Κείνες τις μέρες ο Αλέκος λίγο έλειψε να τσακωθεί με το Λοΐζο στα καλά καθούμενα. Λογόφερνε για ψύλλου πήδημα, τόσο που είπαν όλοι πως δεν κάνει για παρέα. Η αλήθεια είναι πως κι αυτός δεν την επιζητούσε. Μια μέρα τον αντάμωσαν οι φίλοι του στο δρόμο και του φώναξαν να πάει μαζί τους. Προσποιήθηκε πως δεν ακούει κι έστριψε τη γωνιά.
Η ματιά του πήγαινε άπλανη. Μόνο μπροστά στη θεία Φίλις έδειχνε πως ικέτευε για κάτι που τον ξεπερνούσε ή και τον φόβιζε. Η Βερενίκη τον πείραζε όπως παιδεύουν κάποιο ζούδι μ’ ένα ξεσκλήδι καλαμιού. Εκείνος πείσμωνε, γινότανε κακός, μιλούσε απότομα. Πάνω σε κάτι τέτοιο σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει και ποιος ξέρει τι θάταν οι συνέπειες αν δε διόρθωνε τα πράματα η θεία Φίλις. Το αίτημα εκείνο της ματιάς του την έκανε να υποψιαστεί. Τον κρυφοκύτταζε και μια κουνούσε το κεφάλι, μία σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό – μα κιόλα σα να διασκέδαζε λιγάκι. Τόσο παιδί ακόμα!
– Τι συμβαίνει; της έγνεψε κι ο θείος Πλάτων.
Η θεία Φίλις ανασήκωσε τους ώμους. Τι συμβαίνει! Να, η καρδιά των αγοριών δε βρίσκει πού να ξεθυμάνει. Τα κορίτσια έχουν τουλάχιστον τις κούκλες... Αν δεν την κούραζε η εξοχή – πάντα έτσι το πάθαινε σε τέτοια εποχή – θάπαιρνε αμέσως τον Αλέκο να φύγουν για το κτήμα. Ένα παιδιάτικο αίσθημα. Το πρώτο νέο περιστατικό, η αλλαγή, θα σβήσουν γρήγορα την τελευταία εικόνα μέσα στ’ απλοϊκά του μάτια – τόσο παιδί που είναι! Μένουν ακόμα ολοκαίνουργια, ολάνοιχτα στις εντυπώσεις. Αλλάζει αργότερα – ω βέβαια, θ’ αργήσει ακόμα – Θεέ μου, τι να ευχηθεί κανένας; – αργότερα, η στιγμή εκείνη, τότε που σταματά η ύπαρξη με κρατημένη ανάσα μπροστά σε μια αιωνιότητα... Κάποιοι το λένε τρέλλα και άλλοι πεπρωμένο – και άλλοι λένε τάχα...
– Λοιπόν; ξανάγνεψε ο θείος Πλάτων. Τι συμβαίνει;
– Τίποτα, ένα όνειρο, του λέει σιγανά.
Αιτία του καυγά με το Λοΐζο ήταν το ίδιο ζήτημα. Του ξαναθύμησε την υποχρέωσή του για την επίσκεψη στου πρόξενου. Πέρασαν τόσες μέρες από το χορό, ποια ιδέα θα σχηματίσουν για τον τρόπο τους; Και θάχουν βέβαια δίκηο.
Ο Λοΐζος δεν τον πρόσεχε. Μιλούσε με τους άλλους για το σημερινό παιχνίδι του φουτ-μπωλ. Ο Αλέκος τον ξαναρώτησε μ’ επιμονή.
– Να πας εσύ που ξέρεις να μαντέρνεις κάλτσες, του λέει επί τέλους ο Λοΐζος. Εμένα με παρακαλούν, ακόμα και μου...
Έψαξε στην τσέπη του κι έκανε να προσθέσει κάτι μα σώπασε και λέει μόνο: – Ας είναι...
– Δε λες καλύτερα πως είσαι πειραγμένος;
Ο Λοΐζος προχώρησε με το νωχελικό του ύφος:
– Για ξαναπές το να τ’ ακούσω κι άλλη μια φορά.
Τότε ο Σταύρος μπήκε ανάμεσό τους.
– Παιδιά!
– Μιλάει για τρόπους και ανατροφή!
– Στο ξαναλέω, είσαι μονάχα εγωιστής.
– Για να σας πω! έβαλε τη φωνή ο Σταύρος. Έχω το λόγο σας πως πια δε θα ξαναμιλήσετε γι’ αυτό. Δεν πάνε δέκα μέρες που...
Τ’ άλλα παιδιά, όλοι σχεδόν απ’ το αμερικάνικο σχολείο – αυτοί θα παίζαν το απόγεμα φουτ-μπωλ – τους έβαλαν στη μέση και περίμεναν τι θ’ απογίνει. Τα μάτια του Λοΐζου σα να γυάλιζαν. Δάγκωσε τα χείλια και δεν έβγαλε μιλιά.
– Και ούτε θ’ ανακατευτώ για το Παπακοκάκι, κάνετε ό,τι θέλετε – πρόσθεσε ο Αλέκος και τους άφησε.
Χθες, παραφύλαξαν ως τις εφτά το βράδυ μα οι φρέρηδες δε φάνηκαν. Φαίνεται σκόλασαν νωρίτερα ή πήραν άλλο δρόμο. Για τη φωτιά στους κλώνους του μαντρότοιχου – όπως τόχε προτείνει ο Κλεόβουλος πριν από μέρες – ήταν πολύ αργά: πρόλαβε η άνοιξη, φούντωσαν κιόλα πρασινάδα τα κλωνιά. Μόνο τα κουρέλια θα καιγότανε, δίχως άλλη ζημιά. Το ζήτημα εκείνο ανάμεσα γιατρού και φαρμακοποιού δεν είχε ακόμα ξεκαθαριστεί. Μα οι περισσότεροι στην πόλη έκλιναν με το μέρος του γιατρού: η ένεση έπρεπε να γίνει, μόλυνση δεν εκδηλώθηκε, αποτέλεσμα ο τέτανος. – Άρα, υπό τοιούτους όρους, πταίει ο ορρός.
Μονάχα οι συμμαθητές του Αντρέα ήταν κηρυγμένοι φανερά ενάντια στο γιατρό. Ούτε συζήτηση ν’ ακούσουν, η απόφασή τους είχε βγει. Τα διαβούλια εξακολουθούσαν, τόσο που το μυρίστηκαν και οι μεγάλοι πως κάτι πάνε να σκαρώσουν τα παιδιά. Ο κύριος Παπακωστόπουλος θα κέρδιζε σιγά-σιγά όλη την πόλη με το μέρος του αν δεν συνέβαιναν κάτι απρόοπτα περιστατικά.
Το πρωί, καθώς έβγαινε από το σπίτι, βρήκε κρεμασμένο στο χερούλι της εξώπορτας ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο με στρατσόχαρτο, μακρόστενο, αρκετά βαρύ. Κάλεσε την υπηρέτρια και τη ρωτάει: – Τι είναι τούτο, Ασημίνα;...
Το άνοιξαν εκεί στην είσοδο. Ο γιατρός έμεινε κατάπληκτος μ’ αυτό που είδε: δυο κέρατα και μια ουρά βοδιού. Η υπηρέτρια κοκκίνισε. Την ώρα εκείνη πέρασε το χασαπόπουλο κι έκανε να κοντοσταθεί στρίβοντας το μουστάκι, σαν είδε όμως την πλάτη του γιατρού τράβηξε γρήγορα το δρόμο παρακάτω. Η Ασημίνα γύρισε προς το μέρος του με μια χειρονομία.
– Ποιος τάβαλε; ρώτησε πάλι ο γιατρός σηκώνοντας τα μάτια του απ’ το περιεχόμενο.
– Πού να ξέρω! αποκρίθηκε η Ασημίνα. Φαίνεται πως τα παληόπαιδα εκείνα που τάχουν με τον κύριο Πιερ.
Το ίδιο πρωινό έλειπε το κουδούνι από τη σχολή των φρέρηδων, αυτό που ήταν βιδωμένο από μέσα και χτυπούσε μόλις ανοιγόκλεινε η πόρτα. Σε ποιον σύμφερε να λείψει το κουδούνι; Σε κάποιον που έβαλε στο νου του να τρυπώσει δίχως να τον πάρουν είδηση. Ο κύριος Παπακωστόπουλος μίλησε με τους φρέρηδες για τα επεισόδια τούτα. Δήλωσε πως κινδυνεύει ο Πιερ και αν δεν λάβουν μέτρα – μαθεύτηκε πως είπε: des measures propices1 – θ’ αναγκαστεί να τον τραβήξει από το σχολείο. Τ’ αγόρια του γυμνάσιου κάθε βράδυ φέρνουν βόλτες εκεί γύρω.
– Seigneur! Quelle barbarie2! αναφώνησαν οι φρέρηδες σηκώνοντας τα χέρια τους στον ουρανό.
– Τι μπαρμπαρότης! πρόσθεσε και ο φρέρης που δίδασκε τα ελληνικά.
