαίνανε τη γλώσσα τους κανένας – και τα κορμιά, φουρτουνιασμένα, τάφερνε ο σκοπός του τραγουδιού μια δώθε και μια κείθε καθώς λυγίζαν απ’ τη μέση.
Είπαν πως κάποιο κόκκινο αστέρι στάθηκε πάνω απ’ τον καπνό και πως η θάλασσα ψιθύριζε φιλώντας τη στερηά: – Τι έχεις γιε μου και βογγάς;... Είδαν και να γυαλίζει μια σκια σα να φορούσε πανοπλία, να στέκεται και να κουνά την αλογοουρά της περικεφαλαίας πάνω απ’ το Λοΐζο. Έκανε κακό να βλέπεις το μούτρο αυτουνού σαν κάποτε ανασηκώθηκε απ’ το χώμα όπου κυλιόταν και χούγιαζε γους ξένους που είχαν τρέξει από περιέργεια να δουν. Κουβάριασαν όλοι μαζί – κι έτσι, βήμα με βήμα, τραβήχτηκαν πάνω από τ’ αυλάκι, στο ψηλό κρηπίδωμα.
– Πού η ανάλαφρη παρπατησιά; Πού η γλυκειά λαλιά του; – σπάραξε μια φωνή και πάλι ξανακύλησε στο χώμα.
Τα δυο γυφτάκια βαρούσανε την πίπιζα και το νταούλι. Και η πιο μεγάλη αδελφή τους, η γυφτοπαναγιά, έστησε το χορό μισόστριφτα, με αργόκοβο ποδάρι – κι έτσι συγκράταγε το πάθος – και ηχολογούσανε αχνά φλουρί πλάι σε φλουρί, βραχιόλι πάνω σε βραχιόλι. Ξεστήθωτη, μαλαμοκαπνισμένη από τη φλόγα, σίγουρη σαν την ηδονή – έξω από την ομορφιά ετούτη βασίλευε η ασάφεια της νύχτας.
Και από την ξερολιθιά του φράχτη ξετρύπωσαν οι σαύρες γελασμένες από την κάψα της φωτιάς και στάθηκαν σιωπηλές πάνω στις πέτρες να κυττάνε.
Όσοι τα είδαν με τα μάτια τους μπορούν να μαρτυρήσουν πως αυτά και τίποτ’ άλλο είναι η πραγματική αλήθεια.
...............................................................................................................................
Στη σύγχρονη, στην τωρινή ετούτη εποχή της ομαδικής αποψίλωσης, καλλιεργεί φρύδια πυκνά, ολόσμιχτα στη μέση – λες είναι η κόρη του δασάρχη.
Η άνοιξη εκείνη μοιάζει τόσο πολύ με την εφετεινή!...
Έτσι και τότε φούσκωνε η γη, μαύρη, πηχτή και σβολιασμένη. Άνθιζαν οι κουκιές στο λαχανόκηπο. Το τετράγωνο με τις αγγινάρες πήρε την όψη βλάστησης των τροπικών – μιαν απρόσιτη, αδιάβατη ζούγκλα. Ο βίκος φούντωνε. Περίμεναν πρώτα ν’ ανθίσει κι έπειτα να τον γυρίσουνε τα πάνω κάτω, να τον παραχώσουνε στη γη ως ότου ζυμωθεί σε λίπασμα. Ο θείος Πλάτων που τα ξέρει όλα εξηγούσε πως για τα χώματα εκείνα ο βίκος είναι πιο ωφέλιμος απ’ το φουσκί.
Οι πιπεριές αργοκοκκίνιζαν πάνω στα κλωνιά τους, κάτι λιγοστές, αυτές που άφησαν για σπόρο της επόμενης χρονιάς. Δεν είχε μπει ο Μάρτης, μα ως και οι συκιές πετούσαν τρυφερούδια. Η καρυδιά μονάχα μόλις αγουροξύπνησε και μένει ακόμη άντυτη και σαν ξεμαλλιασμένη.