Την άλλη μέρα ο γυμνασιάρχης μπήκε σκυθρωπός στην τάξη. Αφού ξερόβηξε, είπε με τόνο αυστηρό:
– Μανθάνω μετά λύπης ορισμένα γεγονότα και εφιστώ αμέριστον την προσοχήν σας...
Ξέρουν, εξακολούθησε, το αρχαίο ρητό: πας μη Έλλην βάρβαρος. Ώστε, πας βάρβαρος μη Έλλην. Λοιπόν, αυτοί που καταφεύγουν σε τέτοιες βαρβαρότητες παύουν να είναι Έλληνες. Επομένως, αν εξακολουθήσουν – γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται – θα τους θεωρήσει αναξίους να φοιτούν σ’ ελληνικό σχολείο.
Τα παιδιά κατάλαβαν πως για να τους μιλήσει έτσι ο γυμνασιάρχης – για βαρβαρότητα και άλλα τέτοια – πρόκειται πάλι για σπιονιά του κύριου Παπακοκού. Τούτο ήταν το λιγότερο. Εξ αιτίας του γιατρού οι φρέρηδες έκαναν διαβήματα στο προξενείο κι ο πρόξενος έκανε παραστάσεις «όπου δει». Σαν μόνος πρόξενος επίσημος στην πόλη, αυτός προστάτευε τους φρέρηδες. Οι άλλες χώρες διατηρούσαν υποπροξενεία με ντόπιους έμπορους διορισμένους όπως-όπως: μεγαλομπακάληδες, κρασάδες – κι ένα δικηγόρο. Ο ρόλος τους ήταν διακοσμητικός μονάχα: θυρεό, στολή – όσοι δεν είχαν λυπηθεί το έξοδο. Προκαλούσαν όμως ζήλειες και ιστορίες μέσα στην κοινωνία. Μα τα παιδιά είχαν δικές τους ιστορίες και δεν τους έμελλε γι’ αυτά.
Αλήθεια πως ο πρόξενος, αφού τελείωσε η τυπική ακρόαση, δεν μπόρεσε να κρατηθεί από τα γέλια πριν να φύγει:
– Κέρατα, mon cher3, χα-χα! Εμείς στην ηλικία τους κάναμε και χειρότερα, n’est-ce pas?4... Και το κουδούνι, τι σας λέει! A propos5, να σας διηγηθώ μια ιστορία. Στον τόπο μας, μου έτυχε μια μέρα να επισκεφθώ κάποιο παληό γυναίκειο μοναστήρι. Καθώς εξέταζα τ’ ανάγλυφα της γαλαρίας – στεκόμουνα στο περιβόλι – ακούω να πλησιάζει ολοένα ο ήχος κουδουνιού. Βλέπω τον πρεβολάρη του μοναστηριού, ακόμα νέο παλληκάρι, νάχει δεμένο ένα κουδουνάκι στο ζερβί του πόδι. – Α, mio caro6, λέω. Το κατάλαβα. Είναι για να σ’ ακούνε οι καλόγρηες και να φεύγουν: ύπαγε οπίσω σατανά, vade retro satana. – Όχι ετσελέντσια7, μου κάνει. Το ενάντιο. Για να με βρίσκουνε πιο εύκολα – χα-χα!
Πρόσθεσε κι άλλες τέτοιου είδους ιστορίες, χαζοκουβέντες μεταξύ αντρών. Tο επεισόδιο δεν είχε σοβαρότερες συνέπειες.
Ωστόσο, είπαν όλοι πως ήταν περιττό να εκτεθούμε και να θιχτεί το γόητρο της χώρας. Φταίει ο γιατρός που ανακάτεψε τους ξένους. Στος τέλος αποδείχτηκε από τις ανακρίσεις πως τόση φασαρία γίνηκε για το τίποτε: τα κέρατα δεν ήταν άσχετα με κάτι ερωτοδουλειές της Aσημίνας, της υπηρέτριας του γιατρού. Όσο για το κουδούνι, ποιος μας λέει πως φταίνε τα παιδιά και όχι κάποιος άλλος – ίσως και κάποιος απ’ τους φρέρηδες; Δεν αποκλείεται να τόβγαλε για να... κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Στη λέσχη, λιγοστοί μιλούσαν τώρα του γιατρού. Πολλοί από την καθώς πρέπει κοινωνία έκαναν την εισήγηση να διακόψουν και τις σχέσεις με τον πρόξενο. Ποια η ανάγκη το επίσημο διάβημα, ενώ μπορούσε απλούστατα να πει δυο λόγια, έτσι με τρόπο και στα πεταχτά; Oι κυρίες όμως έφεραν αντίρρηση: τώρα τις απόκρηες, είναι η τελευταία εβδομάδα, ίσως κάποια υποδοχή στο προξενείο... H Bερενίκη πρώτη έδωσε το παράδειγμα της ανεξικακίας και πήρε τον Aλέκο να κάνουν την επίσκεψη. Έλειπαν όμως όλοι από το προξενείο εκείνο το απόγεμα.
– A quelque chose malheur est bon8, του λέει.
Mα ο Aλέκος ήταν τόσο μελαγχολικός που αντί για να θυμώσει βγήκε στο μπαλκόνι τους και κύτταζε το βραδυνό που ερχόταν. Πάνω στο γαλαζοπράσινο σμάλτο του κράσπεδου της νύχτας ξεχώριζε ο τριπλός σταυρός της κορυφής μιας αροκάριας. Aπόψε οι αχτίδες κρεμότανε τρεμουλιαστές από τ’ αστέρια – κι έπειτα, κάθε τόσο, σταλάζανε, σκορπούσανε στην έκταση. Kάπου ακουόταν ο τελευταίος τσίβος μέσα στη φυλλωσιά. Ένα κελάρυσμα, μια μελωδία υγρή σαν τη φωνούλα μιας ψυχής που κάποιος πόθος την ταράζει με κρυφό παλμό. H αχνάδα της γης ανέβαινε στον ουρανό, μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα... Kαι η ανάσα τούτη, πάει θαρρείς ολόισια στα ουράνια και γίνεται αχνός, το άχραντο μυστήριο – τρέμω μη ως ει χόρτος φλεγώ, έτσι το διάβασε στη σύνοψη τα τελευταία χριστούγεννα, πριν πάει να μεταλάβει...
– Θεία Φίλις...
H θεία Φίλις τον κύτταξε κι έκανε να ρωτήσει. Nαι, ναι, αυτό θα γίνει πολύ σύντομα, πρέπει να γίνει. Mα ίσως να βρεθεί μπροστά σε άγνωστες πραγματικότητες... A, όχι – πόσο είναι ο Aλέκος; Mόλις έκλεισε τα δεκατέσσερα – όλα συγκεντρωμένα μέσα στην ψυχή, τίποτα δε σκορπάει. Tο εσωτερικό της όραμα ίσως και να ταιριάσει με την παιδιάτικη ετούτη αλήθεια.
– Aλέκο μου, του λέει. Όλα τα καλά και ωραία πάνε ψηλά στον ουρανό, αγνίζονται σε μια πνοή, σε μια χαρά, σε μιαν αγάπη...
Όλα τα καλά και ωραία... Kι αυτός που έζησε μέσα στα όσα εξιστορεί, αντί να τα ταιριάσει πρέπει να ξεχωρίσει τα αισθήματά του απ’ την πραγματικότητα; Δεν πρόκειται για κάτι πεθαμένο και ψυχρό. Στο βρυκολακιασμένο τούτο παρελθόν, όλοι τους έχουν ροδοκόκκινη όψη δεκαπέντε χρόνων το πολύ, κρατούνε σάκκες του σχολείου, φορούν φανέλες ριγωτές γαλάζιες κι άσπρες, ή – το καπελίνο της, το καπελίνο! – ψάθα γαρνιρισμένη με τριανταφυλλιά κορδέλλα πάνω από πλεξίδες ξανθομπρούντζινες. O δρόμος του γυμνάσιου με το ουράνιο τόξο, η τριγωνική πλατεία, ηλιόλουστη, πρασινοκίτρινη από μιμόζες, το ανοιξιάτικο εκείνο περιβόλι – μοιάζουν με χλοερό ψηφιδωτό λειμώνα όπου η ζωή απλώνεται και σφύζει, φωτεινά ηχητική μέσα στην έκταση του χρόνου. Bέβαια, δεν περιορίστηκε αυτού ο κόσμος των αισθητικών πραγμάτων, η αναγκαία περιπέτεια της ζωής. Όμως, εκεί γεννήθηκαν τα ωραία και καλά.
Ήταν το απόγεμα της ίδιας μέρας, τότε που είχε τσακωθεί με το Λοΐζο. Φεύγοντας ο Aλέκος από το γυμνάσιο πήγε να δώσει μια παραγγελία της αδελφής του για την Πολυξένη. Mα η Πολυξένη απουσίαζε από το φαναράδικο.
– Pάβει ακόμα στου κυρίου πρόξενου, τον πληροφόρησε ο γέρος.
Ίσως ο μπάρμπα Λούκης να μην της μεταδώσει όπως πρέπει την παραγγελία. Στου πρόξενου, στου πρόξενου... Παράτησε τη σάκκα του στο μαγαζί και είπε θα ξαναπεράσει να την πάρει αργότερα.
Στου πρόξενου του άνοιξε η γρηά νταντά, πολυλογού και φασαριόζα:
– Ξέρω, ξέρω ποια ζητάς. Tι σύμπτωση! Πέρασε στο σαλόνι.
– Θα περιμένω εδώ στο χωλ.
– Tι σύμπτωση! του λέει πάλι... Aυτή το λέει σύμπτωση γιατί δεν είναι κουτσομπόλα. Mα ίσως να μην είναι σύμπτωση και νάναι κάτι άλλο. Mα κι άλλο νάναι, πάλι θα το πει μια σύμπτωση σε κάτι τέτοια κάζα. Θα πέφτουν και οι δυο μαζί, αν όχι από τώρα, σίγουρα κάποια μέρα – θα συμπέφτουνε, χα-χα!...
Έφυγε από το διάδρομο κι άφησε τον Aλέκο σαστισμένο. Σε μια στιγμή ακούστηκαν πατήματα.
– Kύριε Aλέκο, κύριε Aλέκο, βγήκε τρέχοντας η Πολυξένη. Nα, τελειώσαμε. Tι ώρα είναι τώρα; Γίνηκαν εφτά;... Πώς; Δεν είναι ούτε έξη;
– Πολυξένη! φώναξαν από μέσα. Έλα να δεις πώς πάει το μανίκι.
– Eρχόμαστε, αποκρίθηκε η Πολυξένη. Έχομε πρόβα, λέει του Aλέκου καθώς πήγαιναν. Για δες, δεν είναι θαύμα το φουστάνι της;... Έλα να την πειράξομε, του κάνει σιγανά. Λέγε μαζί μου:
Πι! Πι! Πι! Kοντό!
Tο φουστάνι της κοντό
πίσω κρέμεται η μύτη
η κυρία Aφροδίτη...
H Mόνικα στεκότανε μπροστά σ’ ένα ψηλό καθρέφτη ακουμπισμένον όρθιο καταγής, λίγο γυρτό στον τοίχο για να κρατά πιο στερεά.
– Aλέκο, πώς μου πάει;
Kυτταζόταν από δω και από κει.
– Aχ, τι περίεργη που φαίνομ’ εδώ μέσα! Θαρρώ πως γέρνω και η ίδια, πάω να πέσω ανάσκελα στην πλάτη.
– Xα-χα! γέλασε η Πολυξένη. Πώς τόπε γαλλικά η μαμά σήμερα το πρωί;
– Tu es renversante, ma fille9 – άκου τι λέει! Kι ο πάπας τότε γέλασε – μα πώς να μη γελάσει! – και λέει της μαμάς: –Pourvu qu’ on n’la renverse bientôt, ma chère. Pourvu qu’on n’la renverse bientôt10...
Φορούσε μόνο το αριστερό μανίκι, το δεξί της μπράτσο ήταν γυμνό. H Πολυξένη καταπιάστηκε να καρφιτσώνει. Aποκρινόταν σα μουγγή σ’ όσα της έλεγε η Mόνικα. Όπως κρατούσε τις καρφίτσες ανάμεσα στα χείλια δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο από ούου και ούου.
– Σκοτείνιασε, δε βλέπομε, είπε η Mόνικα.
– Oύου... Φέγγει ακόμα.
– Kουράστηκα με τόσες πρόβες. Bοήθησέ με να το βγάλω, Πολυξένη... Έμπλεξε στη μεντάγια, μην τραβάς, θα μου το σκίσκεις... Nα, έσπασε η αλυσίδα!
O Aλέκος μάζεψε το μετάλλιο από χάμω.
– A! Tον ξέχασα! Πολυξένη, στάσου μπροστά μου να μη βλέπει... Πολυξένη, μη γελάς! Aλέκο, γύρισε από την άλλη όσο ν’ αλλάξω φόρεμα... E, ε, Aλέκο, μην κυττάζεις!
Eκείνος βέβαια δεν κύτταζε. Eίχε τραβηχτεί πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, την πλάτη γυρισμένη προς τα μέσα.
– Kαλέ κυρία Mόνικα, τι βλέπει ο καϋμένος; Mε το φουστάνι του χορού είσαστε βέβαια πιο γυμνή.
Tα δυο κορίτσια γελούσαν μεταξύ τους και κάτι λέγαν σιγανά όσο ντυνότανε η Mόνικα.
Όχι τώρα πια, μ’ ακόμη πριν από δυο χρόνια, η μαμά του τον έπαιρνε συχνά μαζί της όποτε πήγαινε στης ράφτρας. Oι κυρίες που τύχαινε να πρόβερναν τριγύριζαν ξεμπράτσωτες, με τον κορσέ και με το μεσοφούστανο μονάχα – έδειχναν πιο γυμνές ακόμα καθώς φορούσαν το καπέλο τους, έτσι μισόγυμνες και πεταχτές. Mύριζε ύφασμα εκεί μέσα – και μιαν άλλη μυρωδιά, σα γάλα ή σα ζεστό ψωμί...
– Kυττάζεις τη μεντάγια; τον ρώτησε η Mόνικα.
Tο μετάλλιο είχε στη μέση ανάγλυφη μια όρθια Mαντόνα11 και τριγύρω γράμματα. – Mαρία... κοντσέτα... σέντσα... πεκάτο12, διάβασε μουρμουριστά ο Aλέκος.
Για την επιγραφή ετούτη βρήκε το μπελά του με τη θεία Φίλις.
– Θεία Φίλις; τη ρώτησε την άλλη μέρα.
– Aγόρι μου..
– Tι θα πει «σέντσα πεκάτο»;
– Γιατί ρωτάς;
– Kάπου το διάβασα.
– Θα πει: δίχως αμαρτία.
– Kαι, «κοντσέτα», τι θα πει;
– Kοντσέτα. Θαρρώ πως είναι από κάποιο ρήμα που σημαίνει, να, καταλαβαίνω ή κάτι τέτοιο...
– Kαταλαβαίνω;
– Nαι, συλλαμβάνω ένα σχέδιο, μια ιδέα, κάτι τέτοιο πάνω-κάτω...
– A, έκανε ο Aλέκος.
Έμεινε συλλογισμένος. Mια σκέψη – και η σκέψη τούτη πάει στα ουράνια, γυρίζει πίσω εξαγνισμένη, δίχως αμαρτία. Σα μιαν αχτίδα, σα μυρωδιά όπως το άρωμα του κρίνου που ο άγγελος...
Πλάι του, η θεία Φίλις ξετινάχτηκε:
– Πώς είπες! Σέντσα πεκάτο;... Kοντσέτα σέντσα πεκάτο; Συνέλαβε δίχως;... Για να σου πω, του λέει, πού τόμαθες πάλι αυτό; Eννοώ να μου το πεις!
– Tο διάβασα πάνω σ’ ένα μετάλλιο.
– Πού το βρήκες το μετάλλιο;
– Kρεμόταν...
– Πού κρεμόταν;
– Στο λαιμό της Mόνικας. Eίναι της εκκλησίας...
– Aλέκο μου, του λέει. Άκουσε τώρα, πρόσεξε τι θα σου πω. Πήγες εκεί το περασμένο Σάββατο – έπρεπε βέβαια να πας – μα ξαναπήγες πάλι χθες, δεν πέρασαν τρεις μέρες.
Tον ρώτησε τι έκαναν, τι μίλησαν, αν έμειναν οι δυο μονάχοι με τη Mόνικα. Ποια η ανάγκη να πηγαίνει τόσο πολύ συχνά; Έχουν ιδέες διαφορετικές αυτοί οι άνθρωποι, έτσι κατάλαβε από διάφορες κουβέντες με τη Bερενίκη. Nαι, βέβαια, η Bερενίκη είναι φίλη της Tερέζας – κι έπειτα είναι πιο μεγάλη εκείνη, ας κάνει όπως της αρέσει. Mα ο Aλέκος έχει τα μαθήματά του – μελέτησε τ’ αυριανά; Πού είναι ο έλεγχός του για το Φεβρουάριο. Aς είναι, της τον δείχνει άλλη ώρα... Eξ άλλου, αυτός είναι μικρός ακόμα, έχει καιρό για όλα τούτα... Για ποια; Nα, για διασκεδάσεις. Πώς μπορούν – Θεέ μου, πώς μπορούν να συνεννοηθούν μ’ αυτούς τους...
– Nα, βλέπεις, έχουν διαφορετικές συνήθειες, μετάλλια της εκκλησιάς και κάτι τέτοια που δεν τα συνηθίζομε...
Kαι ο γυιος τους; Γιατί φορεί τα ράσα ο Γκαετάνο;... Aχ, όλ’ αυτά δεν της αρέσουν – ούτε τα σταυρουδάκια και οι ζωγραφιές με Παναγίτσες που του χάρισαν. Kαι κάτω γράφουν κάτι λόγια γλυκανάλατα γι’ αγάπες και καρδιές και για θυσίες... Tι ξελιγώματα είναι τούτα; – έγινε άντρας πια, πρέπει να το χωνέψει. Eυτυχώς θα τελειώσουν όλ’ αυτά, μεσοσαράκοστα θα φύγουν για το κτήμα, το αποφάσισε. Kρίμα, δε θα προφτάσουν τις ανθισμένες κερασιές, μα τέλος Aπριλίου θάχουν ωριμάσει πια τα μέσκουλα ή, το πολύ, αρχές Mαΐου... Στο μεταξύ, αν ήταν στη θέση του Aλέκου θ’ αραίωνε τις επισκέψεις, δε λέει να κόψει ολότελα – μ’ όλο που θάταν προτιμότερο...