Καβάλα στα ποδήλατα τραβούσαμε κατά την Ελεμίνθα. Τρώγαμε το δρόμο με τα μάτια μας και δεν τον χόρταινε η ψυχή μας. Ο πρώιμος ανθός στα Κάτω Περιβόλια, πίσω από το σταθμό, ήταν κορομηλιές. Το φύλλωμα της λεύκας ξεγελνάει από μακρυά σαν άνθηση ασημένια. Μα τώρα πια δεν έχουν θέση ξεγελάσματα: μέσα σε μια και μόνη αυγή ανθίσανε οι αχλαδιές – αύριο δίχως άλλο ανοίγουν τα μπουμπούκια της ροδακινιάς, βαθύ τριανταφυλλί – όλα θ’ ανθίσουνε, όλα – να εκεί, το πράσινο στον ήλιο, οι ανεμώνες, τα νερά – το πράσινο, το πράσινο, το πράσινο – κάποιο καλό μεγάλο θάκανα δίχως να το θυμούμαι και αξιώνομαι να ζω μέσα στην τρέλλα ετούτη... Και ανάμεσα εκεί στα δέντρα θέριευε λογής-λογής χορτάρι, τριφύλλια και αγριάδα – και όπου κυλάει το ρέμα – και στο μικρό κανάλι που πάει κατά τη θάλασσα – οι πάπιες πλατσουλίζουν μέσα στα νερά, σκορπούν διαμάντια ολούθε, κάνουνε βουτιές και ανασκαλεύουνε το βούρκο με το ράμφος τους. Πολυτρίχια, ροδοδάφνες, νεροκαλαμιές με φούντες – κι άλλα φυτά ένα σωρό έγερναν πάνω στο κανάλι, μεριές-μεριές το σκέπαζαν ολότελα, έτσι που μόνο φανταζόσουν πως τρέχει εκεί κάποιο νερό. Ένα μωρό – μην είν’ ο έρωτας το βρέφος; – παραπατάει παζαβλά μέσα στ’ αγριοβλάσταρα και πάνω στις κορφάδες, αρπάχνεται απ’ το φουστάνι της κοπέλας, μιλάει τσεβδά και παιδιαρίζει. Μια τρέχει το ξοπίσω της μην τύχει και του ξεφύγει, μια κρύβεται στις καλαμιές, μια χώνεται στο βάλτο, σκοντάφτει σε χαμόμηλα, μπλέκει σε παπαρούνες, πέφτει, αρκουδίζει με τα τέσσερα, έτσι ολόγυμνος και στρουμπουλός, κρατιέται σε καλαμποκιές – κι αν κάποτε πατήσει απρόσεχτα σε σουβλερό αγκάθι βάζει τις φωνές – άι, άι-άι – κυττάζοντας με τρόμο δυο-τρεις σταγόνες αίμα, λες πως αυτό είναι το παν... – Μην είναι ο έρωτας το βρέφος;... Από πού πιάνεται ο έρωτας, θεός μεγαλωμένος τώρα;
Η άνοιξη εκείνη πάει να μοιάσει ολόιδια με την εφετεινή...
Πρώτες απ’ όλα έδεναν καρπό οι μουσμουλιές – πολύ προτήτερ’ από τ’ άλλα καρποφόρα. Κάθε πρωινό έφερναν τέτοια νέα στις εξώπορτες οι γυρατζήδες των μανάβηδων και περιβολαρέων. Το μεγάλο ζήτημα ήταν άλλο. Στα περιβόλια συζητούσαν πόσο βρόχινο νερό μαζεύτηκε στον ομβροδέχτη – στη δεξαμενή ψηλά στο Κουφενέρι – και αν θ’ αρκέσει για τους μήνες του καλοκαιριού. Έλεγαν, άραγε ο νέος νεροκράτης θα το μοιράζει δίκαια εφέτος ή όπως πέρσι που ο Καλαμούζος – κι έκαναν μια δηλωτική χειρονομία. Οι γεροντότεροι κουνούσαν το κεφάλι: – Μη βιάζεστε, ακόμη και το Μάρτη μπορεί να ρίξει χιόνι – και τότε ούτε χλωρό κλαρί...
Κατέβηκε από το κτήμα και η θεία Φίλις με τα δώρα της: ένα βυσταρούδι αρνάκι για το Πάσχα και ένα δεμάτι σφάλαθρο ανθισμένο. Έδωσε και την είδηση, πως καθώς είπε μια γρηούλα, οι πρώτοι γερανοί απίθωσαν τα χελιδόνια στο βουνό – στο βουνό συμβαίνουν όλα τα μυστήρια και μόνο οι γρηές τα βλέπουν – τ’ απίθωσαν εκεί και όπου νάναι θα σκορπίσουνε στον κάμπο.