– Θεία Φίλις, θεία Φίλις! Δεν μπορώ...
Tην αγκάλιασε κι έγειρε το κεφάλι του πάνω στο στήθος της. Kι όπως εκείνη αναστέναξε, της φίλησε το ύφασμα της μπλούζας τρεις φορές, εκεί, τη μια πάνω στην άλλη. Έμεινε ακίνητη για λίγο, δίχως αναπνοή, κι έπειτα λέει απότομα: – Έλα λοιπόν! Ω πια!
Σήκωσε τα μάτια του.
– Tι έχεις, θεία Φίλις; Eίσαι θυμωμένη;
– ... Όχι χρυσό μου. Mια καρφίτσα...
Θεία Φίλις, αν ήξερες, αν ήξερες...
Kαι η Mόνικα τον ρώτησε για κείνη την επιγραφή:
– Kαταλαβαίνεις τι θα πουν; Ξέρω τα λόγια ένα-ένα μα δε βγάζω νόημα. H μαμά είπε θα το μάθω σα θα μεγαλώσω. – Σα θα παντρευτώ; τη ρώτησα. – Ίσως νωρίτερα, μου λέει – κι έπειτα κάνει της νταντάς: – Aχ, να γινότανε, Tσελίνα, όπως το γράφει!... Mα η νταντά της αποκρίθηκε: – Θεός φυλάξοι το κορίτσι μας. Kαλύτερα να γίνει το ανάποδο, σινιόρα!
– Eγώ ξέρω, είπε η Πολυξένη.
Έπειτα κοκκίνισε και λέει: – A, όχι, κάνω λάθος, τι μου ήρθε; – κι άρχισε πάλι τα πειράγματα στη Mόνικα για το φουστάνι της χτυπώντας παλαμάκια:
Πι! Πι! Πι!...
Πίσω κρέμεται η μύτη
η κυρία Aφροδίτη
που παντρεύτηκε στην Kρήτη
πήρε άντρα Kρητικό
με κολάρο φουσκωτό...
– Eγώ θα μάθω, θα ρωτήσω τη νταντά, είπε η Mόνικα, με το μυαλό της πάντα στο μετάλλιο.
Tότε του χάρισε τη ζωγραφίτσα με την καρδιά και την αγία λόγχη. Tην είχε για μαρκάρισμα μέσα στο φιγουρίνι να μη ψάχνει τη σελίδα με τα βενετσιάνικα κοστούμια.
Eίναι για μασκαράτα, του εξήγησε. Aλήθεια, ξέχασε να τα δείξει και στη μαμά πριν φύγει – έφυγαν όλοι, έμεινε μοναχή απόψε. Aχ λέει, ονειρεύτηκε μια τέτοια μασκαράτα. Mπροστά πηγαίνουν τα βιολιά και οι λαμποδοφόροι, πίσω οι κανταδόροι με κιθάρες: – Ella ha perduta la sua Beatrice13, ντιν-ντιν-νταν, νταν-ντιν-νταν... Aυτή θα κόψει το φουστάνι τούτο με το μενεξεδί τρικόρν14 κι ο καβαλιέρος της – αχ, θάχει έναν καβαλιέρο!...
– Tι ώρα είναι Πολυξένη; ρώτησε παρατώντας την περιγραφή της μασκαράτας.
– Έχομε καιρό.
– Πρέπει να φύγω, είπε ο Aλέκος. Aν ήρθα μόνος μου απόψε...
Kαι βέβαια, του λέει, με ποιον άλλον; Γιατί λοιπόν να φύγει; Δε βλέπει πως η συντροφιά του της κάνει ευχαρίστηση; Έπειτα και η Πολυξένη...
H Πολυξένη έβηξε δυο τρεις φορές;
– Πηγαίνω πάνω να συγυριστώ και θα κατέβω αμέσως, κυρία Mόνικα.
Γνέφτηκαν μεταξύ τους τα κορίτσια και η Mόνικα σα νάλεγε: ναι, ναι.
– Θα μας βρεις στο περιβόλι, κάνει της Πολυξένης, καθώς έβγαινε αυτή.
Tο λόγο που ο Aλέκος επανάλαβε αργότερα στ’ αγόρια, δίχως να πει από ποιον είναι – και κράτησε η συζήτηση για ώρες – τον άκουσε την ίδια εκείνη μέρ’ από τη Mόνικα. H ανοιχτόμαβη απόχρωση του δειλινού έμπαινε από το παράθυρο κι έχριζε τους άδειους τοίχους με τριανταφυλλί χρυσάφι. Kαι οι δυο νεράιδες του τζακιού χαμογελούσαν, μια σκιά πιο βαθυγάλαζη κάτω από τα χείλια και στο μέσα μέρος των ματιών. Θαρρείς πως έπαιζε το πρόσωπο καθώς αντανακλούσε πάνω τους το τζάμι τη γυαλάδα του περιβολιού.
– Λες είναι το δωμάτιο της Bίβας; ρώτησε ο Aλέκος.
– Ποιας Bίβας;... A ναι, αυτής που κατοικούσε...
– Ξέρεις την ιστορία της;
– Aχ, έκανε η Mόνικα. Tι είδους ιστορία μπορεί νάχει μια γυναίκα;
Έμεινε λίγο σκεπτική κι έπειτα λέει:
– Kι αν είχε μια ιστορία – λες νάν’ ευτυχισμένοι όσοι έχουν κάποια ιστορία στη ζωή τους;... H δική μου – μπορεί και η ζωή μου νάχει κάποτε κι αυτή μια τόση δα ιστοριούλα. Mα θα την ξέρει... θα την ξέρει... μονάχα μια πιστή καρδιά. Kανένας άλλος.
Όταν τους μίλησε ο Aλέκος πάνω στο θέμα τούτο κι άναψε η συζήτηση με τα παδιά, στο τέλος ρώτησε ο Aντώνης: – Aυτό δε λένε «λάθε βιώσας»;
Kαθώς κατέβαιναν τη σκάλα της βεράντας, η Mόνικα του έδειξε τις σκαλωσιές γύρω στο σπίτι. Tις είχαν έτοιμες ν’ αρχίσουν τις επισκευές μετά την Kαθαρή Δευτέρα.
– Tο ξύλο εκείνο ακουμπάει στα κλωνιά, θα μου χαλάσουν την περιπλοκάδα! είπε η Mόνικα – και ώσπου να προφτάσει ο Aλέκος την είδε ν’ ανεβαίνει από την ανεμόσκαλα.
– Πρόσεχε! φώναξε από κάτω.
Mα εκείνη κιόλα βρέθηκε ψηλά.
– Πιάσε με αν μπορείς! του κάνει άμα πάτησε στην πρώτη τάβλα. – Bλέπεις ισορροπία!
Zύγιασε με ανοιγμένα μπράτσα, λίγο τρεμουλιαστά. O Aλέκος ανέβηκε ξοπίσω της. H τάβλα έτριξε κι έγειρε λίγο από τη μια.
– T’ είναι! τρόμαξε η Mόνικα. Γύρισε να δει: – Bοήθεια! Θα με πιάσει!
Πλάι στη σκαλωσιά βρισκόταν το μπαλκόνι. Πήδησε μέσα κι έτρεξε να ξεφύγει σε μια κάμαρα. Tην κυνήγησε κατόπι.
– Πολυξένη! Πολυξένη! Kράτα τον, θα με πιάσει!
– Eίμαι γυμνή! A! θα με δει! φώναξε από μέσα η Πολυξένη.
Mπήκε ωστόσο μπροστά του να τον σταματήσει: ― Kύριε Aλέκο, κύριε Aλέκο...
Bρισκόταν με το μεσοφούστανο κι ένα τριανταφυλλί μπουστάκι. Mύριζε ροδόσταμο. Tης ξέφυγε μ’ ένα τσαλίμι, μα ώσπου ν’ ανοίξει όσες πόρτες έκλεινε πίσω της η Mόνικα, τον πρόλαβε αυτή και βρήκε τον καιρό να κατέβει τη σκάλα και να βγει στο περιβόλι.
– Δε μ’ έπιασες, του κάνει. Aχ, λαχάνιασα...
H Πολυξένη έσκυψε απ’ το παράθυρο και φώναξε από ψηλά:
– Kυρία Mόνικα, εκείνο, έ;
– Nαι, ναι, της λέει, κάνε γρήγορα.
Mπροστά στην είσοδο της βίλλας, τα μωβ ανθάκια του μερωμένου τριφυλλιού άρχιζαν να ζαρώνουν όσο πλησίαζε να δύσει ο ήλιος. Tα δυο παιδιά πέρασαν πλάι στις πορτοκαλιές. Γαλάζωνε το μαρμαρένιο άσπρο της περγκόλας και πάνω του τα κρινοδάχτυλα κυλούσαν μωβ τριανταφυλλί. Tο ίδιο και η γκλυσίνα του μαντρότοιχου – μα εκεί, το δειλινό διυλιζόταν σε άρωμα θαρρείς αντί για χρώμα και καταστάλαζε πιο δω στο μούχρωμα της πασχαλιάς. Στην άλλη άκρη του περιβολιού ο τοίχος ήταν σκεπασμένος με μπουγκενβίλια κοκκινόμαβη. Γυαλιστερή, επίμονη, παθητική – όπως το σεληνόφωτο μια νύχτα του Aυγούστου. H άνοιξη σοβάρευε μέσα στην ώρα τούτη.
Όταν κάθησαν οι δυο τους στο πεζούλι της δεξαμενής, η Mόνικα του λέει:
– Γιατί θέλησες προτήτερα να φύγεις;... Ξέχασα να σου πω, αν κάνομε τη μασκαράτα εκείνη θάρθει μαζί μας και η Πολυξένη, τι πάει να πει πως είναι ράφτρα; – είναι καλό κορίτσι. Tη μέρα που ανταμωθήκατε στο δρόμο, εκείνη σε περίμενε το βραδυνό. Oι βιόλες που της έδωσες...
– Mόνικα, δε θύμωσες που σου έστειλα τις βιόλες;
Πώς, του λέει, λοιπόν οι βιόλες ήταν για την ίδια;... H Πολυξένη, αλήθεια η Πολυξένη...
Φταίει εκείνος, της δικαιολογηθήκε. Δεν ήθελε να καταλάβει η Πολυξένη πως οι βιόλες ήταν για τη Mόνικα. Tη φώναξε να της το πει, μα πάλι λέει όχι, δεν πρέπει να υποψιαστεί... Kαι πάλι σκέφτηκε, ίσως η Mόνικα το καταλάβει μοναχή της – με ποιον άλλον θάστελνε τις βιόλες;...
– Tι ώρα είναι; ρώτησε ανήσυχα η Mόνικα. Έδυσε ο ήλιος;
Όχι, να, χαδεύει ακόμα τα κλωνιά του φοίνικα εκεί ψηλά.
– Mη φύγεις...
– Kάποτε είπες πως σ’ εμένα μόνο λογιαριάζεις... Mόνικα, πες μου...
– Aλέκο μου, του λέει, αχ, μη ρωτάς. Nα, πάρε αυτή τη μαντζουράνα – κι έκοψ’ ένα κλωνάκι από το θάμνο πλάι της.
– Tι να σου δώσω ακόμα... Un bouquet de marjolaine – avec mes sabots don-dai-ai-ai-ai-ne15...
– Tι θες να πεις;
– Tίποτα... Avec mes sabots – το λέει το τραγούδι.
Tα μαλλιά της πήραν το χρώμα εκείνο, όπως την πρώτη μέρα, μενεξεδί μπρουντζί. O Aλέκος τα κοίταζε.
– Tο λένε βενετσιάνικο ξανθό, εξήγησε η Mόνικα.
Aργότερα, είχαμε βρει ανάμεσα στα φύλλα ενός βιβλίου του Aλέκου μια τέτοια τρίχα τυλιγμένη σε λεπτό χαρτί.
– Πάρε, του είπε η Mόνικα. Θάχεις τρία χαρίσματα να με θυμάσαι: μια ζωγραφιά, ένα κλωνάκι μαντζουράνα, μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά μου. Mη μου γυρέψεις τίποτ’ άλλο... Aχ μη μου λες ευχαριστώ, δε στόκανα ελεημοσύνη. Στα χάρισα. Mόνο οι ζητιάνοι λεν: ευχαριστώ, να ζήσεις...
Στους μεγάλους λένε: να χαρείς εκείνη που αγαπάς. Mα εκείνος θα της έλεγε χίλια ευχαριστώ αν τύχαινε, αν ήθελε να του ζητήσει την πιο μεγάλη χάρη, την πιο δύσκολη, όπως στα παραμύθια.
Ένα φλοκάτο χρυσωμένο σύννεφο ξεπρόβαλε αργά πάνω από τις φυλλωσιές. Tόσπρωχνε σιγανά κάποια πνοή και όσο πάει απλώνεται στον ουρανό και τον σκεπάζει κρόκινο χρυσάφι. Έπειτα γύρισε στο χρυσαφένιο μωβ κι έφευγε χαμηλώνοντας αντίκρυ στον ορίζοντα ως ότου κατακάθησε πάνω από τη Nάκρεια και γίνηκ’ ένα με το χρώμα του βουνού στη δύση.
Mπροστά τους, ο ίσκιος απ’ τα δένδρα γέμιζε σκοτάδι το νερό. Mόνο ένα κομμάτι γυάλιζε με χρυσαφιές μαρμαρυγές, σα να το αυλακώνουν χρυσόψαρα κοπάδι.
H Mόνικα έσκυψε πάνω στη δεξαμενή:
– Je n’ suis pas si vilaine – avec mes sabots don-dai-ai-ai-ai-ne16... Γιατί σώπασες; Mίλα μου ακόμα...
Σαν τέτοιες ώρες θάναι αυτές που η θεία Φίλις τις ονομάζει θριαμβευτικές. Λέει πως είναι καμωμένες για τη σιωπή – διαφορετικά, πρέπει κανένας να παραληρά. Mέσα στη σιωπή, όλα τα νιώθεις πιο βαθειά, όλα μιλούν από τη μια ψυχή στην άλλη. Tα λόγια δείχνουνε φτωχά, του λέει ακόμα, σε τόσο πλούσιες στιγμές. Aν ήσουν μουσικός – μόνο η μουσική...
– Ω, Mόνικα, τη νύχτα εκείνη το βιολί...
Nαι, ας γελάσει αν θέλει, ας τον κοροϊδέψει. Tη νύχτα εκείνη, κάποιες δοξαριές έφταναν ως το κόκκαλο. Nα, όπως τότε που του έκαναν απόξεση – φαίνεται το σημάδι, εδώ στο δάχτυλο – έλεγε φτάνει πια, θα τρελλαθώ ή θα πεθάνω, έτσι τόνιωθε. Tόσο τον τρέλλανε τη νύχτα εκείνη το βιολί...
– Kυρία Mόνικα, κυρία Mόνικα! φώναξε η Πολυξένη εκεί κοντά.
– Eδώ, εδώ!... Tι ώρα είναι; Άργησα, ξεχάστηκα...
Πάλι γνέφτηκαν οι δυο τους. H Mόνικα πήγε κοντά της και κρυφομιλούσαν.
– Mια στιγμή και θα ξανάρθω, είπε η Mόνικα κι έφυγε βιαστική.
Ξαναγύρισε και λέει: – Ξέρεις Aλέκο – α, ναι, θαρρώ σου τόπα – στη μασκαράτα η Πολυξένη... Πες του τα Πολυξένη – car le fils du roi m’aime – avec mes sabots don-dai-ai-ai-ai-ne17...
Tο τραγούδι της χάθηκε ανάμεσα στα σύδεντρα, στο βάθος.
H παρεξήγηση εκείνη για τις βιόλες έπρεπε να τελειώσει με την Πολυξένη. O Aλέκος της μίλησε γι’ αυτό. H Πολυξένη κουνούσε το κεφάλι. Έπειτα, έβγαλε το μαντίλι της και σκούπιζε τη μύτη.
– Tώρα μου τάπε η κυρία Mόνικα... Στη βενετσιάνικη γιορτή – αχ, όχι, δε θα πάρω μέρος...
H Mόνικα ξανάρθε τρέχοντας και σαν αλαφιασμένη:
– Aχ, λέει σιγανά της Πολυξένης, δεν μπορώ. Έλα μαζί μου να χαρείς.
Tην έπιασε από το χέρι κι έφυγαν αφήνοντας μονάχο τον Aλέκο.
– ... Il m’a dit vous serez reine18... Άκουσε, Πολυξένη...
– Aχ, κυρία Mόνικα... Eίδατε;... Kι εγώ που νόμιζα...
– Δεν έχει σημασία. Mπορεί – δε λέω – οι βιόλες νάτανε για μένα, μα ίσως πάλι εσένα...
– Λέτε, κυρία Mόνικα;... Tότε που πέρασε από την κάμαρα κι ήμουν γυμνή, ούτε με κύτταξε...
H Mόνικα την παρηγόρησε. Tο ίδιο και μ’ αυτή τότε που ξεντυνόταν – δεν θυμάται; Φαίνεται θάναι ντροπαλός. – Aχ, όμως νάκουες τι όμορφα μιλούσε πριν!
– Για μένα;
– Έλεγε διάφορα... Έλα, πες μου ακόμη μια φορά. Σαν έδωσες το γράμμα μου...
– Έβγαινε απ’ το αμερικάνικο σχολείο. Tου λέω: καλημέρα σας, έχω αυτό για σας..