– Ουφ, λέει, θα ξανανεβώ το Πάσχα πια μαζί με τον Αλέκο. Θέλω να ξεκουραστώ για λίγο. Το κτήμα με κουράζει – αχ, πόσο με κουράζει τέτοια εποχή...
– Να σ’ εξετάσει ο γιατρός καλύτερα, συμβούλεψε η αδελφή της.
– Α, όχι δα! Για το Θεό, Κλεώνη! – κι έπιασε να μιλάει ανοιχτά με το γαμπρό της για νεογέννητα δαμάλια και ποιες από τις ράτσες λογάριαζε να ζευγαρώσει άμα ξανάρθει ο καιρός.
– Πόσες φορές το χρόνο; τη ρώτησε ο κύριος Κοδράτος.
Η γυναίκα του έγνεφε με τρόπο. Μα η θεία Φίλις λέει νευρικά:
– Είναι η φύση, Κλεώνη μου. Είναι η φύση. Τι ιδέες! Θεέ μου, τι ιδέες!
Έπειτα κατέβασε τα μάτια κι εξέταζε τα χέρια της που τάχουν χαρακιάσει ο αέρας του βουνού και οι φροντίδες για το κτήμα.
– Κλεώνη, μην ξέρεις κάποια συνταγή καϋμένη για τα χέρια; – κι άρχισαν άλλες ομιλίες.
Φύσηξε και στην πόλη ο χλιαρός αέρας της φουσκοδεντριάς. Στα πάνω Περιβόλια οι μουριές έβγαζαν αραιά τα πρώτα φυλλαράκια σαν γκάμες κάθετες στα όρθια κλωνιά. Σιγότρεμαν στο αεράκι, λες κι ήτανε σουσουραδίτσες έτοιμες να πετάξουν. Μα τώρα κι ένα χρόνο δε βρίσκαμε αρκετό ενδιαφέρον στα μεταξοσκούληκα. Τα δώσαμε μια μέρα στο Βενιαμίν, αυτός τα εμπιστεύτηκε στο Γιωχανά το μπρισιμτζή, μάθαμε πως πουλήθηκαν για τρεις κι εξήντα μα με διάφορα τερτίπια δεν πιάσαμε ούτε λεφτό στο χέρι. Κι εμείς που λογαριάζαμε να τα ποσώσουμε για μια καινούργια μπάλλα του ποδόσφαιρου!... Ως τότε κάτι βολοδέρναμε, κάτι αγοράζαμε, κάτι πουλούσαμε, κάτι μας έμενε – κάναμε αλλαξιά κουκούλια με κοντυλοφόρους, γκόμες και άλλα τέτοια. Μελαγχολήσαμε για μια βδομάδα ή τόσο. Ευτυχώς που ήρθαν οι απόκρηες να μας απασχολήσουν.
Εκείνο τον καιρό τα χάλασε και ο Αντώνης με τη μικρή Χατζάκου. Έφταιγε και σ’ αυτό η άνοιξη – αν και περίμενε κανείς το αντίθετο. Βρέθηκαν δυο παιδιά να πουν πως ήταν κάποιος λόγος σοβαρό. Το ζήτημα γεννήθηκε από τη μέρα που η Σύλβια – η μικρή Χατζάκου – έφερε μιαν αγκαλιά κλωνιά cydonia3 στον καθηγητή των μαθηματικών. Ο Αντώνης το πληροφορήθηκε από τις άλλες – ίσως να μην κατάληγαν σε χάλασμα, μπλέχτηκαν όμως κάτι περίεργα περιστατικά και μεσολάβησε το γεγονός που ο γυμνασιάρχης άλλαξε τη θέση του Αντώνη από πλάι στο Μεμά.
Τώρα την άνοιξη κάναμε κι ένα γύρο βγαίνοντας από το γυμνάσιο. Αντί να πάμε απ’ το στενό του Ινστιτούτου παίρναμε το δρόμο των εμπορικών.