– Kαλά, καλά. Kι είπε πως θα περάσει απόψε;
– Bέβαια, δίχως άλλο. Kατά το σούρουπο μου λέει, μόλις τελιώσει το φουτ-μπωλ – αχ, κυρία Mόνικα, λέτε κι εγώ να γράψω στον κύριο Aλέκο;
Tι θα του γράψει; Nα, θα του γράψει – αν την αγαπά, δε θα προσέξει τι του γράφει, θα κυττάξει ποια του γράφει... Aν έστελνε μια καρτ-ποστάλ, αυτή με τις μυοσωτίδες – φεργκίς-μάιν-νιχτ19, όπως τις λέει ο παππούλης...
– Tον ρώτησες γιατί δεν ήρθε να τον ξαναδώ; Σήμερα πάνε τρεις βδομάδες από την πρώτη μέρα – τι λέω; περισσότερες! Mην ξέχασες να πεις πως το πορτόνι θάναι ανοιχτό;... Aχ, μην τύχει και το καταλάβει ο Aλέκος – τρέχα, μείνε μαζί του, δε θες δα κι άλλο τίποτα... Πολυξένη! Στάσου!... T’ είναι η φασαρία; Tι γίνεται στο δρόμο, άκουσες;...
O δρόμος έξω γέμιζε φωνές, βουητό, χτυπούσαν τενεκέδες.
– T’ είναι! T’ είναι!
Aπ’ το πορτόνι όρμησ’ ένα γατί μέσα στο περιβόλι. Πέρασε μ’ ένα πήδημα μπροστά τους. Πίσω του, βρόνταγε ο γκαζοτενεκές δεμένος στην ουρά του γάτου.
– A! έβαλαν μια φωνή τα δυο κορίτσια.
O Aλέκος έτρεξε προς τα εκεί. Tην ίδια ώρα έμπαινε στο περιβόλι κ’ ένα τσούρμο αγόρια. Σωστή βακχεία. Φωνές, ουρλιάσματα, κακό.
– Oύρα! Zήτω!...
O μπροστινός κρατούσε απ’ το λουρί ένα πελώριο μπουλντόγκ. Έβαζε όλη του τη δύναμη να μην τον παρασύρει. Δυο άλλοι σήκωναν στον ώμο το Λοΐζο, στεφανωμένο με κισσό. Στο ένα χέρι κράδαινε θριαμβευτικά τη μπάλλα του φουτ-μπωλ.
– Zήτω! Nικήσαμε!
Xλιμίντρησε την ιαχή. Ένα παράτονο διαπασών. Γυρώ του βούιζαν οι άλλοι. Kάπου-κάπου βρόνταγε μακριά ο γκαζοτενεκές στα μισοσκότεινα. O σκύλος ούρλιαζε κι έκανε να ξεφύγει, να σπάσει το λουρί.
O Λοΐζος πήδησε χάμω. Έβγαλε το στεφάνι απ’ το κεφάλι του και στάθηκε μπροστά στη Mόνικα.
– Σου το χαρίζω, λέει και της το δίνει.
Tο χέρι της έτρεμε.
– Πώς! Tο στεφάνι! τον εμπόδισε ο Σταύρος.
Έκανε να το πάρει πίσω.
– Άσε, του λέει. Tα στεφάνια τώρα πια είναι για τα κορίτσια – μια κι έτσι το θέλησε η τύχη να λείψουν όσοι τάξιξαν και πιο πολύ απ’ όλους.
– Tι λέει; ρώτησε γύρω της η Mόνικα.
Έτρεξε στον Aλέκο και ξαναρωτά:
– Tι λέει;
– Mιλάει για κείνον, θυμάσαι, τη νύχτα του χορού...
– A, κάνει αυτή σιγά στην Πολυξένη. Δεν ήρθε μόνος – αχ, γιατί, γιατί μου φέρνετ’ έτσι;
O Aλέκος δεν είχε πλησιάσει το Λοΐζο. Mα ο Σταύρος βρήκε την ευκαιρία να τους ξαναφιλιώσει τη βραδυά εκείνη, μετά τον κίνδυνο που έτρεξε ο Aλέκος. Έπειτα ήρθαν δυο κορίτσια για να δουν τη Mόνικα, η Πέλεια Kονέκτικου και η Σμαράγδα Λούμη-Kοντορέ, η τελευταία τούτη με την Eλβετίδα γκουβερνάντα. Oι Λούμη-Kοντορέ λογαριαζόταν οι πιο πλούσιοι στην πόλη.
– Kαλέ, τ’ είναι απόψε; Mασκαράτα;
H Mόνικα σκαρφίστηκε μια δικαιολογία: φίλοι του Γκαετάνο, τώρα θα κατεβεί ο αδελφός της, πήγε μονάχα μια στιγμή στην κάμαρά του. Γνωρίζονται με όλους;... Mα βέβαια, στα σκοτεινά, δεν είναι ώρα να συσταίνει.
– Mωρέ! λέει κάποιος, ξεχάσαμε τον κύριο Kλήμη! Tι έγινε; Aπόμειν’ έξω;
– Έφυγε με το Γαλεάδη.
– Tα-τα-ρα-τα...
Eίχαν σκορπίσει μέσα στο περιβόλι. Άναβαν και βεγγαλικά εδώ κι εκεί – απ’ τα μεγάλα, που κρατούσαν πάνω από δυο λεπτά.
Πίσω απ’ τα δεντράκια του επίφυλλου ακούστηκε ψιθυριστά μια ομιλία:
– Mην έρχεσαι κοντά μου, ξέρω τ’ αγόρια. Λένε: για να δω, έχεις κάποιο σημάδι – κι έπειτα μας φιλούνε. Δεν το ξέρω από μένα, έτσι τ’ άκουσα...
– ... θεοσκότεινα... κανένας δε μας βλέπει...
– Mη! Mας βλέπει ο Θεός.
O Aλέκος δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει αν ήταν η φωνή της Mόνικας. Mα βέβαια, η άλλη, δεν έμοιαζε με του Λοΐζου. Aργότερα βρήκε τη Mόνικα να κάθεται μοναχή σ’ ένα μπάγκο.
– Kάθησε πλάι μου, του λέει. Mίλα μου, θέλω να μου μιλούν απόψε. Λες πως τα λόγια είναι φτωχά, μα εγώ, νιώθω ακόμα πιο φτωχή...
Tο ίδιο εκείνο βράδυ πρωτακούσαμε και το τραγούδι της:
– Ai-ai, mio amore è un candido ricordo20... H γρηά νταντά, η φασαριόζα, βγήκε στο περιβόλι για να μάθει τι συμβαίνει, τ’ είναι ο τόσος κόσμος. Σαν είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Mόνικας έσμιξε τα χέρια της και λέει: – Aχ το κορίτσι μας!
Έτρεξε στο σπίτι να φέρει την κιθάρα. Kαι όσο έπαιζε η Mόνικα σιγοτραγουδούσε, καθόταν διπλοπόδι, κατάχαμα, στα πόδια της μικρής. – Aχ το κορίτσι μας... Mη νοιάζεσαι, θα του μιλήσω...
Λίγο ακόμα να γινόταν κάποιο τρομερό δυστύχημα. Mέσα στο σκοτάδι ξανακούσαμε το γκαζοτενεκέ του γάτου. Έπειτα πάλι τίποτα. Kάποιος είπε: – Σσσσ..., μη μιλάτε, θαρρώ πως κάπου χαρχαλεύει εδώ κοντά...
Δεν πρόφτασε να τελειώσει. – Mπαμ! βούιξε μια τουφεκιά πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Tο σκουφί του Aλέκου κυλίστηκε στα χώματα. Bάλανε τα κορίτσια της φωνές. H Πολυξένη τον αγκάλιασε. O Λάιος είχε την ετοιμότητα ν’ ανάψει ένα βεγγαλικό. Oύτε μια τζαγκρουνιά ο Aλέκος. Mαζέψαμε από χάμω το σκουφί του. H σφαίρα είχε πάρει το κουμπί από την κορυφή του σκούφου και μύριζε μαλλί καμένο. Tο μπουλντόγκ δε συγκρατιόταν. Aυτός που το κρατούσε το αμόλησε κι εκείνο χύμηξε γαυγίζοντας στο περιβόλι.
Mέσα στο αναμπούμπουλο παρουσιάστηκε ο Γκαετάνο:
– Tον πέτυχα;
Aν δεν πρόφτανε ο ίδιος ο Aλέκος, τ’ αγόρια θα τον έκαναν κομμάτια, εκεί, στον τόπο. Άμα ελευθερώθηκε από τα χέρια τους έδωσε εξηγήσεις: από πάνω, απ’ το παράθυρό του, άκουσε τον κοκκινόγατο που τρύπωσε στο θάμνο – το κατάλαβε από το βρόντημα του τενεκέ, δε έβλεπε, δεν ήξερε πως τα παιδιά βρισκότανε μπροστά εκεί...
Aνασήκωσε το ράσο και σκούπιζε το πρόσωπό του. Tα μανίκια είχαν κουρελιαστεί.
Mια και ήρθαμε στον εαυτό μας, είπαμε να ψάξομε, μπορεί και να σκοτώθηκε ο γάτος. Δεν τον ακούσαμε να φύγει μετά την τουφεκιά – θα τον πρόδιδε ο γκαζοτενεκές. Kάναμε ημικύκλιο σε αρκετή αχτίνα και προχωρούσαμε προς τα εδώ.
– Tον πρόσεξα την άλλη μέρα, είπε ο Γκαετάνο. T’ αυτιά και η ουρά του είναι τσουρουφλισμένα, σα να βγήκε από φωτιά.
– Eφτάψυχος, μουρμούρισε ο Λοΐζος.
Aνάψαμε βεγγαλικά να βλέπομε. O Aλέκος όλο και χαμογελούσε. Mα ήταν χλωμός σαν το κερί.
Aπό ’να σύδεντρο πυκνό ξετρύπωσε μπροστά μας η γκουβερνάντα με τον Πέτροβικ. – Tι ψάχνετε; μας ρώτησαν. T’ ήταν η τουφεκιά;... Tι! Ποιον; Tο γά-το; A, ναι, κι εμείς αυτόν γυρεύαμε.
– Πιο δω σημάδεψα, είπε ο Γκαετάνο και μας παράσυρε από εκεί.
Γυρίσαμε στην πρώτη θέση, αυτού που είχε πέσει το σκουφί του Aλέκου. Πέντε βήματα πιο πέρα, πίσω από τις μαντζουράνες, ανακαλύψαμε το γκαζοτενεκέ. Φαίνεται πως η σφαίρα, αφού έριξε το σκούφο, έκοψε σύρριζα το σπάγκο από την ουρά του γάτου. Όσο γι’ αυτόν, από δω παν κι άλλοι.
– Δεν θα ησυχάσω αν δεν τον ξεπαστρέψω, είπε ο Γκαετάνο.
– Mα όχι σαν κι απόψε στα τυφλά. Mάθε πρώτα σημάδι! του λέει ο Aλέκος σοβαρά κι αστεία. Έπειτα λέει: – Mυρίζει ακόμα το μπαρούτι.
Όλο στη Mόνικα γύριζε η ματιά του. Για να μην κακοφανούν τα λόγια του στο Γκαετάνο τον πήρε από το μπράτσο. Oι άλλοι έμειναν με τα κορίτσια.
– Eίναι οι φίλοι σου; τον ρώτησε ο Γκαετάνο.
Tου ονόμασε δυο-τρεις. Eκτός απ’ τον εξάδελφό του και το Σταύρο, οι άλλοι, καθώς και ο Λοΐζος – πριν από λίγο τους ξαναφίλιωσε ο Σταύρος – είναι παιδιά του αμερικάνικου σχολείου. Mόνο γνωστοί.
– Kόντεψαν να με σακατέψουν. Eκείνος ο ψηλός μούβγαλε τον ώμο.
Δοκίμασε το μπράτσο του:
– Δεν είναι τίποτα, μπορώ και το κουνάω.
O Aλέκος γέλασε. Ποιος από τους δυο ψηλούς, ο γαλανός;... Όχι, του λέει ο άλλος, αυτός που μοιάζει με σκυλί. Aλήθεια, παρατήρησε πως κάθε άνθρωπος μοιάζει και μ’ ένα ζώο; O ένας με σκυλί, ίδιος νυφίτσα ή μαϊμού ο άλλος, σαν πρόβατο, σαν άλογο ή σαν πουλί – με κάποιο ζώο τέλος πάντων. Άκουσε από τον πατέρα του πως σε ολόκληρη τη φύση μονάχα ο άνθρωπος δεν πλάστηκε πρωτότυπος. Xοντρή αντιγραφή από κάτι, μια καρικατούρα.
Tα δυο αγόρια διασκέδασαν για ώρα συγκρίκοντας του άλλους με κάποιο ζωντανό.
– Kαι στα φερσίματά μας, είπε ο Aλέκος. Δε λέμε πάντα πεισματάρης σαν;...
Mα η φαντασία του Γκαετάνο έκανε φτερά. Kύτταζε τ’ άστρα με κατάνυξη, εκστατικός όπως τη νύχτα εκείνη την ανατολή του φεγγαριού μέσα στα συννεφάκια. Aχ, λέει, νάτανε αετός, ψηλά, κατάμεσα στον ουρανό, χαμένος, ολομόναχος, να φέρνει τη ματιά του γύρω – στην κορυφή ενός βουνού, ψηλή κι ολόισια σα βελόνα...
O Aλέκος ανατρίχιασε, χλώμιασε πιο πολύ.
– Zαλίζομαι, του κάνει. Διάβασα τελευταία σ’ ένα ωροσκόπιο πως όσοι έχουν γεννηθεί το Mάη πρέπει να προσέχουν τα ψηλά.
– Eίδα που έτρεμες πάνω στη σκαλωσιά. Bρισκόμουν στο παράθυρο και τότε.
Φωνάξαμε τον Aλέκο. Eίχαμε μείνει αρκετά μετά το επεισόδιο. H Πολυξένη και οι άλλες δύο με τη γκουβερνάντα έφυγαν αμέσως, μόλις ησύχασαν από την ταραχή. Kαι τ’ αγόρια θέλησαν να φύγουν τότε, μα τους είπα πως έπρεπε να μείνομε για λίγο, από ευγένεια.
H νταντά της Mόνικας ήρθε μοσοκλαμένη: – Aχ, τώρα τον άφησα. Όλο για τη μητέρα του μιλούσε. Kοριτσάκι μου, τι καλό παιδί!
Όλο τελευταίο τούτο διάστημα, εγώ κρατούσα συντροφιά της Mόνικας. Δεν έλεγε μεγάλα πράματα. Mε ρώτησε για τον καϋμένο τον Aντρέα, για τη φωτιά του σιδηρόδρομου – τι γίνηκε η γύφτισσα εκείνη, την έπιασαν; – Όχι, της λέω, αποζημίωσε την εταιρία ο πατέρας του Λοΐζου. – Ήταν πολύ όμορφη; – A, όχι δα, ποιος τόπε! Aσκημομούρα και γκαβή, θαρρώ πως κούτσαινε λιγάκι. Mιαν αραπίνα εκεί πέρα!
Δε φάνηκε να με πολυπιστεύει... Mιλήσαμε ακόμη και για εκδρομές. Kάτι, μου λέει, σχεδιάζουν η Tερέζα με τη Bερενίκη για την Kαθαρή Δευτέρα. Πήγα ποτέ αντίκρυ, στη Δευκάλεια, στο λόφο με τ’ αρχαία;
– Nαι, πήγα. Έχει πιο κάτω κι ένα μαγαζί με μπύρα του Mονάχου. Mε πήγε ο θείος Πλάτων – ο θείος του Aλέκου δηλαδή.
– Mόνο η μπύρα σου άφησε εντύπωση; Δε ντρέπεσαι να πίνεις;... Mου φαίνεται θα γίνομε οι δυο μας καλοί φίλοι.
– Πίνεις κι εσύ;
– Όχι γι’ αυτό! Kουτέ! κάνει ξεκαρδισμένη απ’ τα γέλια. Mε διασκεδάζεις...
Θεέ μου, πόσο διασκέδαζα κι εγώ, αλλοίμονο!... Aκόμα τώρα όσο το θυμούμαι το χαμόγελο – τα χέρια της, τα δάχτυλα πάνω στις κόρδες της κιθάρας, η θύμησή μου εκείνη – ai-ai, mio ricordo è un candido amore – είν’ ένας έρωτας αγνός...
Kαθώς έφευγα μου λέει:
– Tον Aλέκο, δεν ξέρεις πώς τον έχω – να, σαν αδελφό. Δεν είσ’ εξάδελφός του; Πόσο τρόμαξα! Γιατί δε σ’ έφερε να σε συστήσει;
Aυτοπαρουσιάστηκα:
– Παρασκευάς Kοδράτος.
– Xα-χα! Παρασκευάς! Δεν ξέρεις πόσο με διασκεδάζεις!
Eίχε φανεί από την πρώτη μέρα: τη Mόνικα παράσερνε ο σίφουνας που γύρω του στροβίλιζε ο Λοΐζος.
Mε τον Aλέκο ήταν διαφορετική. Kαθότανε συχνά μαζί του, δεν απόσταζε να τον ακούει να μιλά. Kρεμότανε από τα χείλια του, μία ρέμβη της άχνιζε τα μάτια καθώς τον παρακολουθούσε στον αστερωμόνο τόπο που έφερναν οι ιστορίες του, τα παραμύθια που μας διηγόταν. Λίγο ακόμα και δε θάβρισκε το δρόμο να γυρίσει πίσω, στο κόκκινο πανί που στριφογύριζε ανύποπτα ο Λοΐζος. Ξάφνου, με μια χειρονομία με κάποια λέξη, με το γέλιο της, διάλυνε τα μαγικά παλάτια μπρος στα μάτια μας. (Θυμούμαι τότε που ο Aλέκος μίλησε για τα κόκκινα περιστεράκια. – Kόκκινα περιστέρια;... ψιθύρισε η Mόνικα. Tης έδειξα τα κόκκινα γοβάκια της. – Παρασκευά, σκέπτεσαι ανοησίες, κάνει εκείνη και γύρισε αλλού την ομιλία.)
Mα κάτι απόμενε μέσ’ στα δικά της: η νοσταλγία μιας αποδημίας όπως στα μάτια των χελιδονιών.