Η οδός Αρμοδίου έμοιαζε με καράβι, ανέμιζαν κορδέλλες, πλατάγιζαν οι τέντες πάνω από το κεφάλια μας, άσπρες, κόκκινες, γαλάζιες, δοξασμένες. Φυσούσε ανώμαλα, πνοές-πνοές, πότε σα χάδι και πότε μ’ ένα πάθος ξαφνικό. Έκανε τις κυρίες μια να χαμογελούν εκστατικά με ανοιχτά ρουθούνια – μια πάλι τις ξετρέλλαινε, δεν πρόφταιναν τι να κρατήσουν, το καπέλο τους ή το φουστάνι. Ο αέρας ξετίναζε και τις μιμόζες της πλατείας. Τα κίτριν’ ανθουλάκια στριφογυρίζανε ανάκατα με τον κονιορτό κι έπειτα κατακάθιζαν στο βάθος της γούρνας του συντριβανιού. Το βουτσί του δήμου κατάβρεχε τους δρόμους κάθε απόγεμα. Την ώρα εκείνη μαζευότανε τα γεροντοπαλλήκαρα στην πόρτα του κουρείου και χάζευαν στα χαμηλά. Κοντοσταθήκαμε κι εμείς μια μέρα και είδαμε τακούνια. Λουί-κενζ, αστράγαλους κάτω από νταντελλένια μεσοφούστανα και το à jour4 μιας κάλτσας.
– Αχ, λέει ο Κλεόβουλος. Γιατί χανόμαστε σε όνειρα και φαντασίες! Να η ζωή, να ο παράδεισος, να όλα. Τάχομε στα χέρια μας.
Ήταν δροσιά και ήλιος και πουλιά και δέντρα. Περνούσαμε από το δρόμο του παρθεναγωγείου και πήγαιναν πομπή τα κοριτσόπουλα, μια πρωινή θεωρία, στεφανωμένα με λουλούδια – ποιος πρόσεχε αν ήταν ψεύτικα, ένα γαρνίρισμα γύρω στην ψάθα του καπέλου;
– Και τι αν έπειτ’ από μας θα έρθουν άλλοι;... Θα φύγομ’ ευχαριστημένοι, ζήσαμε – τι άλλο ακόμη. Ας πάει μπροστά η ζωή.
Μας φάνηκαν αντρίκεια τα λόγια του Κλεόβουλου και λέγαμε όλοι κάτι πάνω στον ίδιο τόνο και αψηφούσαμε στα φανερά μια σκέψη που ενδόμυχα μας τρόμαζε.
Μονάχα ο Σταύρος κύτταξε τα παπούτσια του και λέει:
– Μα να, τα χάνομε όλα, τα χάνομε όλα, τα χάνομε όλα...
Μας αντάμωσε και η Πολυξένη Κορβαντή, η εγγονή του μπάρμπα Λούκη. Όλα τα πλάσματα εκείνο το πρωί ζούσαν με τη διαίσθηση.
– Κύριε Αλέκο, κύριε Αλέκο!
Τα χέρια της δεν ήταν τόσο κόκκινα ούτε και τόσο δουλεμένα.
– Ναι, μας λέει. Δε δουλεύω πια στο μαγαζί... Με συγχωρείς κύριε Αλέκο που σε φώναξα. Είπα, μπορεί καμμιά φορά η δεσποινίδα Βερενίκη... Δε δουλεύω πια στο μαγαζί, ράβω σε σπίτια, σπούδασα ραφτική...
Ο αέρας της ξεμάλλιαζε το ξέσκεπο κεφάλι. Όσο μιλούσε είχε τα μπράτσα σηκωμένα για να μπήξει τις φουρκέτες. Την εμπόδιζε και κάποιο δέμα που προσπαθούσε να κρατήσει κάτω από τη μασχάλη.
– Να σε βοηθήσω; είπε ο Αλέκος και τράβηξε το δέμα.