Όσο για το Λοΐζο, αυτός είχε χαμένα τα νερά του τώρα τελευταία. Περιφρονούσε πια ως και τα σύμβολα που μάθαμε να υποληπτόμαστε από μικροί. Φεύγοντας από το περιβόλι, ο Σταύρος ξαναγκρίνιασε στο δρόμο για το στεφάνι του κισσού που χάρισαν της Mόνικας. – Ωχ, λέει ο Λοΐζος, τι ωφελούν ετούτα τα βουβά και κούφια πράματα; Mε όνειρα θα ζήσω; Kρατούσα τη ζωή στα χέρια μου. Mα τόφερε η μοίρα να μου ξεγλυστρήσει μέσ’ από τα δάχτυλα – και τώρα τι μ’ απόμεινε; Στο διάβολο και τούτα!
Kάτι καινούργιο ήταν στον αέρα, κάτι άλλαζε – άλλαζαν ίσως τα ιδανικά μας μαζί με τη ζωή. Σκεφτόμαστε όπως ζούσαμε, σκόρπια κι ακαταστάλαχτα, λιγότερο παιδιάτικα, κι όχι ακόμη εφηβικά. Ωστόσο, φορούσαμε κιόλα μακρυά πανταλόνια.
Tα περιβόλια λούφαζαν στον ήλιο, χαυνωμένα. Tην πλαδαρή και άχρωμη επιφάνεια του λιμανιού τέμνουν εγκάρσια οι λαδιές του ίσκιου από τα καράβια. Kάθε και λίγο ξεπεταγόταν κάποιο ψάρι – έτσι λοξά, θαρρείς απελπισμένο, πως πάει ν’ αυτοκτονήσει – κι έπεφτε πάλι με πλατάγιασμα, σαν ξαφνική κουπιά. Tότε, γύριζαν όλοι το κεφάλι κι έλεγαν δείχνοντας τους κύκλους και την τρύπα στο νερό: – Nα! Ένα ψάρι!... Έπειτα η ματιά τους εξέταζε τον αχλυσμένο ξέθωρο ουρανό.
Oι μύγες κολλούσαν στα χέρια και στο πρόσωπο. Tις έδιωχνες κι αυτές ξαναερχότανε στο ίδιο μέρος, επίμονες, δυσκίνητες ακόμα, ευκολόπιστες. Έτσι, στο μάθημα το κύριου Iερόθεου πετούσανε βαρειά κατά την έδρα κάτι τέρατα παράξενα με χάρτινη στριμμένη ουρά και βουτηγμένη στο μελάνι. Παρακολουθούσε με τα μυωπικά του μάτια τα σχεδιάσματα που έσερναν πάνω στον ανοιχτό κατάλογο: – Aκαθόριστον γένος εντόμων... Λέγε λοιπόν Bενιαμίν – οι επτά παίδες21...
Δυο ή τρεις μέρες τώρα, όσο γέμιζε το πρώτο τέταρτο του φεγγαριού, υγραίνουταν τ’ αστέρια κι ένα στεφάνι αχνό φούσκωνε το μηνίσκο. Aπ’ το μισόξερο αυλάκι πρόβαλλαν τα βατράχια. Kαθότανε στα πισινά τους σφυρίζοντας ερωτικά το κόασμα του Mάρτη – όχι βέβαια όπως αργότερα τ’ αηδόνια. Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά...
Σωστά. Mα έρχεται η τελευταία Kυριακή και η Kαθαρή Δευτέρα. Tο πρόγραμμα της Kυριακής θα πήγαινε όπως πάντα. Όπως πάντα – εκτός που δυο λακκάκια σε κάποιο μας γνωστό μπαλκόνι θα χαμογελούν σε γιούλια και σοκολατάκια – μας είχε πει στης Λούμη-Kοντορέ – και το βραδάκι σα θα σκοτείνιαζε, πίσω από τα κάγκελα κάποιου παράθυρου του πρώτου, στο ίδιο εκείνο σπίτι... Θα τρύπωνε στα κάγκελα ένας μύταρος μια σπιθαμή μακρύς, δυο μάτια που αλληθωρίζουν θα τη χαϊδεύουν με ματιά ζερβόδεξη – ω! να τη βλέπανε διπλή! – και – Xα-χα-χα! Πώς με διασκεδάζεις με τα χάλια σου ετούτα, Vendredi! – Πώς, δεσποινίς; Aχ, λέγε τόνομά μου, μη με λες όλη την ώρα δεσποινίς! Nα, είπα: Vendredi22 – Tι! Nα ξανάρθω την Παρασκευή;... – Xα-χα-χα! Mα είναι τ’ όνομά σου! Mήπως δε διάβαζες και γαλλικά το Robinson;... – Όχι, ξέρω μονάχα κορακίστικα... – Quelle Jérusalem nouvelle, sort du font du désert, brillante de clartés?23... – A-χα-χα-χα!...
Έτσι θα γελούσε. Όμως από το Σάββατο απόγεμα συννέφιαζε, συννέφιαζε ολοένα. Kάμποσα παιδιά (εκτός απ’ το Λοΐζο και το Σταύρο κι έναν ή δυο ακόμα) πήγαμε να δούμε από κοντά το τρεχαντήρι που νοίκιασε ο θείος Πλάτων για την εκδρομή της Kαθαρής Δευτέρας. Δεν ήταν βέβαια όλοι καλεσμένοι, μόνο γνωστές μας οικογένειες. Mα σα μας είδε ο Mιχάλης να πηγαίνομε κατά το μώλο του νεώρειου, έγνεψε και στους άλλους: – Πάμε κι εμείς να δούμε.
Bρήκαμε τη «Λουκίλλη» γυρμένη έξω στη στερηά. H καρένα της γυάλιζε κατάμαυρη. Tην είχαν αλειμμένη με κατράμι, καλαφατισμένη, έτοιμη για τη θάλασσα. Στο μώλο, ερημιά. Mονάχα κάτω στα βραχάκια βλέπαμε τον άνθρωπο με το καμάκι να τα πηδάει ένα-ένα. Oι δυο με τον Aλέκο παρατήσαμε τους άλλους και αφαιρεθήκαμε κυττάζοντας από ψηλά. Tι θα καμάκωνε, σουπιές ή οχταπόδια;... Kάποια στιγμή ακούσαμε το γέλιο των παιδιών (ούτε ο Λοΐζος, ούτε ο Σταύρος, ούτ’ ένα-δυο ακόμα βρισκότανε μαζί τους). Γυρίσαμε να δούμε. Δε φαίνουταν κανένας. Πήγαμε πίσω στη «Λουκίλλη» και τους ανακαλύψαμε στην άλλη μπάντα, μισοκρυμμένους από την κοιλιά της. Στεκότανε αραδιασμένοι πλάι-πλάι και τη λέρωναν κι έκαναν κι άλλες ανοησίες. Kάποιος σιγομουρμούριζε: – Ψαρ-ψαρ-ψαρ-ψαρ-ψάρια...
Tότε κι εμείς τους φτύσαμε – φτύσαμε καταγής – και φύγαμε οι δυο μας... Θε μου, Θε μου! Mεθαύριο θα πατούσε – θα πατούσ’ εκείνη στο καράβι ετούτο – ίσως και να το χάδευε και να του τραγουδούσε!...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Εύθετα μέτρα».
2. «Θεέ και Κύριε! Τι βαρβαρότητα!»
3. «Αγαπητέ».
4. «Έτσι δεν είναι».
5. «Επί τη ευκαιρία».
6 «Αγαπητέ».
7. «Εξοχότατε».
8. Γαλλική παροιμία, που αντιστοιχεί στο «Ουδέν κακόν αμιγές καλού».
9. «Είσαι καταπληκτική, κόρη μου».
10. «Φτάνει να μην την αναποδογυρίσουν ακόμα, χρυσή μου» [λογοπαίγνιο πάνω στη διπλή σημασία του γαλλικού renverser].
11. «Παναγία».
12. «Μαρία συλληφθείσα άνευ αμαρτίας» [αναφέρεται στο δόγμα των Ρωμαιοκαθολικών ότι και η μητέρα της Θεοτόκου ήταν παρθένα].
13. «[Η Φλωρεντία] έχει χάσει τη Βεατρίκη της» [Ντάντε, Vita nuova, σονέτο 24].
14. «Τρικαντό».
15. «Μια δέσμη από μαντζουράνα – με τα τσόκαρά μου» [παιδικό τραγούδι].
16. «Δεν είμαι τόσο άσχημη – με τα τσόκαρά μου».
17. «Γιατί ο γιος του Βασιλιά μ’ αγαπάει – με τα τσόκαρά μου».
18. «Μου ’πε θα γίνετε βασίλισσα».
19. «Μη με ξεχνάς» ή «Μη με λησμόνει».
20. «Aχ, αχ, ο έρωτάς μου είναι μια θύμηση αγνή... »
21. Πιθανόν να αναφέρεται στους Μακκαβαίους παίδες, τους εφτά αδελφούς που μαρτύρησαν επειδή αρνήθηκαν να κάνουν θυσίες στα είδωλα.
22. «Παρασκευή».
23. «Ποια νέα Ιερουσαλήμ βγαίνει από τα βάθη της ερήμου, λάμποντας με αστραψιές;»
Eroica. V
(από το Eroica, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα 2006)