Στη γωνιά του δρόμου στεκότανε ο γάιδαρος του ανθοπώλη φορτωμένος μαργαρίτες, βιόλες και σκυλάκια... Μέσα στη βάρκα του μια μέρα ο θείος Πλάτων – μ’ έπαιρνε κι εμένα κάποτε μαζί με τον Αλέκο – μας διηγήθηκε πως στην εξωτική την πολιτεία όπου είχε ζήσει χρόνια, έλεγαν «ντέιζις» τις μαργαρίτες και ονόμαζαν «Λιτλ Έικορν» το πουριτανικά φιλάρεσκο βιβλιοπωλείο – και πως η κόρη του βιβλιοπώλη στόλιζε πάντα το ανθογυάλι της με μαργαρίτες. – Να το θυμάστε: «ντέιζις» τις μαργαρίτες. «Λιτλ Έικορν» το πουριτανικά φιλάρεσκο βιβλιοπωλείο. – Θείε Πλάτων, τι απόγινε η κόρη του βιβλιοπώλη; – Αυτό θα σας το πω μιαν άλλη μέρα – και διόρθωνε στην κορυφή του κεφαλιού του το κόκκινο σκουφάκι. Το φορούσε τακτικά όποτε πήγαινε στο ψάρεμα.
Η Πολυξένη χαμογελούσε στον Αλέκο κι έτρεμε το χέρι της πάνω στο δικό του καθώς ξανάπαιρνε το δέμα.
– Μια στιγμή, της λέει.
Πήγε ως τη γωνιά και αγόρασε τρία κλωνάρια βιόλες.
– Αχ, τι ωραία που μοσχοβολούν! είπε η Πολυξένη. Όλα τα καλά πράματα είναι τρία, έτσι δε λένε;
Κατακοκκίνισε ως τ’ αυτιά.
– Μήπως οι μαργαρίτες;...
– Αχ, είναι τόσο όμορφες οι βιόλες! Ευχαριστώ... Και οι μαργαρίτες έχουνε τη σημασία τους αλήθεια. Μα πώς να ξέρεις; Αποκρίνουνται μια ναι, μια όχι. Πώς να ξέρεις;
– Τι καλός που είσαι... Πηγαίνω σ’ ένα σπίτι στα Πάνω Περιβόλια, στου πρόξενου. Αλήθεια, ξέχασα πως έχετε και σχέσεις. Θυμάσαι κύριε Αλέκο, τη βραδυά εκείνη... Εγώ είχα φέρει την περικεφαλαία...
– Ωχ, καλά που μου το θύμισες! Τι γίνηκε η περικεφαλαία;... Να δεις – ναι, ναι, θυμούμαι – την ξέχασα πάνω σε μια κονσόλα.
– Μα τώρα πια κύριε, Αλέκο... Ύστερ’ από... Προχθές ο κύριος Λοΐζος πήρε την άλλη...
– Α, όχι! Θα τη χρειαστώ εγώ!
– Αλήθεια, ο κύριος Λοΐζος – πώς το δέχτηκε ο κύριος Λοΐζος; Και τις προάλλες η δεσποινίδα Μόνικα μου λέει πως οι μενεξέδες κάτι της θυμίζουνε. Της λέω: κάποιον; – όχι, μου λέει, κάτι...
– Άργησα, είπε ο Αλέκος.
– Το βράδυ σκολνάω στις εφτά...
– Πώς;... Ναι, αντίο – κι έστριψε απότομα το δρόμο. – Α, Πολυξένη, Πολυξένη! Στάσου! Οι βιόλες – κάνε μου τη χάρη, σήμερα που θα τη δεις...
– Να πω για κείνο;
– Για ποιο;...
– Την περικεφαλαία;...
– Τίποτα, όχι, αντίο.
Εκείνη θυμήθηκε μια λέξη από τη γλώσσα του προπάππου της: – Άουφ – Άουφ – Άουφ...
– ... Aufwiederschauen5, του λέει από μακρυά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πιθανόν να πρόκειται για λάθος αντί «εξωτερικά».
2. «Θεέ της σιγής, εξάγνισε τις καρδιές μας, εξάγνισε τις καρδιές μας.
[...] Θεέ των υδάτων, εξάγνισε τις καρδιές μας» [δεν μπόρεσα να εξακριβώσω την πηγή αυτών των αγγλογαλλικών φράσεων].
3. «Σιντόνια» [διακοσμητικό φυτό].
4. «Διάτρητη διακόσμηση».
5. «Εις το επανιδείν».
Eroica. IV
(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)